Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑκάβη (681-725)


ΕΚ. οἴμοι, βλέπω δὴ παῖδ᾽ ἐμὸν τεθνηκότα,
Πολύδωρον, ὅν μοι Θρῂξ ἔσῳζ᾽ οἴκοις ἀνήρ.
ἀπωλόμην δύστηνος, οὐκέτ᾽ εἰμὶ δή.
ὦ τέκνον τέκνον,
685αἰαῖ, κατάρχομαι γόων,
βακχεῖον ἐξ ἀλάστορος
ἀρτιμαθῆ νόμον.
ΧΟ. ἔγνως γὰρ ἄτην παιδός, ὦ δύστηνε σύ;
ΕΚ. ἄπιστ᾽ ἄπιστα, καινὰ καινὰ δέρκομαι.
690ἕτερα δ᾽ ἀφ᾽ ἑτέρων κακὰ κακῶν κυρεῖ,
οὐδέ ποτ᾽ ἀστένακτος ἀδάκρυτος ἁ-
μέρα [μ᾽] ἐπισχήσει.
ΧΟ. δείν᾽, ὦ τάλαινα, δεινὰ πάσχομεν κακά.
ΕΚ. ὦ τέκνον τέκνον ταλαίνας ματρός,
695τίνι μόρῳ θνῄσκεις,
τίνι πότμῳ κεῖσαι,
πρὸς τίνος ἀνθρώπων;
ΘΕ. οὐκ οἶδ᾽· ἐπ᾽ ἀκταῖς νιν κυρῶ θαλασσίαις.
ΕΚ. ἔκβλητον, ἢ πέσημα φοινίου δορός,
700ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ;
ΘΕ. πόντου νιν ἐξήνεγκε πελάγιος κλύδων.
ΕΚ. ὤμοι αἰαῖ, ἔμαθον ἐνύπνιον ὀμμάτων
ἐμῶν ὄψιν, οὔ με παρέβα φά-
705σμα μελανόπτερον,
ἃν ἐσεῖδον ἀμφὶ σ᾽,
ὦ τέκνον, οὐκέτ᾽ ὄντα Διὸς ἐν φάει.
ΧΟ. τίς γάρ νιν ἔκτειν᾽; οἶσθ᾽ ὀνειρόφρων φράσαι;
710ΕΚ. ἐμὸς ἐμὸς ξένος, Θρῄκιος ἱππότας,
ἵν᾽ ὁ γέρων πατὴρ ἔθετό νιν κρύψας.
ΧΟ. οἴμοι, τί λέξεις; χρυσὸν ὡς ἔχοι κτανών;
ΕΚ. ἄρρητ᾽ ἀνωνόμαστα, θαυμάτων πέρα,
715οὐχ ὅσι᾽ οὐδ᾽ ἀνεκτά. ποῦ δίκα ξένων;
ὦ κατάρατ᾽ ἀνδρῶν, ὡς διεμοιράσω
χρόα, σιδαρέῳ τεμὼν φασγάνῳ
720μέλεα τοῦδε παιδὸς οὐδ᾽ ᾠκτίσω.
ΧΟ. ὦ τλῆμον, ὥς σε πολυπονωτάτην βροτῶν
δαίμων ἔθηκεν ὅστις ἐστί σοι βαρύς.
ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τοῦδε δεσπότου δέμας
725Ἀγαμέμνονος, τοὐνθένδε σιγῶμεν, φίλαι.


ΕΚΑΒΗ
Αλί, βλέπω τον γιο μου πεθαμένο,
τον Πολύδωρο, που ο Θρακιώτης εκείνος
μου τον φύλαε στο σπίτι του· χάθηκα,
η βαριόμοιρη, δεν είναι πια για να ζήσω.
Ω παιδί μου, παιδί μου,
οϊμένα, το μοιρολόγι με πνίγει,
ο ξέφρενος σκοπός, που ένας δαίμονας
του ολέθρου τον σώριασε μέσα μου.
ΒΑΓΙΑ
Δύστυχη, που δεν ήξερες του παιδιού σου τη μοίρα.
ΕΚΑΒΗ
Απίστευτα, δεν τα χωράει ο νους μου
όσα παράξενα θωρώ.
690Οι συμφορές ακολουθούν τις συμφορές.
Ποτέ δεν θά ᾽ρθει για μένα μια μέρα
χωρίς δάκρυα, χωρίς στεναγμούς.
ΧΟΡΟΣ
Φοβερά είναι τα πάθια μας, δύστυχη.
ΕΚΑΒΗ
Ω παιδί μου, παιδί βαριόμοιρης μάνας,
ποιό ριζικό σε σκότωσε;
ποιός θάνατος σε βρήκε;
ποιός κακούργος το μπόρεσε;
ΒΑΓΙΑ
Δεν το ξέρω. Τον βρήκα στο ακρογιάλι.
ΕΚΑΒΗ
Απ᾽ το κύμα βγαλμένον στη στρωτή αμμουδιά,
700ή από κοντάρι φονικό πεσμένον;
ΒΑΓΙΑ
Η φουσκοθαλασσιά τον είχε βγάλει.
ΕΚΑΒΗ
Οϊμένα, τώρα την ξηγώ
την υπνοφαντασιά μου·
κι ο ίσκιος ο μαυρόφτερος,
που είδα για σε, παιδί μου,
δεν βγήκε ψέμα, αφού το φως
τ᾽ ουρανού, τώρα πια, δεν θωρείς.
ΧΟΡΟΣ
Ποιός τον εσκότωσε, σου ᾽χει πει τ᾽ όνειρό σου;
ΕΚΑΒΗ
Φίλος μας, φίλος μας, ο αλογολάτης
710Θρακιώτης το ᾽πραξε· σ᾽ αυτόν ο γέρος
γονιός τον είχε μπιστευτεί, να τον φυλάξει.
ΧΟΡΟΣ
Τί θες να πεις; Για το χρυσάφι τον αφάνισε;
ΕΚΑΒΗ
Πώς να τα πεις τ᾽ ανείπωτα;
Πώς να ιστορήσεις όσα
δεν βάζει ο νους; το κρίμα
το αβάσταχτο; Και πού ᾽ναι ο ιερός
ο νόμος, που τους ξένους προστατεύει;
Άντρα καταραμένε, πώς το μπόρεσες
τη σάρκα ενός παιδιού να μακελέψεις
με σίδερο, ούτε λίγο σπλάχνος
720δεν είχες μέσα σου;
ΧΟΡΟΣ
Δόλια, κάποιος θεός, σκληρός μαζί σου,
σου φύλαε τόσα πάθη, που άλλος άνθρωπος
δεν γνώρισε.
Όμως, ας κλείσουμε το στόμα,
φίλες μου, βλέπω τον αφέντη τον Αγαμέμνονα.