Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (5.26.1-5.29.4)
[5.26.1] Γέγραφε δὲ καὶ ταῦτα ὁ αὐτὸς Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ἑξῆς, ὡς ἕκαστα ἐγένετο, κατὰ θέρη καὶ χειμῶνας, μέχρι οὗ τήν τε ἀρχὴν κατέπαυσαν τῶν Ἀθηναίων Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι, καὶ τὰ μακρὰ τείχη καὶ τὸν Πειραιᾶ κατέλαβον. ἔτη δὲ ἐς τοῦτο τὰ ξύμπαντα ἐγένετο τῷ πολέμῳ ἑπτὰ καὶ εἴκοσι. [5.26.2] καὶ τὴν διὰ μέσου ξύμβασιν εἴ τις μὴ ἀξιώσει πόλεμον νομίζειν, οὐκ ὀρθῶς δικαιώσει. τοῖς [τε] γὰρ ἔργοις ὡς διῄρηται ἀθρείτω, καὶ εὑρήσει οὐκ εἰκὸς ὂν εἰρήνην αὐτὴν κριθῆναι, ἐν ᾗ οὔτε ἀπέδοσαν πάντα οὔτ᾽ ἀπεδέξαντο ἃ ξυνέθεντο, ἔξω τε τούτων πρὸς τὸν Μαντινικὸν καὶ Ἐπιδαύριον πόλεμον καὶ ἐς ἄλλα ἀμφοτέροις ἁμαρτήματα ἐγένοντο καὶ οἱ ἐπὶ Θρᾴκης ξύμμαχοι οὐδὲν ἧσσον πολέμιοι ἦσαν Βοιωτοί τε ἐκεχειρίαν δεχήμερον ἦγον. [5.26.3] ὥστε ξὺν τῷ πρώτῳ πολέμῳ τῷ δεκέτει καὶ τῇ μετ᾽ αὐτὸν ὑπόπτῳ ἀνοκωχῇ καὶ τῷ ὕστερον ἐξ αὐτῆς πολέμῳ εὑρήσει τις τοσαῦτα ἔτη, λογιζόμενος κατὰ τοὺς χρόνους, καὶ ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, καὶ τοῖς ἀπὸ χρησμῶν τι ἰσχυρισαμένοις μόνον δὴ τοῦτο ἐχυρῶς ξυμβάν. [5.26.4] αἰεὶ γὰρ ἔγωγε μέμνημαι, καὶ ἀρχομένου τοῦ πολέμου καὶ μέχρι οὗ ἐτελεύτησε, προφερόμενον ὑπὸ πολλῶν ὅτι τρὶς ἐννέα ἔτη δέοι γενέσθαι αὐτόν. [5.26.5] ἐπεβίων δὲ διὰ παντὸς αὐτοῦ αἰσθανόμενός τε τῇ ἡλικίᾳ καὶ προσέχων τὴν γνώμην, ὅπως ἀκριβές τι εἴσομαι· καὶ ξυνέβη μοι φεύγειν τὴν ἐμαυτοῦ ἔτη εἴκοσι μετὰ τὴν ἐς Ἀμφίπολιν στρατηγίαν, καὶ γενομένῳ παρ᾽ ἀμφοτέροις τοῖς πράγμασι, καὶ οὐχ ἧσσον τοῖς Πελοποννησίων διὰ τὴν φυγήν, καθ᾽ ἡσυχίαν τι αὐτῶν μᾶλλον αἰσθέσθαι. [5.26.6] τὴν οὖν μετὰ τὰ δέκα ἔτη διαφοράν τε καὶ ξύγχυσιν τῶν σπονδῶν καὶ τὰ ἔπειτα ὡς ἐπολεμήθη ἐξηγήσομαι. |
[5.26.1] Ο ίδιος Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε και την ιστορία των γεγονότων αυτών, όπως συνέβησαν διαδοχικά, κατά χειμώνα και καλοκαίρι, μέχρι της στιγμής που οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους νίκησαν τους Αθηναίους και κυρίεψαν τα Μακρά Τείχη και τον Πειραιά. Η συνολική διάρκεια του πολέμου ήταν είκοσι επτά χρόνια. [5.26.2] Θα ήταν σφάλμα να μην περιλάβει κανείς στον πόλεμο και την περίοδο της ανακωχής, γιατί, αν εξετάσει τα όσα έγιναν στο χρονικό αυτό διάστημα, δεν μπορεί να χαρακτηρίσει την περίοδο αυτήν σαν ειρηνική, αφού και οι δύο πλευρές ούτε απέδωσαν όλα όσα είχαν συμφωνήσει ν᾽ αποδώσουν, αλλά και ούτε τήρησαν όλα όσα είχαν συμφωνήσει. Εκτός από αυτά, στο διάστημα του Μαντινειακού και του Επιδαυρίου πολέμου, και σ᾽ άλλες περιστάσεις, σημειώθηκαν κι από τις δύο πλευρές παραβιάσεις. Στην Θράκη οι σύμμαχοι εξακολουθούσαν τις εχθροπραξίες εναντίον των Αθηναίων και οι Βοιωτοί έκαναν ανακωχή που έπρεπε ν᾽ ανανεώνεται κάθε δέκα μέρες. [5.26.3] Έτσι, λοιπόν, αν προσθέσει κανείς στα δέκα πρώτα χρόνια του πολέμου την περίοδο της αμφίβολης ανακωχής και τον πόλεμο που την διαδέχτηκε, θα βρει ακριβώς όσα χρόνια ανάφερα και μερικές μέρες, αν υπολογίζει το χρονικό διάστημα με βάση την φυσική διαίρεση του χρόνου. Θα διαπιστώσει, επίσης, ότι, για μια φορά, βγήκαν αληθινοί όσοι βάσιζαν τις προβλέψεις τους σε χρησμούς. [5.26.4] Θυμάμαι ότι, από την αρχή του πολέμου έως το τέλος του, πολλοί έλεγαν ότι θα διαρκέσει τρεις φορές εννέα χρόνια. [5.26.5] Τον έζησα ολόκληρο και σε ηλικία που μου επέτρεπε να έχω ήρεμη κρίση και να παρακολουθώ τα γεγονότα με προσοχή, ώστε να μαθαίνω τα πράγματα με ακρίβεια. Μετά την στρατηγεία μου στην Αμφίπολη, εξορίστηκα είκοσι χρόνια από την πατρίδα μου, σχετίστηκα με τις δυο παρατάξεις, ιδίως με τους Πελοποννησίους, κι έτσι μπόρεσα να παρακολουθήσω με ηρεμία τα γεγονότα. [5.26.6] Θα ασχοληθώ τώρα με τις διαφορές που προέκυψαν μετά τον Δεκάχρονο πόλεμο, με την καταγγελία της συνθήκης και με τον πόλεμο που ακολούθησε. |