Ραψωδία γ Τὰ ἐν Πύλῳ
Ο ήλιος πρόβαλε, αφήνοντας περίκαλλη την ωκεάνεια λίμνη,
ψηλώνοντας στον χάλκινο ουρανό, να φέρει φως στους αθανάτους,
στους θνητούς της γης, στα κάρπιμα χωράφια.
Τότε κι αυτοί στην Πύλο, καλοχτισμένη, τειχισμένη πόλη του Νηλέα,
φτάνουν, όπου στο περιγιάλι της θαλάσσης θυσία τελούσαν
ταύρους κατάμαυρους του Κοσμοσείστη με χαίτη μελανή.
Ήσαν εννιά οι σειρές, κάθε σειρά κάθονταν πεντακόσοι,
κι εκεί μπροστά στην καθεμιά σφαγμένοι
εννέα ταύροι.
Είχαν στο μεταξύ γευτεί τα σπλάχνα, έκαιγαν στον θεό μεριά,
10όταν αυτοί τράβηξαν ίσα στο λιμάνι, κατέβασαν μαζεύοντας
στο ισόρροπο καράβι τα πανιά, και βγήκαν στη στεριά.
Κι όσο ο Τηλέμαχος από το πλοίο ξεμάκραινε, με προπομπό την Αθηνά,
πρόλαβε και του μίλησε η θεά, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά:
«Τηλέμαχε, καθόλου τώρα δεν σου πρέπει αιδημοσύνη,
αφού γι᾽ αυτόν τον λόγο πέρασες το πέλαγος, να μάθεις
την τύχη του πατέρα σου, ποιο χώμα τον εσκέπασε,
ποιος θάνατος τον βρήκε.
Εμπρός λοιπόν, τράβα γραμμή στον Νέστορα, που ξέρει
το πώς δαμάζουν τ᾽ άλογα, να δούμε τι γνώση και τι γνώμη κρύβει μέσα του·
ικέτευσέ τον μόνος, να σου μιλήσει αληθινά —
20δεν πρόκειται ψέματα να σου πει, είναι πολύ στοχαστικός.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε της αποκρίθηκε:
«Μέντορα, πώς να προχωρήσω; πώς να στραφώ να του μιλήσω;
δεν έχω ακόμη καν την πείρα σ᾽ έξυπνα λόγια και σωστά.
Κι αισθάνομαι, είναι ντροπή ο νέος να ρωτά τον γεροντότερό του.»
Του αντιμίλησε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Τηλέμαχε, μόνος σου άλλα θα σκεφτείς με το μυαλό σου, άλλα
ο καλός ο δαίμονας θα σε φωτίσει να τα πεις. Γιατί δεν το φαντάζομαι
πως είσαι γεννημένος, πως μεγάλωσες, δίχως να το ᾽χουν οι θεοί αποφασίσει.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια η Αθηνά Παλλάδα κίνησε πρώτη
με βήμα γρήγορο· πίσω της πήγαινε ο Τηλέμαχος,
30στα ίχνη του θεού.
Έφτασαν στων Πυλίων τη σύναξη, πλησίασαν τους θρόνους
όπου ήταν καθισμένος με τους γιους του ο Νέστορας· γύρω του
οι εταίροι ετοίμαζαν το γεύμα, έψηναν κρέατα, άλλα τα σούβλιζαν.
Μόλις είδαν τους ξένους, έτρεξαν όλοι προς το μέρος τους,
τους έτειναν το χέρι για το καλωσόρισμα, τους προσκαλούσαν
να καθήσουν.
Πρώτος ο γιος του Νέστορα Πεισίστρατος, που βρέθηκε κοντύτερα,
τους έσφιξε το χέρι, και των δυο, τους πήγε στο τραπέζι,
τους κάθισε στην αμμουδιά της θάλασσας πάνω σε μαλακές προβιές,
ανάμεσα στον αδελφό του Θρασυμήδη
και στον καλό πατέρα του.
40Τους πρόσφερε κομμάτι από τα σπλάχνα, τους κέρασε κρασί
με τη μαλαματένια κούπα, και πρώτη δεξιώθηκε τη θυγατέρα
του Διός με την αιγίδα, την Αθηνά Παλλάδα προσφωνώντας:
«Δεήσου τώρα, ξένε, στον μέγα Ποσειδώνα,
αφού σας φέρνει ο δρόμος και βρεθήκατε σε σφάγια ιερά δικά του.
Κι όταν εσύ τελειώσεις την ευχή και τη σπονδή,
όπως ορίζει το έθιμο, δώσε μετά την κούπα και στον άλλο, να σταλάξει
γλυκόπιοτο κρασί. Γιατί, υποθέτω, εύχεται κι αυτός
στους αθανάτους — όλοι οι θνητοί έχουν ανάγκη τους θεούς.
Μόνο που είναι αυτός νεότερός σου, δικός μου μάλλον συνομήλικος,
50γι᾽ αυτό προσφέρω σ᾽ εσένα πρώτα το μαλαματένιο κύπελλο.»
|