[29.1] Κατά την επιστροφή του από την Αίγυπτο στη Φοινίκη πρόσφερε θυσίες στους θεούς και διοργάνωνε πομπές και αγώνες κυκλικών χορών και τραγωδιών, που έγιναν λαμπροί όχι μόνο από την άποψη των προετοιμασιών αλλά και της άμιλλας. [29.2] Γιατί χορηγοί ήταν οι Βασιλείς των Κυπρίων, όπως ακριβώς στην Αθήνα αυτοί που κληρώνονταν από τις φυλές και διαγωνίζονταν μεταξύ τους με θαυμαστή φιλοδοξία. [29.3] Διαγωνίστηκαν κυρίως ο Νικοκρέων από τη Σαλαμίνα και ο Πασικράτης από τους Σόλους. Γιατί αυτοί είχαν πληρωθεί ως χορηγοί των πιο φημισμένων υποκριτών, ο Πασικράτης του Αθηνόδωρου και ο Νικοκρέων του Θεσσαλού, για τον οποίο είχε δείξει ενδιαφέρον και ο ίδιος ο Αλέξανδρος. [29.4] Δεν φανέρωσε όμως το ενδιαφέρον του πιο μπροστά, παρά όταν η ψηφοφορία ανέδειξε νικητή τον Αθηνόδωρο. Τότε, καθώς φαίνεται, φεύγοντας είπε ότι επαινεί τους κριτές, αλλά θα θυσίαζε ευχαρίστως ένα μέρος της βασιλείας του, προκειμένου να μη δει νικημένο τον Θεσσαλό. [29.5] Αλλά όταν ο Αθηνόδωρος τιμωρήθηκε με πρόστιμο από τους Αθηναίους, επειδή δεν παρευρέθηκε στους δραματικούς αγώνες στα Διονύσια, και ζητούσε από τον βασιλιά να γράψει επιστολή γι᾽ αυτό, δεν ικανοποίησε βέβαια αυτό το αίτημά του, έστειλε όμως τα χρήματα για το πρόστιμο ο ίδιος. [29.6] Όταν ο Λύκων από τη Σκάρφεια, πετυχημένος στο θέατρο, πρόσθεσε σε μια κωμωδία στίχο με αίτηση για δέκα τάλαντα, γέλασε και τα έδωσε. [29.7] Όταν ο Δαρείος του έστειλε επιστολή και φίλους να τον παρακαλέσουν να πάρει δέκα χιλιάδες τάλαντα για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και να είναι φίλος και σύμμαχός του, κρατώντας όλη την περιοχή εντός του Ευφράτη και παίρνοντας γυναίκα μια κόρη του, το ανακοίνωσε στους φίλους του. [29.8] Όταν ο Παρμενίων του είπε: «εγώ, αν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα έπαιρνα αυτά», ο Αλέξανδρος του απάντησε: «και εγώ, μα τον Δία, αν ήμουν ο Παρμενίων». [29.9] Στον Δαρείο, εξάλλου, έγραψε ότι, αν ερχόταν σ᾽ αυτόν, θα εύρισκε κάθε λογής φιλανθρωπία, ειδεμή, θα βάδιζε ο ίδιος εναντίον του. [30.1] Γρήγορα όμως μετάνιωσε, όταν η γυναίκα του Δαρείου πέθανε στη γέννα. Η στενοχώρια του ήταν ολοφάνερη, αφού δεν είχε τη δυνατότητα να δείξει αρκετά την καλοσύνη του. Έθαψε λοιπόν τη γυναίκα χωρίς να λογαριάσει καθόλου τα έξοδα. [30.2] Κάποιος από τους ευνούχους θαλαμηπόλους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι μαζί με τις γυναίκες, Τίρεως στο όνομα, είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο και, φτάνοντας με άλογο στον Δαρείο, του ανακοίνωσε τον θάνατο της γυναίκας του. [30.3] Εκείνος, χτυπώντας το κεφάλι του και κλαίγοντας με λυγμούς, είπε: «αλίμονο στην κακή μοίρα των Περσών, που ήταν ανάγκη η γυναίκα και αδερφή του βασιλιά όχι μόνο να πιαστεί αιχμάλωτη όσο ζούσε, αλλά και πεθαμένη να μην τύχει ταφής βασιλικής». [30.4] Παίρνοντας το λόγο ο θαλαμηπόλος είπε: «βασιλιά, δεν έχεις κανένα λόγο να κατηγορήσεις την κακή μοίρα των Περσών για την ταφή και για απόδοση κάθε πρέπουσας τιμής. [30.5] Γιατί ούτε από τη δέσποινα Στάτειρα, όσο ζούσε, ούτε από τη μητέρα και τα παιδιά σου έλειψε κάποιο από τα πριν αγαθά και τα καλά εκτός από το να μη βλέπουν τη δική σου δόξα, που μακάρι να της δώσει ξανά μεγάλη λάμψη ο κυρίαρχος Ωρομάσδης, ούτε και νεκρή έχει στερηθεί κάποια τιμή· απεναντίας, έχει τιμηθεί ακόμη και με δάκρυα των εχθρών. [30.6] Γιατί, όσο φοβερός είναι ο Αλέξανδρος στη μάχη τόσο καλός είναι όταν επικρατήσει». [30.7] Σαν άκουσε αυτά ο Δαρείος, η ταραχή και το πάθος του τον παρέσυραν σε παράλογες υποψίες· γι᾽ αυτό, τραβώντας τον ευνούχο μέσα στη σκηνή, του είπε: [30.8] «αν δεν υπηρετείς και εσύ τα συμφέροντα των Μακεδόνων, όπως η τύχη των Περσών, αλλά εγώ είμαι ακόμη ο αφέντης σου, ο Δαρείος, πες μου, σεβόμενος το μεγάλο φως του Μίθρα και το δεξί βασιλικό χέρι, μήπως άραγε κλαίω για τις μικρότερες συμφορές της Στάτειρας, ενώ παθαίναμε χειρότερα όσο ζούσε, και θα ήμασταν πιο αξιοπρεπείς στη δυστυχία μας, αν πέφταμε πάνω σε έναν ωμό και απάνθρωπο εχθρό; [30.9] Γιατί, ποια αξιοπρεπή σχέση μπορεί να έχει ένας νέος άνδρας με τη γυναίκα του εχθρού του, ώστε να οδηγεί σε μια τόσο μεγάλη τιμή;» [30.10] Και ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, ο Τίρεως πέφτοντας στα πόδια του τον ικέτευε να προσέχει τα λόγια του και μήτε τον Αλέξανδρο να αδικεί μήτε να ντροπιάζει τη νεκρή αδερφή και γυναίκα του μήτε να αφαιρεί από τον εαυτό του τη μεγαλύτερη παρηγοριά για όσα είχε πάθει, τη γνώμη που είχε ότι ηττήθηκε από έναν άνδρα ανώτερο από την ανθρώπινη φύση, αλλά και να θαυμάζει τον Αλέξανδρο, που είχε δείξει μεγαλύτερη σωφροσύνη προς τις γυναίκες των Περσών από όσην ανδρεία προς τους ίδιους του Πέρσες ως μαχητές. [30.11] Συγχρόνως, καθώς ο θαλαμηπόλος έπαιρνε φοβερούς όρκους γι᾽ αυτά και μιλούσε γενικά για την αυτοσυγκράτηση και το μεγαλείο της ψυχής του Αλέξανδρου, ο Δαρείος, αφού βγήκε έξω προς τους συντρόφους του και σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, προσευχήθηκε: [30.12] «θεοί γενέθλιοι και θεοί του βασιλείου μου, είθε να με αξιώσετε να βάλω πάλι την αρχή μου σε σταθερές βάσεις και να την πάρω πίσω με όσα αγαθά την είχα δεχτεί, προκειμένου να νικήσω και να ανταποδώσω στον Αλέξανδρο τις χάρες που μου έκανε, όταν έχασα τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα. [30.13] Αλλ᾽, αν τυχόν έχει έρθει ο ορισμένος από τη μοίρα χρόνος να λήξει η βασιλεία των Περσών λόγω θείας τιμωρίας και μεταβολής, ας μην καθίσει στον θρόνο του Κύρου κανένας άλλος άνθρωπος εκτός από τον Αλέξανδρο». [30.14] Έτσι γράφουν ότι έγιναν και ειπώθηκαν αυτά οι περισσότεροι συγγραφείς.
|