[7.30.1] Είπε αυτά και τα ᾽κανε πράξη και κατόπι συνέχισε χωρίς ανάπαυλα την πορεία του προς τα μπρος. Πέρασε δίπλα από την πόλη της Φρυγίας που λέγεται Άναυα κι από μια λίμνη απ᾽ όπου βγάζουν αλάτι. Κι έφτασε στις Κολοσσές, μεγάλη πόλη της Φρυγίας· εκεί ο ποταμός Λύκος χύνεται σε καταβόθρα κι εξαφανίζεται· κι έπειτα ξανάρχεται στην επιφάνεια, σε απόσταση περίπου πέντε σταδίων, και χύνεται κι αυτός στον Μαίανδρο. [7.30.2] Κι αφήνοντας πίσω του τις Κολοσσές ο στρατός πορευόταν προς τα σύνορα που χωρίζουν τη Φρυγία από τη Λυδία κι έφτασε στην πόλη Κύδραρα, όπου μια στήλη, μπηγμένη στη γη, που την έστησε ο Κροίσος, δείχνει με την επιγραφή της τα σύνορα. [7.31.1] Κι απ᾽ τη Φρυγία μπήκε στη Λυδία· εκεί ο δρόμος σχίζεται σε δυο: ο ένας, που πηγαίνει αριστερά, φέρνει στην Καρία, ο άλλος, που πηγαίνει δεξιά, στις Σάρδεις· για να φτάσεις εκεί πρέπει οπωσδήποτε να διαβείς τον ποταμό Μαίανδρο και να προσπεράσεις την πόλη Καλλάτηβο, όπου ειδικοί τεχνίτες παράγουν μέλι από αρμυρίκι και σιτάρι. Λοιπόν, βαδίζοντας ο Ξέρξης σ᾽ αυτό το δεύτερο δρόμο αντίκρισε ένα πλατάνι που για την ομορφιά του τού πρόσφερε δώρα, χρυσά στολίδια, κι όρισε να μη του λείψει ποτέ ο άνθρωπος που θα το φροντίζει· την επόμενη μέρα έφτασε στην πρωτεύουσα των Λυδών. [7.32.1] Και φτάνοντας στις Σάρδεις το πρώτο που έκανε ήταν να στείλει κήρυκες στην Ελλάδα για να ζητήσουν γην και ύδωρ και να παραγγείλουν να ετοιμάζουν δείπνα για τον βασιλιά· αλλά ούτε στην Αθήνα ούτε στη Σπάρτη έστειλε να ζητήσουν γην και ύδωρ, έστειλε όμως σ᾽ όλες τις άλλες πόλεις. Κι ο λόγος που για δεύτερη φορά έστελνε για να του δώσουν γην και ύδωρ: όσοι την πρώτη φορά, όταν έστειλε απεσταλμένους ο Δαρείος, δεν έδωσαν, πίστευε απόλυτα ότι τότε από φόβο θα έδιναν· λοιπόν ο λόγος της αποστολής ήταν η επιθυμία του να βεβαιωθεί ποιά ακριβώς ήταν η στάση τους. [7.33.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ετοιμαζόταν να προχωρήσει προς την Άβυδο. Και στο μεταξύ οι άλλοι συνέδεαν με γέφυρα την ασιατική με την ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Στη Χερσόνησο, ανάμεσα στις πόλεις Σηστό και Μάδυτο, υπάρχει μια απόκρημνη γλώσσα της στεριάς που εισχωρεί στη θάλασσα, αντίκρυ από την Άβυδο, εκεί όπου, λίγο καιρό μετά απ᾽ αυτά τα γεγονότα, οι Αθηναίοι, με στρατηγό τον Ξάνθιππο, το γιο του Αρίφρονος, έπιασαν τον Πέρση Αρταΰκτη, διοικητή της Σηστού, και τον κάρφωσαν ζωντανό πάνω σε σανίδα· αυτός και στο ναό του Πρωτεσιλάου στον Ελαιούντα κουβαλούσε γυναίκες κι έκανε ἄρρητ᾽ ἀθέμιτα. [7.34.1] Λοιπόν, αυτοί στους οποίους είχε ανατεθεί το έργο της γέφυρας, αρχίζοντας από την Άβυδο προχωρούσαν προς αυτή τη γλώσσα της ακτής· στη γέφυρα που έδεναν με παλαμάρια από λευκό λινάρι δούλευαν οι Φοίνικες, στην άλλη, με παλαμάρια από πάπυρο, οι Αιγύπτιοι. Κι η απόσταση από την Άβυδο ώς την απέναντι στεριά ήταν εφτά στάδιοι. Λοιπόν, ενώ το πέρασμα είχε γεφυρωθεί, νά πού ξέσπασε μεγάλη μπόρα που τα ᾽κανε όλα χίλια κομμάτια και τα διασκόρπισε. [7.35.1] Κι όταν το έμαθε ο Ξέρξης, αγανάχτησε και διέταξε να μαστιγώσουν τον Ελλήσποντο τριακόσιες φορές και να ρίξουν στ᾽ ανοιχτά ένα ζευγάρι χειροπέδες· άκουσα επίσης πως πέρ᾽ απ᾽ αυτά έστειλε στιγματιστές για να του χαράξουν στίγματα. [7.35.2] Κι έδινε εντολή, την ώρα που τον μαστίγωναν, να του λένε λόγια βάρβαρα και αθεόφοβα: «Πικροθάλασσα, ο αφέντης μας σε τιμωρεί μ᾽ αυτό τον τρόπο για το άδικο που του έκανες, ενώ εκείνος δε σου έχει κάνει κανένα κακό. Αλλά ο βασιλιάς Ξέρξης, θέλεις δε θέλεις, θα σε διαβεί· και μ᾽ όλο τους το δίκιο οι άνθρωποι, κανείς τους, δε σου προσφέρουν θυσίες, έτσι αρμυρό και θολό ποτάμι που είσαι». [7.35.3] Έδωσε λοιπόν εντολές και στη θάλασσα να επιβληθούν αυτές οι τιμωρίες και ν᾽ αποκεφαλίσουν εκείνους που είχαν την επιστασία της ζεύξης του Ελλησπόντου. [7.36.1] Κι εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε αυτό το άχαρο έργο εκτελούσαν αυτές τις διαταγές, ενώ άλλοι εργοδηγοί έστηναν τις γέφυρες — και νά πώς τις έστηναν· πήραν κι έβαλαν τη μια δίπλα στην άλλη τριακόσιες εξήντα πεντηκοντόρους και τριήρεις για υπόβαθρο της γέφυρας που έκαναν προς τη μεριά του Ευξείνου Πόντου και τριακόσιες δεκατέσσερες για υπόβαθρο της άλλης, με τρόπο που να σχηματίζουν κάθετη γραμμή προς το ρεύμα του Ευξείνου Πόντου και να έχουν την ίδια κατεύθυνση με το ρεύμα του Ελλησπόντου, ώστε η πίεσή του να κρατά τεντωμένα τα παλαμάρια· [7.36.2] κι αφού έβαλαν τα καράβια το ένα δίπλα στο άλλο, πόντισαν τεράστιες άγκυρες, άλλες για τη γέφυρα προς τη μεριά του Ευξείνου Πόντου, εξαιτίας των ανέμων που φυσούν από το εσωτερικό του, κι άλλες για τη δυτική γέφυρα, προς τη μεριά του Αιγαίου, εξαιτίας των ζεφύρων και του νοτιά. Κι άφησαν σε τρία σημεία στενά ανοίγματα ανάμεσα από τις πεντηκοντόρους, ώστε να μπορεί να περνά με πλοιάριο κι αυτός που ήθελε να πάει στον Εύξεινο Πόντο κι αυτός που θα περνούσε από τον Πόντο στο Αιγαίο. [7.36.3] Έκαναν αυτά κι ύστερα έστησαν στην ξηρά κάτι ξύλινα μηχανήματα, τους όνους, και στρίβοντας μ᾽ αυτά τα παλαμάρια, τα τέντωσαν· κι αυτή τη φορά δε χρησιμοποιούσαν το καθένα απ᾽ τα δυο είδη τους σε διαφορετική γέφυρα, αλλά για καθεμιά από τις δυο γέφυρες μεταχειρίστηκαν δυο σειρές παλαμάρια από λευκό λινάρι και τέσσερες από πάπυρο. Στο πάχος και στην ωραία εμφάνιση και τα δυο είδη ήταν το ίδιο, αλλά, συγκριτικά, τα παλαμάρια από λινάρι ήταν βαρύτερα· ο πήχης τους ζύγιζε ένα τάλαντο. [7.36.4] Κι όταν το πέρασμα ενώθηκε με γέφυρα, πήραν και πριόνισαν κορμούς δέντρων και δίνοντάς τους μάκρος ίσο με το πλάτος της γέφυρας, όμορφα όμορφα τους τοποθετούσαν πάνω απ᾽ τα τεντωμένα παλαμάρια· κι αφού τους τοποθέτησαν τον ένα δίπλα στον άλλο, τους συνέδεσαν και με τραβέρσες. [7.36.5] Κι όταν το ᾽καναν κι αυτό, σκόρπισαν απάνω τους σανίδες· έστησαν όμορφα όμορφα τις σανίδες κι ύστερα σώρευσαν απάνω τους χώμα, κι άπλωσαν όμορφα, πατώντας το, και το χώμα· κατόπι άπλωσαν πέρα πέρα και στις δυο πλευρές της γέφυρας φράχτη, για να μη βλέπουν από ψηλά τη θάλασσα τα υποζύγια και τ᾽ άλογα και παίρνουν τρομάρα. [7.37.1] Κι όταν είχαν ολοκληρωθεί τα έργα και των γεφυρών αυτών και της περιοχής του Άθω και στάλθηκε η αγγελία πως υψώθηκαν τα προχώματα που έγιναν στα στόμια της διώρυγας για την παλίρροια, για να μη κλείνουν τα στόμια της τάφρου, και πως το κύριο μέρος της διώρυγας ήταν έτοιμο στην εντέλεια, τότε ο στρατός, που είχε ξεχειμωνιάσει στις Σάρδεις, με τον ερχομό της άνοιξης, πανέτοιμος για εκστρατεία, ξεκίνησε αποκεί με κατεύθυνση την Άβυδο. [7.37.2] Κι όπου να ᾽ταν έμπαινε κιόλας στο δρόμο, όταν ο ήλιος, εγκαταλείποντας τη σταθερή πορεία του στον ουρανό, έγινε άφαντος, χωρίς ούτε σύννεφα να τον κρύβουν, μέσα σε μια αιθρία χαρά θεού, και μέρα μεσημέρι έγινε νύχτα. Τον Ξέρξη, με το που το είδε και τον προβλημάτισε αυτό, τον έζωσαν φροντίδες και ρώτησε τους μάγους, σαν τί να προμηνύει το φαινόμενο αυτό. [7.37.3] Κι αυτοί του αποκρίθηκαν ότι ο θεός στέλνει προειδοποίηση στους Έλληνες πως θ᾽ αφανιστούν οι πόλεις τους, λέγοντας πως ο ήλιος προφητεύει για τους Έλληνες, ενώ η σελήνη για τους Πέρσες. Καταχαρούμενος που τ᾽ άκουσε αυτά ο Ξέρξης συνέχισε την προέλασή του. [7.38.1] Βάδιζε επικεφαλής του στρατού του, όταν ο Λυδός Πύθιος, τρομοκρατημένος από το ουράνιο φαινόμενο, αλλά και με το θάρρος που του έδιναν τα δώρα, παρουσιάστηκε στον Ξέρξη και του μίλησε έτσι: «Αφέντη μου, θα ήθελα να ζητήσω από σένα μια χάρη, που σε σένα δε στοιχίζει πολύ να μ᾽ εξυπηρετήσεις, για μένα όμως έχει μεγάλη σημασία». [7.38.2] Κι ο Ξέρξης, με την ιδέα πως θα του ζητούσε όποια άλλη χάρη, όχι όμως αυτό που δεήθηκε, είπε πως θα τον εξυπηρετήσει και, λοιπόν, τον πρόσταζε να πει μπροστά σ᾽ όλους το αίτημά του. Κι ο άλλος ακούοντας αυτά πήρε θάρρος κι είπε τα εξής: «Αφέντη μου, τυχαίνει να έχω πέντε γιους, κι ήρθαν έτσι τα πράματα που όλοι τους παίρνουν μέρος στην εκστρατεία σου εναντίον της Ελλάδας. [7.38.3] Λοιπόν, βασιλιά μου, σπλαχνίσου με στην ηλικία που βρίσκομαι και απάλλαξε από την εκστρατεία έναν από τους γιους μου, τον μεγαλύτερο, για να έχω κάποιον που να φροντίζει κι εμένα και την περιουσία μου. Τώρα, τους τέσσερες πάρε τους μαζί σου και, πετυχαίνοντας τους σκοπούς σου, να γυρίσεις πίσω με το καλό». [7.39.1] Ο Ξέρξης έγινε έξω φρενών και του αποκρίθηκε: «Χαμένε άνθρωπε, τόλμησες εσύ, την ώρα που εγώ ο ίδιος εκστρατεύω εναντίον της Ελλάδας και παίρνω μαζί μου τους γιους μου και τ᾽ αδέρφια μου και συγγενείς και φίλους, να μ᾽ απασχολείς με το γιο σου, εσύ ένας δούλος μου που έχεις καθήκον να μ᾽ ακολουθείς μ᾽ όλους τους ανθρώπους του σπιτιού σου, και με τη γυναίκα σου ακόμη μαζί; Τώρα λοιπόν μάθε καλά ετούτο, πως η ψυχή του ανθρώπου φωλιάζει στ᾽ αυτιά του, κι όταν ακούει τα πρεπούμενα, γεμίζει μ᾽ αγαλλίαση το σώμα, όταν όμως ακούει τ᾽ αντίθετα, βράζει από θυμό. [7.39.2] Λοιπόν, τότε που μαζί με καλές πράξεις έδωσες το ίδιο καλές υποσχέσεις, δεν μπορείς να καυχηθείς πως ξεπέρασες το βασιλιά σου σε ευεργεσίες· επειδή όμως πήρες το δρόμο της αδιαντροπιάς, δε θα πάρεις βέβαια την τιμωρία που σου αξίζει, αλλά μικρότερη απ᾽ αυτή που σου αξίζει. Δηλαδή, εσένα και τους τέσσερες γιους σου σας σώζει η φιλία που κλείσαμε· όμως θα τιμωρηθείς με το θάνατο του ενός, αυτουνού που του έχεις ιδιαίτερη αδυναμία». [7.39.3] Αυτά του αποκρίθηκε κι αμέσως διέταξε τους αρμόδιους για την εκτέλεση να βρουν χωρίς αναβολή τον μεγαλύτερο γιο του Πυθίου και να του σχίσουν το σώμα στα δυο, κι αφού το σχίσουν να στήσουν το ένα μισό του κορμιού του στη δεξιά άκρη του δρόμου, το άλλο στην αριστερή, κι απ᾽ ανάμεσά τους να περάσει όλος ο στρατός. [7.40.1] Οι άνθρωποί του εκτέλεσαν τη διαταγή κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά διάβαινε ο στρατός. Μπροστά πορεύονταν πρώτοι αυτοί που κουβαλούσαν τις αποσκευές των οπλιτών και τα υποζύγια κι ακολουθούσε στρατός από διάφορα έθνη, ανακατεμένοι, όχι σε ξεχωριστούς σχηματισμούς· κι εκεί που η μισή και παραπάνω δύναμη αυτού του στρατού είχε περάσει, άφησαν ένα διάστημα κενό, έτσι που δεν είχαν αυτοί καμιά επαφή με τον βασιλιά. [7.40.2] Τώρα έρχονταν πρώτοι χίλιοι ιππείς, οι επίλεκτοι ανάμεσα στους Πέρσες· κι ύστερα χίλιοι που κρατούσαν δόρατα, κι αυτοί επίλεκτοι, οι πρώτοι απ᾽ όλους, κρατώντας τις αιχμές των δοράτων τους στραμμένες προς το έδαφος· ακολουθούσαν δέκα άτια ιερά, που λέγονταν Νησαία, με τα πιο όμορφα χάμουρα. [7.40.3] Νά κι ο λόγος που τα ονομάζουν Νησαία· στη Μηδία βρίσκεται μια μεγάλη πεδιάδα που λέγεται Νήσαιο· λοιπόν αυτή η πεδιάδα τρέφει τα περίφημα μεγαλόσωμα άτια. [7.40.4] Μετά απ᾽ αυτά τα δέκα άτια η παράταξη συνεχιζόταν με το ιερό άρμα του Δία, που το έσερναν οχτώ κάτασπρα άτια, και πίσω από τα άτια ακολουθούσε πεζός ο ηνίοχος κρατώντας σφιχτά τα χαλινάρια· γιατί κανένας θνητός δεν ανεβαίνει σ᾽ αυτό το άρμα. Και πίσω απ᾽ αυτό, ο ίδιος ο Ξέρξης πάνω σε άρμα που έσερναν άτια Νησαία· στο πλάι του βρισκόταν ο ηνίοχος, που τον έλεγαν Πατιράμφη, γιος του Πέρση Οτάνη. |