Οι άλλοι όσοι στα βρόχια της Μοίρας
πρωτοκλήρωτοι πέσανε, οϊμέ,
570στου Κυχρέα τα ξερόβραχα, οϊμένα,
παραδέρνουνε γύρω, οϊμέ.
Ώχου στέναζε, σκίζου, διαλάλησε
ως τα ουράνια βαρειά τη συμφορά σου
και γοερά τα τρισάθλια ξέσυρε
και πικρά φωναχτά σου.
Αχ, φριχτά μες στο κύμα αργασμένα
τα κορμιά τους ξεσκίζουν, οϊμέ,
τα βουβά τα κουτάβια, οϊμένα,
της αμόλυντης θάλασσας, οϊμέ·
μα στα σπίτια πενθούν που τους χάσαν
580κι οι γερόντοι γονιοί, που ορφανεύουν,
ως τα ουράνια θρηνούν και την πάσα
συμφορά τους μαθαίνουν.
Λίγο ακόμα και πια της Ασίας οι λαοί
στων Περσών δεν ακούνε τον νόμο,
δεν πλερώνουν σαν πριν τα δοσίματα
που τους φόρτωνε η ανάγκη στο νώμο,
κι ούτε ως πρώτα πεσμένοι στα γόνατα
προσταγές θενα δέχονται πια,
γιατί τώρα για πάντα πάει χάθηκε
590του μεγάλου η εξουσία Βασιλιά.
Κάθε πια φυλακή από τις γλώσσες
των ανθρώπων θα λείψει
κι ο λαός, μια που βγήκε της βίας ο ζυγός
κι απολύθηκε, ελεύτερο στόμα θ᾽ ανοίξει.
Αχ, του Αίαντα το νησί, που ολοτρόγυρα
ζών᾽ η θάλασσα, τώρα μαζί
με το γαίμα κι όλη έχει τη δύναμη
των Περσών καταπιεί.
|