Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (29.1-30.14)


[29.1] Εἰς δὲ Φοινίκην ἐπανελθὼν ἐξ Αἰγύπτου, θυσίας τοῖς θεοῖς καὶ πομπὰς ἐπετέλει καὶ χορῶν [ἐγ]κυκλίων καὶ τραγικῶν ἀγῶνας, οὐ μόνον ταῖς παρασκευαῖς, ἀλλὰ καὶ ταῖς ἁμίλλαις λαμπροὺς γενομένους. [29.2] ἐχορήγουν γὰρ οἱ βασιλεῖς τῶν Κυπρίων, ὥσπερ Ἀθήνησιν οἱ κληρούμενοι κατὰ φυλάς, καὶ ἠγωνίζοντο θαυμαστῇ φιλοτιμίᾳ πρὸς ἀλλήλους. [29.3] μάλιστα δὲ Νικοκρέων ὁ Σαλαμίνιος καὶ Πασικράτης ὁ Σόλιος διεφιλονίκησαν. οὗτοι γὰρ ἔλαχον τοῖς ἐνδοξοτάτοις ὑποκριταῖς χορηγεῖν, Πασικράτης μὲν Ἀθηνοδώρῳ, Νικοκρέων δὲ Θεσσαλῷ, περὶ ὃν ἐσπουδάκει καὶ αὐτὸς Ἀλέξανδρος. [29.4] οὐ μὴν διέφηνε τὴν σπουδὴν πρότερον ἢ ταῖς ψήφοις ἀναγορευθῆναι νικῶντα τὸν Ἀθηνόδωρον. τότε δ᾽ ὡς ἔοικεν ἀπιὼν ἔφη τοὺς μὲν κριτὰς ἐπαινεῖν, αὐτὸς μέντοι μέρος ἂν ἡδέως προέσθαι τῆς βασιλείας ἐπὶ τῷ μὴ Θεσσαλὸν ἰδεῖν νενικημένον. [29.5] ἐπεὶ δ᾽ Ἀθηνόδωρος ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ζημιωθείς, ὅτι πρὸς τὸν ἀγῶνα τῶν Διονυσίων οὐκ ἀπήντησεν, ἠξίου γράψαι περὶ αὐτοῦ τὸν βασιλέα, τοῦτο μὲν οὐκ ἐποίησε, τὴν δὲ ζημίαν ἀπέστειλε παρ᾽ ἑαυτοῦ. [29.6] Λύκωνος δὲ τοῦ Σκαρφέως εὐημεροῦντος ἐν τῷ θεάτρῳ καὶ στίχον εἰς τὴν κωμῳδίαν ἐμβαλόντος αἴτησιν περιέχοντα δέκα ταλάντων, γελάσας ἔδωκε.
[29.7] Δαρείου δὲ πέμψαντος ἐπιστολὴν πρὸς αὐτὸν καὶ φίλους δεομένους, μύρια μὲν ὑπὲρ τῶν ἑαλωκότων λαβεῖν τάλαντα, τὴν δ᾽ ἐντὸς Εὐφράτου πᾶσαν ἔχοντα καὶ γήμαντα μίαν τῶν θυγατέρων φίλον εἶναι καὶ σύμμαχον, ἐκοινοῦτο τοῖς ἑταίροις· [29.8] καὶ Παρμενίωνος εἰπόντος «ἐγὼ μὲν εἰ Ἀλέξανδρος ἤμην, ἔλαβον ἂν ταῦτα,» «κἀγὼ νὴ Δία» εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος, «εἰ Παρμενίων». [29.9] πρὸς δὲ τὸν Δαρεῖον ἔγραψεν, ὡς οὐδενὸς ἀτυχήσει τῶν φιλανθρώπων ἐλθὼν πρὸς αὐτόν, εἰ δὲ μή, αὐτὸς ἐπ᾽ ἐκεῖνον ἤδη πορεύσεσθαι.
[30.1] Ταχὺ μέντοι μετεμελήθη, τῆς Δαρείου γυναικὸς ἀποθανούσης ἐν ὠδῖσι, καὶ φανερὸς ἦν ἀνιώμενος ὡς ἐπίδειξιν οὐ μικρὰν ἀφῃρημένος χρηστότητος. ἔθαψεν οὖν τὴν ἄνθρωπον οὐδεμιᾶς πολυτελείας φειδόμενος. [30.2] τῶν δὲ θαλαμηπόλων τις εὐνούχων, οἳ συνεαλώκεισαν ταῖς γυναιξίν, ἀποδρὰς ἐκ τοῦ στρατοπέδου καὶ πρὸς Δαρεῖον ἀφιππασάμενος, Τίρεως ὄνομα, φράζει τὸν θάνατον αὐτῷ τῆς γυναικός. [30.3] ὡς δὲ πληξάμενος τὴν κεφαλὴν καὶ ἀνακλαύσας «φεῦ τοῦ Περσῶν» ἔφη «δαίμονος, εἰ ‹δεῖ› τὴν βασιλέως γυναῖκα καὶ ἀδελφὴν οὐ μόνον αἰχμάλωτον γενέσθαι ζῶσαν, ἀλλὰ καὶ τελευτήσασαν ἄμοιρον κεῖσθαι ταφῆς βασιλικῆς,» [30.4] ὑπολαβὼν ὁ θαλαμηπόλος «ἀλλὰ ταφῆς γε χάριν» εἶπεν «ὦ βασιλεῦ, καὶ τιμῆς ἁπάσης καὶ τοῦ πρέποντος οὐδὲν ἔχεις αἰτιάσασθαι τὸν πονηρὸν δαίμονα Περσῶν. [30.5] οὔτε γὰρ ζώσῃ τῇ δεσποίνῃ Στατείρᾳ καὶ μητρὶ σῇ καὶ τέκνοις ‹οὐδὲν› ἐνέδει τῶν πρόσθεν ἀγαθῶν καὶ καλῶν ἢ τὸ σὸν ὁρᾶν φῶς, ὃ πάλιν ἀναλάμψειε λαμπρὸν ὁ κύριος Ὠρομάσδης, οὔτ᾽ ἀποθανοῦσα κόσμου τινὸς ἄμοιρος γέγονεν, ἀλλὰ καὶ πολεμίων τετίμηται δάκρυσιν. [30.6] οὕτω γάρ ἐστι χρηστὸς κρατήσας Ἀλέξανδρος ὡς δεινὸς μαχόμενος». [30.7] ταῦτ᾽ ἀκούσαντα Δαρεῖον ἡ ταραχὴ καὶ τὸ πάθος ἐξέφερε πρὸς ὑποψίας ἀτόπους, καὶ τὸν εὐνοῦχον ἐνδοτέρω τῆς σκηνῆς ἀπαγαγών, [30.8] «εἰ μὴ καὶ σὺ μετὰ τῆς Περσῶν» ἔφη «τύχης μακεδονίζεις, ἀλλ᾽ ἔτι σοι δεσπότης ἐγὼ Δαρεῖος, εἰπέ μοι σεβόμενος Μίθρου τε φῶς μέγα καὶ δεξιὰν βασίλειον, ἆρα μὴ τὰ μικρότατα τῶν Στατείρας κλαίω κακῶν, οἰκτρότερα δὲ ζώσης ἐπάσχομεν, καὶ μᾶλλον ἂν κατ᾽ ἀξίαν ἐδυστυχοῦμεν ὠμῷ καὶ σκυθρωπῷ περιπεσόντες ἐχθρῷ; [30.9] τί γὰρ εὐπρεπὲς ἀνδρὶ νέῳ πρὸς ἐχθροῦ γυναῖκα μέχρι τιμῆς τοσαύτης συμβόλαιον;» [30.10] ἔτι λέγοντος αὐτοῦ καταβαλὼν ἐπὶ τοὺς πόδας Τίρεως αὑτὸν ἱκέτευεν εὐφημεῖν, καὶ μήτ᾽ Ἀλέξανδρον ἀδικεῖν, μήτε τὴν τεθνεῶσαν ἀδελφὴν καὶ γυναῖκα καταισχύνειν, μήθ᾽ αὑτοῦ τὴν μεγίστην ὧν ἔπταικεν ἀφαιρεῖσθαι παραμυθίαν, τὸ δοκεῖν ὑπ᾽ ἀνδρὸς ἡττῆσθαι κρείττονος ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ἀλλὰ καὶ θαυμάζειν Ἀλέξανδρον, ὡς πλείονα ταῖς Περσῶν γυναιξὶ σωφροσύνην ἢ Πέρσαις ἀνδρείαν ἐπιδεδειγμένον. [30.11] ἅμα δ᾽ ὅρκους τε φρικώδεις τοῦ θαλαμηπόλου κινοῦντος ὑπὲρ τούτων, καὶ περὶ τῆς ἄλλης ἐγκρατείας καὶ μεγαλοψυχίας τῆς Ἀλεξάνδρου λέγοντος, ἐξελθὼν πρὸς τοὺς ἑταίρους ὁ Δαρεῖος, καὶ ‹τὰς› χεῖρας ἀνατείνας πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐπεύξατο· [30.12] «θεοὶ γενέθλιοι καὶ βασίλειοι, μάλιστα μὲν ἐμοὶ διδοίητε τὴν Περσῶν ἀρχὴν εἰς ὀρθὸν αὖθις σταθεῖσαν ἐφ᾽ οἷς ἐδεξάμην ἀγαθοῖς ἀπολαβεῖν, ἵνα κρατήσας ἀμείψωμαι τὰς Ἀλεξάνδρου χάριτας, ὧν εἰς τὰ φίλτατα πταίσας ἔτυχον· [30.13] εἰ δ᾽ ἄρα τις οὗτος εἱμαρτὸς ἥκει χρόνος, ὀφειλόμενος νεμέσει καὶ μεταβολῇ, παύσασθαι τὰ Περσῶν, μηδεὶς ἄλλος ἀνθρώπων καθίσειεν εἰς τὸν Κύρου θρόνον πλὴν Ἀλεξάνδρου». [30.14] ταῦτα μὲν οὕτω γενέσθαι τε καὶ λεχθῆναί φασιν οἱ πλεῖστοι τῶν συγγραφέων.


[29.1] Κατά την επιστροφή του από την Αίγυπτο στη Φοινίκη πρόσφερε θυσίες στους θεούς και διοργάνωνε πομπές και αγώνες κυκλικών χορών και τραγωδιών, που έγιναν λαμπροί όχι μόνο από την άποψη των προετοιμασιών αλλά και της άμιλλας. [29.2] Γιατί χορηγοί ήταν οι Βασιλείς των Κυπρίων, όπως ακριβώς στην Αθήνα αυτοί που κληρώνονταν από τις φυλές και διαγωνίζονταν μεταξύ τους με θαυμαστή φιλοδοξία. [29.3] Διαγωνίστηκαν κυρίως ο Νικοκρέων από τη Σαλαμίνα και ο Πασικράτης από τους Σόλους. Γιατί αυτοί είχαν πληρωθεί ως χορηγοί των πιο φημισμένων υποκριτών, ο Πασικράτης του Αθηνόδωρου και ο Νικοκρέων του Θεσσαλού, για τον οποίο είχε δείξει ενδιαφέρον και ο ίδιος ο Αλέξανδρος. [29.4] Δεν φανέρωσε όμως το ενδιαφέρον του πιο μπροστά, παρά όταν η ψηφοφορία ανέδειξε νικητή τον Αθηνόδωρο. Τότε, καθώς φαίνεται, φεύγοντας είπε ότι επαινεί τους κριτές, αλλά θα θυσίαζε ευχαρίστως ένα μέρος της βασιλείας του, προκειμένου να μη δει νικημένο τον Θεσσαλό. [29.5] Αλλά όταν ο Αθηνόδωρος τιμωρήθηκε με πρόστιμο από τους Αθηναίους, επειδή δεν παρευρέθηκε στους δραματικούς αγώνες στα Διονύσια, και ζητούσε από τον βασιλιά να γράψει επιστολή γι᾽ αυτό, δεν ικανοποίησε βέβαια αυτό το αίτημά του, έστειλε όμως τα χρήματα για το πρόστιμο ο ίδιος. [29.6] Όταν ο Λύκων από τη Σκάρφεια, πετυχημένος στο θέατρο, πρόσθεσε σε μια κωμωδία στίχο με αίτηση για δέκα τάλαντα, γέλασε και τα έδωσε. [29.7] Όταν ο Δαρείος του έστειλε επιστολή και φίλους να τον παρακαλέσουν να πάρει δέκα χιλιάδες τάλαντα για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και να είναι φίλος και σύμμαχός του, κρατώντας όλη την περιοχή εντός του Ευφράτη και παίρνοντας γυναίκα μια κόρη του, το ανακοίνωσε στους φίλους του. [29.8] Όταν ο Παρμενίων του είπε: «εγώ, αν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα έπαιρνα αυτά», ο Αλέξανδρος του απάντησε: «και εγώ, μα τον Δία, αν ήμουν ο Παρμενίων». [29.9] Στον Δαρείο, εξάλλου, έγραψε ότι, αν ερχόταν σ᾽ αυτόν, θα εύρισκε κάθε λογής φιλανθρωπία, ειδεμή, θα βάδιζε ο ίδιος εναντίον του.
[30.1] Γρήγορα όμως μετάνιωσε, όταν η γυναίκα του Δαρείου πέθανε στη γέννα. Η στενοχώρια του ήταν ολοφάνερη, αφού δεν είχε τη δυνατότητα να δείξει αρκετά την καλοσύνη του. Έθαψε λοιπόν τη γυναίκα χωρίς να λογαριάσει καθόλου τα έξοδα. [30.2] Κάποιος από τους ευνούχους θαλαμηπόλους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι μαζί με τις γυναίκες, Τίρεως στο όνομα, είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο και, φτάνοντας με άλογο στον Δαρείο, του ανακοίνωσε τον θάνατο της γυναίκας του. [30.3] Εκείνος, χτυπώντας το κεφάλι του και κλαίγοντας με λυγμούς, είπε: «αλίμονο στην κακή μοίρα των Περσών, που ήταν ανάγκη η γυναίκα και αδερφή του βασιλιά όχι μόνο να πιαστεί αιχμάλωτη όσο ζούσε, αλλά και πεθαμένη να μην τύχει ταφής βασιλικής». [30.4] Παίρνοντας το λόγο ο θαλαμηπόλος είπε: «βασιλιά, δεν έχεις κανένα λόγο να κατηγορήσεις την κακή μοίρα των Περσών για την ταφή και για απόδοση κάθε πρέπουσας τιμής. [30.5] Γιατί ούτε από τη δέσποινα Στάτειρα, όσο ζούσε, ούτε από τη μητέρα και τα παιδιά σου έλειψε κάποιο από τα πριν αγαθά και τα καλά εκτός από το να μη βλέπουν τη δική σου δόξα, που μακάρι να της δώσει ξανά μεγάλη λάμψη ο κυρίαρχος Ωρομάσδης, ούτε και νεκρή έχει στερηθεί κάποια τιμή· απεναντίας, έχει τιμηθεί ακόμη και με δάκρυα των εχθρών. [30.6] Γιατί, όσο φοβερός είναι ο Αλέξανδρος στη μάχη τόσο καλός είναι όταν επικρατήσει». [30.7] Σαν άκουσε αυτά ο Δαρείος, η ταραχή και το πάθος του τον παρέσυραν σε παράλογες υποψίες· γι᾽ αυτό, τραβώντας τον ευνούχο μέσα στη σκηνή, του είπε: [30.8] «αν δεν υπηρετείς και εσύ τα συμφέροντα των Μακεδόνων, όπως η τύχη των Περσών, αλλά εγώ είμαι ακόμη ο αφέντης σου, ο Δαρείος, πες μου, σεβόμενος το μεγάλο φως του Μίθρα και το δεξί βασιλικό χέρι, μήπως άραγε κλαίω για τις μικρότερες συμφορές της Στάτειρας, ενώ παθαίναμε χειρότερα όσο ζούσε, και θα ήμασταν πιο αξιοπρεπείς στη δυστυχία μας, αν πέφταμε πάνω σε έναν ωμό και απάνθρωπο εχθρό; [30.9] Γιατί, ποια αξιοπρεπή σχέση μπορεί να έχει ένας νέος άνδρας με τη γυναίκα του εχθρού του, ώστε να οδηγεί σε μια τόσο μεγάλη τιμή;» [30.10] Και ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, ο Τίρεως πέφτοντας στα πόδια του τον ικέτευε να προσέχει τα λόγια του και μήτε τον Αλέξανδρο να αδικεί μήτε να ντροπιάζει τη νεκρή αδερφή και γυναίκα του μήτε να αφαιρεί από τον εαυτό του τη μεγαλύτερη παρηγοριά για όσα είχε πάθει, τη γνώμη που είχε ότι ηττήθηκε από έναν άνδρα ανώτερο από την ανθρώπινη φύση, αλλά και να θαυμάζει τον Αλέξανδρο, που είχε δείξει μεγαλύτερη σωφροσύνη προς τις γυναίκες των Περσών από όσην ανδρεία προς τους ίδιους του Πέρσες ως μαχητές. [30.11] Συγχρόνως, καθώς ο θαλαμηπόλος έπαιρνε φοβερούς όρκους γι᾽ αυτά και μιλούσε γενικά για την αυτοσυγκράτηση και το μεγαλείο της ψυχής του Αλέξανδρου, ο Δαρείος, αφού βγήκε έξω προς τους συντρόφους του και σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, προσευχήθηκε: [30.12] «θεοί γενέθλιοι και θεοί του βασιλείου μου, είθε να με αξιώσετε να βάλω πάλι την αρχή μου σε σταθερές βάσεις και να την πάρω πίσω με όσα αγαθά την είχα δεχτεί, προκειμένου να νικήσω και να ανταποδώσω στον Αλέξανδρο τις χάρες που μου έκανε, όταν έχασα τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα. [30.13] Αλλ᾽, αν τυχόν έχει έρθει ο ορισμένος από τη μοίρα χρόνος να λήξει η βασιλεία των Περσών λόγω θείας τιμωρίας και μεταβολής, ας μην καθίσει στον θρόνο του Κύρου κανένας άλλος άνθρωπος εκτός από τον Αλέξανδρο». [30.14] Έτσι γράφουν ότι έγιναν και ειπώθηκαν αυτά οι περισσότεροι συγγραφείς.