Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (7.53.1-7.56.2)

[7.53.1] Ταῦτα εἴπας καὶ Ἀρτάβανον ἀποστείλας ἐς Σοῦσα δεύτερα μετεπέμψατο Ξέρξης Περσέων τοὺς δοκιμωτάτους· ἐπεὶ δέ οἱ παρῆσαν, ἔλεγέ σφι τάδε· Ὦ Πέρσαι, τῶνδ᾽ ἐγὼ ὑμέων χρηίζων συνέλεξα, ἄνδρας τε γίνεσθαι ἀγαθοὺς καὶ μὴ καταισχύνειν τὰ πρόσθε ἐργασμένα Πέρσῃσι, ἐόντα μεγάλα τε καὶ πολλοῦ ἄξια, ἀλλ᾽ εἷς τε ἕκαστος καὶ οἱ σύμπαντες προθυμίην ἔχωμεν· ξυνὸν γὰρ πᾶσι τοῦτο ἀγαθὸν σπεύδεται. [7.53.2] τῶνδε δὲ εἵνεκα προαγορεύω ἀντέχεσθαι τοῦ πολέμου ἐντεταμένως· ὡς γὰρ ἐγὼ πυνθάνομαι, ἐπ᾽ ἄνδρας στρατευόμεθα ἀγαθούς, τῶν ἢν κρατήσωμεν, οὐ μή τις ἡμῖν ἄλλος στρατὸς ἀντιστῇ κοτε ἀνθρώπων. νῦν δὲ διαβαίνωμεν ἐπευξάμενοι τοῖσι θεοῖσι οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι.
[7.54.1] Ταύτην μὲν τὴν ἡμέρην παρεσκευάζοντο ἐς τὴν διάβασιν, τῇ δὲ ὑστεραίῃ ἀνέμενον τὸν ἥλιον ἐθέλοντες ἰδέσθαι ἀνίσχοντα, θυμιήματά τε παντοῖα ἐπὶ τῶν γεφυρέων καταγίζοντες καὶ μυρσίνῃσι στορνύντες τὴν ὁδόν. [7.54.2] ὡς δ᾽ ἐπανέτελλε ὁ ἥλιος, σπένδων ἐκ χρυσέης φιάλης Ξέρξης ἐς τὴν θάλασσαν εὔχετο πρὸς τὸν ἥλιον μηδεμίαν οἱ συντυχίην τοιαύτην γενέσθαι, ἥ μιν παύσει καταστρέψασθαι τὴν Εὐρώπην πρότερον ἢ ἐπὶ τέρμασι τοῖσι ἐκείνης γένηται. εὐξάμενος δὲ ἐσέβαλε τὴν φιάλην ἐς τὸν Ἑλλήσποντον καὶ χρύσεον κρητῆρα καὶ Περσικὸν ξίφος, τὸν ἀκινάκην καλέουσι. [7.54.3] ταῦτα οὐκ ἔχω ἀτρεκέως διακρῖναι οὔτε εἰ τῷ ἡλίῳ ἀνατιθεὶς κατῆκε ἐς τὸ πέλαγος οὔτε εἰ μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι καὶ ἀντὶ τούτων τὴν θάλασσαν ἐδωρέετο. [7.55.1] ὡς δὲ ταῦτά οἱ ἐπεποίητο, διέβαινον κατὰ μὲν τὴν ἑτέρην τῶν γεφυρέων τὴν πρὸς τοῦ Πόντου ὁ πεζός τε καὶ ἡ ἵππος ἅπασα, κατὰ δὲ τὴν πρὸς τὸ Αἰγαῖον τὰ ὑποζύγια καὶ ἡ θεραπηίη. [7.55.2] ἡγέοντο δὲ πρῶτα μὲν οἱ μύριοι Πέρσαι, ἐστεφανωμένοι πάντες, μετὰ δὲ τούτους ὁ σύμμικτος στρατὸς παντοίων ἐθνέων. ταύτην μὲν τὴν ἡμέρην οὗτοι, τῇ δὲ ὑστεραίῃ πρῶτοι μὲν οἵ τε ἱππόται καὶ οἱ τὰς λόγχας κάτω τρέποντες· ἐστεφάνωντο δὲ καὶ οὗτοι. [7.55.3] μετὰ δὲ οἵ τε ἵπποι οἱ ἱροὶ καὶ τὸ ἅρμα τὸ ἱρόν, ἐπὶ δὲ αὐτός τε Ξέρξης καὶ οἱ αἰχμοφόροι καὶ οἱ ἱππόται οἱ χίλιοι, ἐπὶ δὲ τούτοισι ὁ ἄλλος στρατός. καὶ αἱ νέες ἅμα ἀνήγοντο ἐς τὴν ἀπεναντίον. ἤδη δὲ ἤκουσα καὶ ὕστατον διαβῆναι βασιλέα πάντων.
[7.56.1] Ξέρξης δὲ ἐπεὶ διέβη ἐς τὴν Εὐρώπην, ἐθηεῖτο τὸν στρατὸν ὑπὸ μαστίγων διαβαίνοντα. διέβη δὲ ὁ στρατὸς αὐτοῦ ἐν ἑπτὰ ἡμέρῃσι καὶ [ἐν] ἑπτὰ εὐφρόνῃσι, ἐλινύσας οὐδένα χρόνον. [7.56.2] ἐνθαῦτα λέγεται Ξέρξεω ἤδη διαβεβηκότος τὸν Ἑλλήσποντον ἄνδρα εἰπεῖν Ἑλλησπόντιον· Ὦ Ζεῦ, τί δὴ ἀνδρὶ εἰδόμενος Πέρσῃ καὶ οὔνομα ἀντὶ Διὸς Ξέρξην θέμενος ἀνάστατον τὴν Ἑλλάδα θέλεις ποιῆσαι, ἄγων πάντας ἀνθρώπους; καὶ γὰρ ἄνευ τούτων ἐξῆν τοι ποιέειν ταῦτα.

[7.53.1] Αυτά είπε ο Ξέρξης κι έστειλε πίσω στα Σούσα τον Αρτάβανο· κατόπι κάλεσε τους επισημότερους Πέρσες· κι όταν παρουσιάστηκαν, τους έβγαλε αυτό το λόγο: «Πέρσες, νά τί θέλω από σας και σας συγκέντρωσα: ν᾽ αναδειχτείτε γενναίοι άντρες και να μη ντροπιάσετε τα προηγούμενα κατορθώματα των Περσών, που είναι μεγάλα και πολύ σημαντικά, αλλά κι ο καθένας μας χωριστά κι όλοι μαζί να δείξουμε ζήλο· γιατί το καλό που επιδιώκουμε είναι κοινό, για όλους μας· [7.53.2] κι ο λόγος για τον οποίο σας προτρέπω να καταπιαστείτε με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα με τον πόλεμο: από τις πληροφορίες που έχω, οι άντρες που εναντίον τους εκστρατεύουμε είναι αντρειωμένοι· κι αν τους νικήσουμε, κανένας άλλος στρατός στον κόσμο δε θα προβάλει ποτέ αντίσταση σε μας. Και τώρα ας διαβούμε αντίπερα, αφού προσευχηθούμε στους θεούς τους πολιούχους της Περσίας».
[7.54.1] Λοιπόν, εκείνη τη μέρα έκαναν τις προετοιμασίες για να διαβούν, και την άλλη μέρα περίμεναν, θέλοντας να δουν τον ήλιο να προβάλλει, καίγοντας πάνω στις γέφυρες κάθε λογής θυμιάματα και στρώνοντας το δρόμο με κλαδιά μυρτιάς. [7.54.2] Κι όταν ήρθε κι ανέτειλε ο ήλιος, ο Ξέρξης κάνοντας σπονδές από χρυσό ποτήρι στη θάλασσα προσευχόταν στον ήλιο να μη τον βρει κανένα περιστατικό, τέτοιο που να του εμποδίσει την επιχείρηση για την υποδούλωση της Ευρώπης προτού φτάσει στα πέρατά της. Προσευχήθηκε και κατόπι έριξε στα νερά του Ελλησπόντου το ποτήρι και χρυσό κρατήρα και περσικό ξίφος που το λένε ακινάκη. [7.54.3] Τώρα, δεν είμαι σε θέση να ξεκαθαρίσω με βεβαιότητα αν τα έριξε στο πέλαγος ως αφιερώματα στον ήλιο ή αν μετάνιωσε που μαστίγωσε τον Ελλήσποντο κι έκανε αυτά τα δώρα στη θάλασσα, για να εξιλεωθεί.
[7.55.1] Κι όταν πια είχε τελειώσει μ᾽ αυτά, άρχισαν τη διάβασή τους· από τη μια γέφυρα, αυτήν που ήταν προς το μέρος του Ευξείνου Πόντου, περνούσε το πεζικό κι όλο το ιππικό, ενώ από εκείνη που ήταν προς το μέρος του Αιγαίου τα υποζύγια κι η επιμελητεία. [7.55.2] Προπορεύονταν, επικεφαλής της φάλαγγας, οι δέκα χιλιάδες Πέρσες, όλοι τους στεφανωμένοι, κι ακολουθούσε ο ανάμεικτος στρατός από διάφορα έθνη. Αυτή τη μέρα λοιπόν, ετούτοι· και την άλλη μέρα, πρώτοι το ιππικό κι αυτοί που είχαν στραμμένες τις αιχμές των δοράτων στο έδαφος, κι αυτοί στεφανωμένοι. [7.55.3] Ακολουθούσαν τα ιερά άτια και το ιερό άρμα, κι ύστερα ερχόταν ο ίδιος ο Ξέρξης και οι λογχοφόροι του και οι χίλιοι ιππείς, κι ακολουθούσε ο υπόλοιπος στρατός. Και την ίδια ώρα τα καράβια άνοιγαν πανιά για την αντικρινή ακτή. Αλλά όμως έχω ακούσει και τούτο, πως ο βασιλιάς διάβηκε τελευταίος απ᾽ όλους.
[7.56.1] Κι ο Ξέρξης, όταν πέρασε απέναντι, στην Ευρώπη, παρακολουθούσε το στρατό του που διάβαινε με το καμτσίκι από πάνω του. Το πέρασμα του στρατού κράτησε εφτά μέρες κι εφτά νύχτες, χωρίς καμιά ανάπαυλα. [7.56.2] Λένε πως εκεί, όταν ο Ξέρξης είχε διαβεί τον Ελλήσποντο, είπε κάποιος Ελλησπόντιος: «Δία, για ποιό λόγο πήρες τη μορφή ενός Πέρση κι άλλαξες τ᾽ όνομά σου, από Δίας Ξέρξης, θέλοντας να καταστρέψεις συθέμελα την Ελλάδα, χωρίς ν᾽ αφήσεις άνθρωπο που να μη τον πάρεις μαζί σου; γιατί στο χέρι σου ήταν και χωρίς αυτό το στρατό να το πετύχεις αυτό».