ΥΠΗ. Τα ξέρω αυτά, μα στην περίστασή μας
χαρές και ξεφαντώματα δεν πάνε.
ΗΡΑ. Μια ξένη έχει πεθάνει· τόσο πένθος!
Εδώ οι αφέντες του σπιτιού σας ζούνε.
ΥΠΗ. Ζουν; Του σπιτιού τη συμφορά δεν ξέρεις;
ΗΡΑ. Αν ψέματα δε μου ᾽πε ο βασιλιάς σας…
ΥΠΗ. Α, στη φιλοξενία το παρακάνει.
810ΗΡΑ. Για μια ξένη νεκρή να μ᾽ αψηφήσει;
ΥΠΗ. Πολύ δική του μάλιστα· τί ξένη;
ΗΡΑ. Πώς! Καμιά συμφορά και δε μου το ᾽πε;
ΥΠΗ. Πήγαινε στο καλό· για μας η θλίψη.
ΗΡΑ. Ο λόγος σου δε δείχνει ξένο πένθος.
ΥΠΗ. Θα με πείραζε, αλλιώς, που διασκεδάζεις;
ΗΡΑ. Άπρεπα ο φίλος φέρθηκε σε μένα;
ΥΠΗ. Για υποδοχή δεν είναι τούτη η μέρα.
Έχουμε πένθος· βλέπεις μαύρα ρούχα,
μαλλιά κομμένα. ΗΡΑ. Ποιός έχει πεθάνει;
820Κανένα του παιδί; Ο πατέρας του ίσως;
ΥΠΗ. Ξένε, η γυναίκα του Άδμητου· ναι, εκείνη.
ΗΡΑ. Και με φιλοξενούσατε εδώ μέσα;
ΥΠΗ. Ντρεπόταν απ᾽ το σπίτι να σε διώξει.
ΗΡΑ. Δύστυχε, τί συντρόφισσα έχεις χάσει!
ΥΠΗ. Χαθήκαμε όλοι, κι όχι μόνο εκείνη.
ΗΡΑ. Την όψη του όταν είδα, τα κομμένα
μαλλιά του και τα μάτια του όλο δάκρυα,
σα να το ᾽νιωσα, μ᾽ έπεισε όμως όταν
μου ᾽πε πως ξένη πήγαινε να θάψει.
Ανόρεχτα αυτήν πέρασα την πόρτα
830κι έπινα μες στο σπίτι ανθρώπου τόσο
φιλόξενου, που η μοίρα είχε χτυπήσει.
Και τρωγοπίνω! Και φορώ στεφάνι!
Πετά το στεφάνι και το ποτήρι.
Μα φταις κι εσύ· να μη μου πεις μια λέξη
για τέτοια συμφορά! Και πού να τρέξω
να τον βρω; Πού τη θάβει; ΥΠΗ. Έξω απ᾽ την πόλη,
στης Λάρισας το δρόμο ολόισα πάνω,
πελεκητό ένα μνήμα θ᾽ αντικρίσεις.
ΗΡΑ., αφού ο υπηρέτης γύρισε μέσα στο παλάτι.
Πολύπαθη καρδιά μου εσύ, κι ω χέρι,
τώρα δείξτε τί γιο η Τιρύνθια Αλκμήνη,
η κόρη του Ηλεκτρύονα, έχει κάμει
840από το Δία. Την Άλκηστη εγώ πρέπει
να σώσω κι εδώ πίσω να τη φέρω,
τη χάρη αυτή στον Άδμητο να κάμω.
Καρτέρι πάω στο Θάνατο να στήσω,
το μαυροφόρο κύριο των νεκρών·
θαρρώ πως θα τον βρω κοντά στον τάφο,
αίμα απ᾽ τα σφάγια να ρουφά. Αν χιμώντας
από κρυψώνα τον τσακώσω, κι έτσι
τον σφίξω μες στα χέρια μου, κανένας
δε μου τον παίρνει· απ᾽ των πλευρών τον πόνο
θ᾽ αναγκαστεί να μου τη δώσει πίσω.
850Αν σ᾽ αυτό δεν πετύχω, αν δε ζυγώσει
αίμα να πιει, στ᾽ ανήλιαγα παλάτια
της Κόρης και του Πλούτωνα θα πάω
να τη ζητήσω· κι είμαι βέβαιος ότι
την Άλκηστη εδώ πάνω θα τη φέρω
να τη δώσω στα χέρια αυτού του φίλου,
που, ενώ τον είχε βρει κακό μεγάλο,
δε μ᾽ έδιωξε, με δέχτηκε από σέβας
σ᾽ εμένα, γενναιόψυχα σιωπώντας.
Στη Θεσσαλία και σ᾽ όλη την Ελλάδα
είν᾽ άλλος πιο φιλόξενος; Κανένας.
Ώστε ας μη λέει πως σ᾽ έναν τιποτένιο
860έκαμε το καλό η γενναία καρδιά του.
|