Έτσι τους μίλησε, κι αυτών τους κόπηκαν τα γόνατα, τρεμούλιαξε η καρδιά τους, οπότε δεύτερη φορά ο Ευρύμαχος πήρε τον λόγο και μιλώντας
είπε στους μνηστήρες:
70«Φίλοι, δεν πρόκειται αυτός τ᾽ άπιαστα χέρια του να συγκρατήσει,
τώρα που κράτησε γερά το δουλεμένο τόξο και τη φαρέτρα με τα βέλη·
στημένος κιόλας στ᾽ όμορφο κατώφλι, απανωτές θα ρίχνει
τις σαΐτες, ώσπου να μας ξεκάνει όλους.
Αλλά κι εμείς το θάρρος μας ας θυμηθούμε για τη μάχη· τραβήξτε όλοι τα σπαθιά,
ορθώστε τα τραπέζια, βέλη θανατηφόρα ν᾽ αποκρούσουμε·
όλοι μαζί μετά απάνω του, απ᾽ το κατώφλι και την πόρτα
να τον σπρώξουμε· τότε θα βγούμε τρέχοντας στην πόλη,
κι ο κόσμος θα βουίξει. Έτσι, μπορεί να μείνει αυτή η βολή του
πρώτη και τελευταία.»
Είπε κι ευθύς το κοφτερό σπαθί του τράβηξε (χάλκινο,
80αμφίστομο) κι όρμησε πάνω του άγρια κραυγάζοντας. Πρόλαβε όμως
ο Οδυσσέας θείος, έριξε, και τον βρήκε κατάστηθα η σαΐτα
στο βυζί, σφυρίζοντας το βέλος χώθηκε στο σκώτι.
Του φεύγει από το χέρι τότε το σπαθί, τρεκλίζοντας διπλώθηκε
στην τάβλα, σκορπίζοντας δίδυμη κούπα και φαγιά στο πάτωμα·
μετά ψυχομαχώντας χτύπησε με το κούτελο το χώμα,
κλότσησε πέρα με τα δυο του πόδια το σκαμνί, και πάνω εκεί
στα μάτια του έπεσε σκοτάδι.
Τώρα αντιμέτωπος στον ένδοξο Οδυσσέα βγήκε μπροστά ο Αμφίνομος,
90τραβώντας ξίφος κοφτερό, μήπως και κάνει πίσω εκείνος,
αφήνοντας την πόρτα ελεύθερη.
Πρόλαβε όμως ο Τηλέμαχος, έτρεξε πίσω του και με το χάλκινό του δόρυ
τον χτύπησε μεσοπλατίς· το δόρυ πέρασε στο στήθος και ξεμύτισε,
οπότε αυτός κάτω σωριάστηκε με βρόντο, έφαγαν χώμα
μέτωπο και στόμα.
Γύρισε πίσω απότομα ο Τηλέμαχος, εκεί αφήνοντας, στο σώμα του Αμφινόμου,
το μακρόσκιο δόρυ· φοβήθηκε μήπως και κάποιος Αχαιός,
την ώρα που σκυφτός αυτός το δόρυ θα τραβούσε, πισώπλατα εκείνος
τον βρει με το σπαθί και στο κορμί το μπήξει.
Γι᾽ αυτό και πίσω γύρισε, σίμωσε τον πατέρα του, στάθηκε πλάι του,
100κι όπως του μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Πατέρα, θα σου φέρω ασπίδα και δυο δόρατα, χάλκινη
περικεφαλαία, καλά να δένει στους κροτάφους. Αλλά κι εγώ
πάω ν᾽ αρματωθώ, όπλα θα δώσω στον χοιροβοσκό και στον βουκόλο —
είναι πιο φρόνιμο όλοι ν᾽ αρματωθούμε.»
Ανταποκρίθηκε στον λόγο του ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Τρέξε, όσο μπορείς πιο γρήγορα, προτού μου λείψουν οι σαΐτες,
και τότε αυτοί με ξεκουνήσουν απ᾽ την πόρτα, όταν θα μείνω μόνος.»
Υπάκουσε στα λόγια του πατέρα του ο Τηλέμαχος, κι έτρεξε
γρήγορα στον θάλαμο όπου ήσαν φυλαγμένα τα τίμια όπλα,
110σήκωσε τέσσερις ασπίδες, διπλάσια δόρατα, τέσσερις
περικεφαλαίες μ᾽ αλογίσια φούντα.
Κι έτσι όπως ήταν φορτωμένος, έφτασε πάλι πλάι
στον πατέρα του. Πρώτος ο γιος τη χάλκινη αρματωσιά φορεί,
συνάμα έβαλαν κι οι δυο πιστοί του δούλοι τα δικά τους όπλα,
καλά κι ωραία — ένοπλοι πια οι τρεις, στον Οδυσσέα πλάι
στέκονται, πανούργο και γενναίο πολεμιστή.
Εκείνος, όσο του περίσσευαν τα βέλη στον αγώνα του,
σημάδευε και σκότωνε έναν προς έναν τους μνηστήρες
μέσα στο παλάτι, κι αυτοί να πέφτουν σκοτωμένοι σωρηδόν.
Όταν όμως τοξεύοντας του τέλειωσαν τα βέλη, ακούμπησε
120το τόξο του στον παραστάτη — έγειρε αυτό στον τοίχο αντίκρυ,
μέσα στο ακλόνητο παλάτι λάμποντας στο φως.
Μετά στους ώμους πέρασε σάκος τετράδιπλο, φόρεσε
στο περήφανο κεφάλι περικεφαλαία με αλογίσια ουρά,
που η φούντα της στην κορυφή ανεμίζοντας φοβέριζε,
τέλος, στα δυο του χέρια πιάνει δόρατα άλκιμα, με μύτη από χαλκό.
|