Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τρῳάδες (860-894)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ Γ

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
860 ὦ καλλιφεγγὲς ἡλίου σέλας τόδε,
ἐν ᾧ δάμαρτα τὴν ἐμὴν χειρώσομαι
Ἑλένην· ὁ γὰρ δὴ πολλὰ μοχθήσας ἐγὼ
Μενέλαός εἰμι καὶ στράτευμ᾽ Ἀχαιικόν.
ἦλθον δὲ Τροίαν οὐχ ὅσον δοκοῦσί με
865 γυναικὸς οὕνεκ᾽, ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἄνδρ᾽ ὃς ἐξ ἐμῶν
δόμων δάμαρτα ξεναπάτης ἐλῄσατο.
κεῖνος μὲν οὖν δέδωκε σὺν θεοῖς δίκην
αὐτός τε καὶ γῆ δορὶ πεσοῦσ᾽ Ἑλληνικῷ.
ἥκω δὲ τὴν Λάκαιναν —οὐ γὰρ ἡδέως
870 ὄνομα δάμαρτος ἥ ποτ᾽ ἦν ἐμὴ λέγω—
ἄξων· δόμοις γὰρ τοῖσδ᾽ ἐν αἰχμαλωτικοῖς
κατηρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα.
οἵπερ γὰρ αὐτὴν ἐξεμόχθησαν δορί,
κτανεῖν ἐμοί νιν ἔδοσαν, εἴτε μὴ κτανὼν
875 θέλοιμ᾽ ἄγεσθαι πάλιν ἐς Ἀργείαν χθόνα.
ἐμοὶ δ᾽ ἔδοξε τὸν μὲν ἐν Τροίᾳ μόρον
Ἑλένης ἐᾶσαι, ναυπόρῳ δ᾽ ἄγειν πλάτῃ
Ἑλληνίδ᾽ ἐς γῆν κᾆτ᾽ ἐκεῖ δοῦναι κτανεῖν,
ποινὰς ὅσοις τεθνᾶσ᾽ ἐν Ἰλίῳ φίλοι.
880 ἀλλ᾽ εἶα χωρεῖτ᾽ ἐς δόμους, ὀπάονες,
κομίζετ᾽ αὐτὴν τῆς μιαιφονωτάτης
κόμης ἐπισπάσαντες· οὔριοι δ᾽ ὅταν
πνοαὶ μόλωσι, πέμψομέν νιν Ἑλλάδα.
ΕΚ. ὦ γῆς ὄχημα κἀπὶ γῆς ἔχων ἕδραν,
885 ὅστις ποτ᾽ εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι,
Ζεύς, εἴτ᾽ ἀνάγκη φύσεος εἴτε νοῦς βροτῶν,
προσηυξάμην σε· πάντα γὰρ δι᾽ ἀψόφου
βαίνων κελεύθου κατὰ δίκην τὰ θνήτ᾽ ἄγεις.
ΜΕ. τί δ᾽ ἔστιν; εὐχὰς ὡς ἐκαίνισας θεῶν.
890ΕΚ. αἰνῶ σε, Μενέλα᾽, εἰ κτενεῖς δάμαρτα σήν.
ὁρῶν δὲ τήνδε φεῦγε, μή σ᾽ ἕλῃ πόθῳ.
αἱρεῖ γὰρ ἀνδρῶν ὄμματ᾽, ἐξαιρεῖ πόλεις,
πίμπρησι δ᾽ οἴκους· ὧδ᾽ ἔχει κηλήματα.
ἐγώ νιν οἷδα καὶ σὺ χοἰ πεπονθότες.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΡΙΤΟ

Έρχεται από το στρατόπεδο ο Μενέλαος· τον ακολουθούν δορυφόροι.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
860Ω με τί λάμψη φέγγεις σήμερα, ήλιε,
που αφέντης της γυναίκας μου θα γίνω!
Είμαι ο Μενέλαος, που πολλά έχω πάθει,
κι όλος ο αχαϊκός στρατός μαζί μου.
Δεν ήρθα εδώ στην Τροία για μια γυναίκα,
σαν που νομίζουν· ήρθα να χτυπήσω
τον άντρα που ασεβώντας στην ξενία
μου άρπαξε τη γυναίκ᾽ από το σπίτι.
Αυτός μαζί κι η χώρα του έχουν λάβει
απ᾽ τους θεούς τη δίκια τιμωρία·
το ελληνικό τη ρήμαξε κοντάρι.
Τώρα τη Λάκαινα ήρθα δω να πάρω
—τ᾽ όνομα εκείνης που γυναίκα μου ήταν
870κάποτε δε μ᾽ αρέσει να το λέω —·
μαζί με τις Τρωαδίτισσες την έχουν
μες στα καλύβια εδώ των αιχμαλώτων.
Αυτοί που πολεμήσαν να την πάρουν
μου τη δώσαν και μου ᾽παν: σκότωσέ την
ή πάλι, αν θέλεις, πάρ᾽ την πίσω στο Άργος.
Δε θα τη θανατώσω εδώ στην Τροία·
απόφαση έχω, με το πλοίο μου νά ᾽ρθει
η Ελένη στην Ελλάδα· εκεί τη δίνω
να τη σφάξουν αυτοί πὄχουν να παίρνουν
αίμα δικών τους, στο Ίλιο εδώ χυμένο.
880Μπρος, δούλοι, στην καλύβα· αδράχτε τήνε
απ᾽ τα καταραμένα τα μαλλιά της,
σύρτε την έξω, και, όταν πάρει πρίμος
αέρας, θα την πάμε στην Ελλάδα.
ΕΚΑ., ενώ ανασηκώνεται αργά αργά.
Βάθρο της γης, που η ίδια και έδρα σου είναι,
δυσκολομάντευτο αίνιγμα εσύ Δία,
ό,τι και να ᾽σαι, αλύγιστος της φύσης
νόμος ή νους θνητών, σε προσκυνώ·
γιατί ένα δρόμο αθόρυβο ακλουθώντας
τ᾽ ανθρώπινα όλα δίκια εσύ ρυθμίζεις.
ΜΕΝ. Τί προσευχή πρωτότυπη! Τί τρέχει;
890ΕΚΑ. Αξιέπαινη η βουλή σου να σκοτώσεις,
Μενέλαε, τη γυναίκα σου· μα φύγε
από μπροστά της, μήπως σε κυριέψει
ο πόθος της, γιατί έχει τέτοια μάγια,
ώστε τα μάτια των αντρών σκλαβώνει,
καίει τα σπίτια και ρημάζει πολιτείες.
Κι εγώ κι εσύ κι όσοι παθοί την ξέρουν.
Από μια καλύβα βγαίνει η Ελένη, καλοντυμένη και καλοσυγυρισμένη· τη συνοδεύουν οι στρατιώτες που είχαν πάει να τη φέρουν.