Ραψωδία χ Μνηστήρων φόνος
Οπότε ο Οδυσσέας γυμνώθηκε, τα ράκη πέταξε,
πήδηξε πάνω στο πλατύ κατώφλι πολυμήχανος, στα χέρια του
κρατώντας δοξάρι και φαρέτρα, γεμάτη βέλη,
μπροστά στα πόδια του αδειάζει τις γοργές σαΐτες, ύστερα γύρισε
και λέει στους μνηστήρες:
«Τέλος, μ᾽ αυτό το ατέλεστο για σας αγώνισμα·
τώρα θα βάλω στόχο δεύτερο, που δεν τον έφτασε ποτέ άνθρωπος άλλος,
αν έχω τύχη και πετύχω, αν ο Απόλλωνας μου δώσει
τέτοια δόξα.»
Είπε και την πικρή σαΐτα σημαδεύοντας τη ρίχνει στον Αντίνοο πάνω,
την ώρα που άπλωνε το χέρι του να πιάσει την ωραία κούπα,
10μαλαματένια, λαμπερή· μέσα στα χέρια του την έπαιζε,
έτοιμος πια να πιει κρασί — δεν πήγε ο νους του ούτε στιγμή
στον φονικό του θάνατο. Αλλά και ποιος να φανταστεί, ανάμεσα
σε τόσους ομοτράπεζους, πως ένας με πολλούς, ας είχε και μεγάλη δύναμη,
θα συντελούσε το κακό τους τέλος, τη μαύρη μοίρα τους.
Κι όμως ο Οδυσσέας σημαδεύοντας τον βρήκε με το βέλος
στον λαιμό, πέρασε αντίκρυ ο χαλός στον μαλακό του σβέρκο,
κι εκείνος χτυπημένος έγειρε, του ξέφυγε η κούπα από το χέρι,
κι ευθύς απ᾽ τα ρουθούνια ανάβλυσε παχύ ρυάκι αίμα ανθρώπινο·
20κλότσησε αυτόματα μακριά του το τραπέζι και χύθηκαν όλα τα φαγητά
στο πάτωμα, ψωμιά ανάκατα με κρέατα ψημένα.
Τότε στην αίθουσα οι μνηστήρες βοή μεγάλη σήκωσαν, βλέποντας τον Αντίνοο
να πέφτει σκοτωμένος· αλλοπαρμένοι από τη θέση τους πετάχτηκαν,
στριφογυρίζοντας στην κάμαρη, κοιτάζοντας με μάτια ορθάνοιχτα
τριγύρω τους καλοχτισμένους τοίχους.
Αλλά δεν είδαν κάπου ένα σκουτάρι ή κάποιο δόρυ άλκιμο,
κι έτσι, με χολωμένα λόγια πήραν τον Οδυσσέα να βρίζουν:
«Ξένε, σφάλμα βαρύ που διάλεξες ανθρώπους να τοξεύσεις, αλλά
το κόλπο σου δεν θα πετύχει δεύτερη φορά·
τώρα σου μέλλεται αναπόφευκτος χαμός δικός σου,
γιατί θανάτωσες το πρώτο και καλύτερο από τα παλληκάρια
30της Ιθάκης — σίγουρα θα σε φαν κι εσένα εδώ οι γύπες.»
Έτσι παράλογα μιλούσαν, γιατί φαντάστηκαν πως άθελά του
ο Οδυσσέας τον σκότωσε — μωροί, που δεν κατάλαβαν πως πάνω
στο κεφάλι τους κρεμόταν κιόλας σ᾽ όλους η θηλιά του ολέθρου.
Ο Οδυσσέας όμως πολυμήχανος λοξά τούς κοίταξε κι άγρια τους αντιμίλησε: «Σκυλιά, που λέγατε δεν θα γυρίσω πια στον τόπο μου, μετά
της Τροίας τον πόλεμο· γι᾽ αυτό ρημάζετε στο μεταξύ το βιος μου,
βάναυσα σέρνετε γυναίκες δούλες στο κρεβάτι σας, παντρολογήματα
γυρεύετε, ενόσω ακόμη ζω, με τη δική μου τη γυναίκα.
Δεν φοβηθήκατε καν τους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν,
40μήτε και των ανθρώπων τη μελλοντική, δίκαιη εκδίκηση.
Μα τώρα κρέμεται η θηλιά του ολέθρου πάνω στο κεφάλι σας.»
Ακούγοντας τα λόγια του εκείνοι χλώμιασαν, τους έπιασε φόβος και τρόμος,
κοίταζε ο καθένας από πού να φύγει, πώς θα μπορούσε να γλιτώσει
το κεφάλι του απ᾽ τον χαμό.
Μόνο ο Ευρύμαχος τόλμησε να μιλήσει λέγοντας:
«Αν είσαι ο ιθακήσιος που γύρισε στον τόπο του, αν είσαι ο Οδυσσέας,
ό,τι μας έσυρες και δίκαιο είναι και σωστό, για τα πολλά κι ατάσθαλα
που οι Αχαιοί έχουν πράξει, και μέσα στο παλάτι κι απέξω στα χωράφια.
Μα να που αυτός κείτεται πια νεκρός, ο Αντίνοος,
πρωταίτιος των πάντων· αυτός ευθύνεται για τα ανόσια έργα.
50Όχι από πόθο βέβαια να παντρευτεί ή κάποια ανάγκη,
αλλά επειδή άλλα φρονούσε το μυαλό του, που ο γιος του Κρόνου όμως
δεν έστερξε να γίνουν· ήθελε ο ίδιος να ᾽ναι βασιλιάς στον τόπο
της καλόχτιστης Ιθάκης, ήθελε με καρτέρι να σκοτώσει και τον γιο σου.
Μα τώρα, όπως του ταίριαζε, εξοντώθηκε· αλλά κι εσύ
λυπήσου τον λαό σου. Όσο για μας, αυτά που μέσα στο παλάτι
φάγαμε κι ήπιαμε, θα τα ξοφλήσουμε, και με το παραπάνω·
καθένας από μας, μαζεύοντας κι απ᾽ τον λαό, θα φέρει ανταμοιβή
είκοσι βόδια, θ᾽ ανταποδώσει μάλαμα και χαλκό, ώσπου να μαλακώσει
η πέτρινη καρδιά σου — ως τότε δικαιούσαι να ᾽σαι χολωμένος.»
60Τον κοίταξε ο Οδυσσέας λοξά και πολυμήχανος του μίλησε άγρια:
«Ευρύμαχε, κι αν όλα τα αποδώσετε τα πατρικά αγαθά μου,
όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε, κι αν βρείτε κι άλλα απ᾽ αλλού,
και πάλι αυτά τα χέρια δεν σταματούν μπροστά στο φονικό,
προτού πληρώσουν οι μνηστήρες όλοι την ξέφρενη ανομία τους.
Να το λοιπόν το δίλημμά σας: αντισταθείτε πολεμώντας ή
το βάζετε στα πόδια, αν κάποιος κατορθώσει
τον θάνατό του ν᾽ αποφύγει, την κακή του μοίρα — δεν το νομίζω ωστόσο
πως έστω κι ένας θα γλιτώσει από τον μαύρο όλεθρο.»
|