Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (5.35.1-5.37.5)

[5.35.1] Τοῦ δ᾽ αὐτοῦ θέρους καὶ Θυσσὸν τὴν ἐν τῇ Ἄθω Ἀκτῇ Διῆς εἷλον, Ἀθηναίων οὖσαν ξύμμαχον.
[5.35.2] Καὶ τὸ θέρος τοῦτο πᾶν ἐπιμειξίαι μὲν ἦσαν τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις, ὑπώπτευον δὲ ἀλλήλους εὐθὺς μετὰ τὰς σπονδὰς οἵ τε Ἀθηναῖοι καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι κατὰ τὴν τῶν χωρίων ἀλλήλοις οὐκ ἀπόδοσιν. [5.35.3] τὴν γὰρ Ἀμφίπολιν πρότεροι λαχόντες οἱ Λακεδαιμόνιοι ἀποδιδόναι καὶ τἆλλα οὐκ ἀπεδεδώκεσαν, οὐδὲ τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης παρεῖχον ξυμμάχους τὰς σπονδὰς δεχομένους οὐδὲ Βοιωτοὺς οὐδὲ Κορινθίους, λέγοντες αἰεὶ ὡς μετ᾽ Ἀθηναίων τούτους, ἢν μὴ ᾽θέλωσι, κοινῇ ἀναγκάσουσιν· χρόνους τε προύθεντο ἄνευ ξυγγραφῆς ἐν οἷς χρῆν τοὺς μὴ ἐσιόντας ἀμφοτέροις πολεμίους εἶναι. [5.35.4] τούτων οὖν ὁρῶντες οἱ Ἀθηναῖοι οὐδὲν ἔργῳ γιγνόμενον ὑπώπτευον τοὺς Λακεδαιμονίους μηδὲν δίκαιον διανοεῖσθαι, ὥστε οὔτε Πύλον ἀπαιτούντων αὐτῶν ἀπεδίδοσαν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐκ τῆς νήσου δεσμώτας μετεμέλοντο ἀποδεδωκότες, τά τε ἄλλα χωρία εἶχον, μένοντες ἕως σφίσι κἀκεῖνοι ποιήσειαν τὰ εἰρημένα. [5.35.5] Λακεδαιμόνιοι δὲ τὰ μὲν δυνατὰ ἔφασαν πεποιηκέναι· τοὺς γὰρ παρὰ σφίσι δεσμώτας ὄντας Ἀθηναίων ἀποδοῦναι καὶ τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης στρατιώτας ἀπαγαγεῖν καὶ εἴ του ἄλλου ἐγκρατεῖς ἦσαν· Ἀμφιπόλεως δὲ οὐκ ἔφασαν κρατεῖν ὥστε παραδοῦναι, Βοιωτοὺς δὲ πειράσεσθαι καὶ Κορινθίους ἐς τὰς σπονδὰς ἐσαγαγεῖν καὶ Πάνακτον ἀπολαβεῖν καὶ Ἀθηναίων ὅσοι ἦσαν ἐν Βοιωτοῖς αἰχμάλωτοι κομιεῖν. [5.35.6] Πύλον μέντοι ἠξίουν σφίσιν ἀποδοῦναι· εἰ δὲ μή, Μεσσηνίους γε καὶ τοὺς Εἵλωτας ἐξαγαγεῖν, ὥσπερ καὶ αὐτοὶ τοὺς ἀπὸ Θρᾴκης, Ἀθηναίους δὲ φρουρεῖν τὸ χωρίον αὐτούς, εἰ βούλονται. [5.35.7] πολλάκις δὲ καὶ πολλῶν λόγων γενομένων ἐν τῷ θέρει τούτῳ ἔπεισαν τοὺς Ἀθηναίους ὥστε ἐξαγαγεῖν ἐκ Πύλου Μεσσηνίους καὶ τοὺς ἄλλους Εἵλωτάς τε καὶ ὅσοι ηὐτομολήκεσαν ἐκ τῆς Λακωνικῆς· καὶ κατῴκισαν αὐτοὺς ἐν Κρανίοις τῆς Κεφαλληνίας. [5.35.8] τὸ μὲν οὖν θέρος τοῦτο ἡσυχία ἦν καὶ ἔφοδοι παρ᾽ ἀλλήλους.
[5.36.1] Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος (ἔτυχον γὰρ ἔφοροι ἕτεροι καὶ οὐκ ἐφ᾽ ὧν αἱ σπονδαὶ ἐγένοντο ἄρχοντες ἤδη, καί τινες αὐτῶν καὶ ἐναντίοι ‹ταῖς› σπονδαῖς) ἐλθουσῶν πρεσβειῶν ἀπὸ τῆς ξυμμαχίδος καὶ παρόντων Ἀθηναίων καὶ Βοιωτῶν καὶ Κορινθίων καὶ πολλὰ ἐν ἀλλήλοις εἰπόντων καὶ οὐδὲν ξυμβάντων, ὡς ἀπῇσαν ἐπ᾽ οἴκου, τοῖς Βοιωτοῖς καὶ Κορινθίοις Κλεόβουλος καὶ Ξενάρης, οὗτοι οἵπερ τῶν ἐφόρων ἐβούλοντο μάλιστα διαλῦσαι τὰς σπονδάς, λόγους ποιοῦνται ἰδίους, παραινοῦντες ὅτι μάλιστα ταῦτά τε γιγνώσκειν καὶ πειρᾶσθαι Βοιωτούς, Ἀργείων γενομένους πρῶτον αὐτοὺς ξυμμάχους, αὖθις μετὰ Βοιωτῶν Ἀργείους Λακεδαιμονίοις ποιῆσαι ξυμμάχους (οὕτω γὰρ ἥκιστ᾽ ἂν ἀναγκασθῆναι Βοιωτοὺς ἐς τὰς Ἀττικὰς σπονδὰς ἐσελθεῖν· ἑλέσθαι γὰρ Λακεδαιμονίους πρὸ τῆς Ἀθηναίων ἔχθρας καὶ διαλύσεως τῶν σπονδῶν Ἀργείους σφίσι φίλους καὶ ξυμμάχους γενέσθαι· τὸ γὰρ Ἄργος αἰεὶ ἠπίσταντο ἐπιθυμοῦντας τοὺς Λακεδαιμονίους καλῶς σφίσι φίλιον γενέσθαι), ἡγούμενοι τὸν ἔξω Πελοποννήσου πόλεμον ῥᾴω ἂν εἶναι. [5.36.2] τὸ μέντοι Πάνακτον ἐδέοντο Βοιωτοὺς ὅπως παραδώσουσι Λακεδαιμονίοις, ἵνα ἀντ᾽ αὐτοῦ Πύλον, ἢν δύνωνται, ἀπολαβόντες ῥᾷον καθιστῶνται Ἀθηναίοις ἐς πόλεμον. [5.37.1] καὶ οἱ μὲν Βοιωτοὶ καὶ Κορίνθιοι ταῦτα ἐπεσταλμένοι ἀπό τε τοῦ Ξενάρους καὶ Κλεοβούλου καὶ ὅσοι φίλοι ἦσαν αὐτοῖς τῶν Λακεδαιμονίων ὥστε ἀπαγγεῖλαι ἐπὶ τὰ κοινά, ἑκάτεροι ἀνεχώρουν. [5.37.2] Ἀργείων δὲ δύο ἄνδρες τῆς ἀρχῆς τῆς μεγίστης ἐπετήρουν ἀπιόντας αὐτοὺς καθ᾽ ὁδὸν καὶ ξυγγενόμενοι ἐς λόγους ἦλθον, εἴ πως οἱ Βοιωτοὶ σφίσι ξύμμαχοι γένοιντο ὥσπερ Κορίνθιοι καὶ Ἠλεῖοι καὶ Μαντινῆς· νομίζειν γὰρ ἂν τούτου προχωρήσαντος ῥᾳδίως ἤδη καὶ πολεμεῖν καὶ σπένδεσθαι καὶ πρὸς Λακεδαιμονίους, εἰ βούλοιντο, κοινῷ λόγῳ χρωμένους, καὶ εἴ τινα πρὸς ἄλλον δέοι. [5.37.3] τοῖς δὲ τῶν Βοιωτῶν πρέσβεσιν ἀκούουσιν ἤρεσκεν· κατὰ τύχην γὰρ ἐδέοντο τούτων ὧνπερ καὶ οἱ ἐκ τῆς Λακεδαίμονος αὐτοῖς φίλοι ἐπεστάλκεσαν. καὶ οἱ τῶν Ἀργείων ἄνδρες ὡς ᾔσθοντο αὐτοὺς δεχομένους τὸν λόγον, εἰπόντες ὅτι πρέσβεις πέμψουσιν ἐς Βοιωτοὺς ἀπῆλθον. [5.37.4] ἀφικόμενοι δὲ οἱ Βοιωτοὶ ἀπήγγειλαν τοῖς βοιωτάρχαις τά τε ἐκ τῆς Λακεδαίμονος καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ξυγγενομένων Ἀργείων· καὶ οἱ βοιωτάρχαι ἠρέσκοντό τε καὶ πολλῷ προθυμότεροι ἦσαν, ὅτι ἀμφοτέρωθεν ξυνεβεβήκει αὐτοῖς τούς τε φίλους τῶν Λακεδαιμονίων τῶν αὐτῶν δεῖσθαι καὶ τοὺς Ἀργείους ἐς τὰ ὁμοῖα σπεύδειν. [5.37.5] καὶ οὐ πολλῷ ὕστερον πρέσβεις παρῆσαν Ἀργείων τὰ εἰρημένα προκαλούμενοι· καὶ αὐτοὺς ἀπέπεμψαν ἐπαινέσαντες τοὺς λόγους οἱ βοιωτάρχαι καὶ πρέσβεις ὑποσχόμενοι ἀποστελεῖν περὶ τῆς ξυμμαχίας ἐς Ἄργος.

[5.35.1] Το ίδιο καλοκαίρι οι Δίοι κυρίεψαν την Θυσσό στην χερσόνησο του Άθω, πολιτεία σύμμαχο των Αθηναίων. [5.35.2] Το καλοκαίρι αυτό οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι επικοινωνούσαν ελεύθερα, αλλά αμέσως μετά τις σπονδές άρχισαν να δυσπιστούν ο ένας προς τον άλλον, γιατί δεν αποδίδαν τις πολιτείες που όριζε η συνθήκη. [5.35.3] Ο κλήρος είχε ορίσει ν᾽ αποδώσουν πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι την Αμφίπολη και τις άλλες πολιτείες, αλλά δεν τις αποδώσαν και δεν είχαν κατορθώσει να πείσουν τους συμμάχους τους της Θράκης, ούτε τους Βοιωτούς ούτε τους Κορινθίους να δεχτούν τους όρους ειρήνης, αν και έδιναν συνεχώς την υπόσχεση ότι θα ενωθούν με τους Αθηναίους για να εξαναγκάσουν όσους δυστροπούσαν. Όριζαν και προθεσμία —αλλά όχι με γραπτή συμφωνία— μετά την οποία όσες πολιτείες θα είχαν αρνηθεί να δεχτούν την συνθήκη θα θεωρούνταν κοινοί εχθροί. [5.35.4] Οι Αθηναίοι έβλεπαν ότι τίποτε απ᾽ αυτά δεν γινόταν και άρχισαν ν᾽ αμφιβάλλουν για την καλή πίστη των Λακεδαιμονίων. Γι᾽ αυτό δεν απόδωσαν την Πύλο την οποία ζητούσε η Σπάρτη και μετανοούσαν που είχαν αποδώσει τους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας. Κρατούσαν και τις άλλες πολιτείες, έως ότου οι Λακεδαιμόνιοι εκτελέσουν τις υποχρεώσεις τους. [5.35.5] Οι Λακεδαιμόνιοι ισχυρίζονταν ότι είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν. Είχαν αποδώσει τους Αθηναίους αιχμαλώτους, είχαν αποσύρει τον στρατό τους από την Θράκη και είχαν εκτελέσει ό,τι περνούσε από το χέρι τους. Ισχυρίστηκαν ότι δεν εξουσίαζαν την Αμφίπολη για να την αποδώσουν, ότι δοκίμαζαν να πείσουν τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους να δεχτούν την συνθήκη ειρήνης, ν᾽ αποδώσουν το Πάνακτον και να επιτύχουν ν᾽ απελευθερωθούν όσοι Αθηναίοι αιχμάλωτοι ήσαν στα χέρια των Βοιωτών. [5.35.6] Απαιτούσαν να τους αποδοθεί η Πύλος ή τουλάχιστον ν᾽ αποσύρουν οι Αθηναίοι από εκεί τους Μεσσηνίους και τους είλωτες (όπως είχαν κάνει και αυτοί με τον στρατό τους στην Θράκη) και να φρουρούν το μέρος Αθηναίοι. [5.35.7] Μετά από πολλές και επίπονες διαπραγματεύσεις, έπεισαν τους Αθηναίους ν᾽ αποσύρουν από την Πύλο τους Μεσσηνίους και τους είλωτες και όσους είχαν αυτομολήσει από την Λακωνική. Οι Αθηναίοι τους εγκαταστήσαν στα Κράνια της Κεφαλληνίας. [5.35.8] Το καλοκαίρι, λοιπόν, εκείνο επικράτησε ησυχία και τα δύο μέρη επικοινωνούσαν μεταξύ τους ελεύθερα.
[5.36.1] Τον επόμενο χειμώνα —όταν έφοροι στην Σπάρτη ήσαν άλλοι από εκείνους που είχαν κάνει την ειρήνη και μερικοί μάλιστα από τους νέους εφόρους ήσαν αντίθετοι προς την συνθήκη— πήγαν στην Σπάρτη πρεσβείες από τις συμμαχικές πολιτείες. Ήσαν εκεί και πρεσβείες των Αθηναίων, των Βοιωτών και των Κορινθίων. Έγιναν πολλές συζητήσεις μεταξύ τους που δεν κατάληξαν σε τίποτε. Καθώς οι πρέσβεις της Κορίνθου και της Βοιωτίας ετοιμάζονταν να φύγουν, οι έφοροι Κλεόβουλος και Ξενάρης, οι οποίοι απ᾽ όλους περισσότερο ήθελαν να καταγγελθεί η συνθήκη, τους κάλεσαν σε ιδιωτικές συνομιλίες και τους έκαναν την σύσταση ν᾽ ακολουθούν όσο μπορούν κοινή πολιτική. Συμβούλεψαν τους Βοιωτούς να συμμαχήσουν πρώτα με το Άργος και μετά να το πείσουν να κάνει, και αυτό, κοινή συμμαχία με την Λακεδαίμονα. Αυτός θα ήταν ο καλύτερος τρόπος ν᾽ αποφύγουν οι Βοιωτοί να προσχωρήσουν στην συνθήκη ειρήνης, γιατί οι Λακεδαιμόνιοι προτιμούσαν να γίνουν φίλοι και σύμμαχοι με το Άργος, έστω κι αν κινδύνευαν να προκαλέσουν την εχθρότητα των Αθηναίων και την καταγγελία της συνθήκης. Θα ήξεραν, βέβαια, οι Βοιωτοί ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν από πάντα να έχουν φιλικές σχέσεις με το Άργος ώστε να τους είναι ευκολότερο να κάνουν πόλεμο έξω από την Πελοπόννησο. [5.36.2] Ζήτησαν, όμως, από τους Βοιωτούς να παραδώσουν το Πάνακτον στους Λακεδαιμονίους, ώστε να δοκιμάσουν να το ανταλλάξουν με την Πύλο, οπότε θα μπορούσαν ευκολότερα να κηρύξουν τον πόλεμο στους Αθηναίους.
[5.37.1] Οι Βοιωτοί και οι Κορίνθιοι πρέσβεις που πήραν εντολή από τον Ξενάρη, τον Κλεόβουλο και τους άλλους Λακεδαιμονίους φίλους τους να μεταδώσουν αυτό το μήνυμα, ξεκίνησαν για την πατρίδα τους. [5.37.2] Δύο Αργείοι, που είχαν μεγάλα αξιώματα, τους περίμεναν στον δρόμο τους, συναντήθηκαν και τους μίλησαν, ελπίζοντας να τους πείσουν να γίνουν και οι Βοιωτοί σύμμαχοι του Άργους, όπως είχαν γίνει οι Κορίνθιοι, οι Ηλείοι και οι Μαντινείς. Θεωρούσαν ότι, αν πραγματοποιόταν το σχέδιό τους, τότε θα είχαν την ευχέρεια, ενεργώντας από κοινού, να κάνουν και πόλεμο και ειρήνη, αν ήθελαν, με τους Λακεδαιμονίους και μ᾽ οποιονδήποτε άλλον, αν ήταν ανάγκη. [5.37.3] Η πρόταση άρεσε στους Βοιωτούς πρέσβεις, γιατί έτυχε να συμπίπτει με τα όσα οι Λακεδαιμόνιοι φίλοι τους τους είχαν επιφορτίσει να πουν. Όταν οι δύο Αργείοι κατάλαβαν ότι οι Βοιωτοί ήσαν ευνοϊκοί, έφυγαν λέγοντας ότι θα στείλουν πρέσβεις στην Βοιωτία. [5.37.4] Οι Βοιωτοί έφτασαν στην πατρίδα τους και πληροφόρησαν τους Βοιωτάρχες για τις προτάσεις των Λακεδαιμονίων και των Αργείων. Οι Βοιωτάρχες ευχαριστήθηκαν πολύ κι ήσαν εξαιρετικά πρόθυμοι να δεχτούν τις προτάσεις, γιατί ήταν ευτυχής σύμπτωση οι φίλοι τους Λακεδαιμόνιοι να τους ζητούν ακριβώς τα ίδια που τους ζητούσαν οι Αργείοι. [5.37.5] Λίγο αργότερα έφτασαν πρέσβεις του Άργους με τις γνωστές προτάσεις. Οι Βοιωτάρχες τις δέχτηκαν και τους ξεπροβόδισαν, δίνοντας την υπόσχεση ότι θα στείλουν πρεσβεία στο Άργος για να διαπραγματευθούν συμμαχία.