Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (21.285-21.342)


285Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ὑπερφιάλως νεμέσησαν,
δείσαντες μὴ τόξον ἐΰξοον ἐντανύσειεν.
Ἀντίνοος δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«ἆ δειλὲ ξείνων, ἔνι τοι φρένες οὐδ᾽ ἠβαιαί·
οὐκ ἀγαπᾷς ὃ ἕκηλος ὑπερφιάλοισι μεθ᾽ ἡμῖν
290 δαίνυσαι, οὐδέ τι δαιτὸς ἀμέρδεαι, αὐτὰρ ἀκούεις
μύθων ἡμετέρων καὶ ῥήσιος; οὐδέ τις ἄλλος
ἡμετέρων μύθων ξεῖνος καὶ πτωχὸς ἀκούει.
οἶνός σε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους
βλάπτει, ὃς ἄν μιν χανδὸν ἕλῃ μηδ᾽ αἴσιμα πίνῃ.
295 οἶνος καὶ Κένταυρον, ἀγακλυτὸν Εὐρυτίωνα,
ἄασ᾽ ἐνὶ μεγάρῳ μεγαθύμου Πειριθόοιο,
ἐς Λαπίθας ἐλθόνθ᾽· ὁ δ᾽ ἐπεὶ φρένας ἄασεν οἴνῳ,
μαινόμενος κάκ᾽ ἔρεξε δόμον κάτα Πειριθόοιο·
ἥρωας δ᾽ ἄχος εἷλε, διὲκ προθύρου δὲ θύραζε
300 ἕλκον ἀναΐξαντες, ἀπ᾽ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ
ῥῖνάς τ᾽ ἀμήσαντες· ὁ δὲ φρεσὶν ᾗσιν ἀασθεὶς
ἤϊεν ἣν ἄτην ὀχέων ἀεσίφρονι θυμῷ.
ἐξ οὗ Κενταύροισι καὶ ἀνδράσι νεῖκος ἐτύχθη,
οἷ δ᾽ αὐτῷ πρώτῳ κακὸν εὕρετο οἰνοβαρείων.
305 ὣς καὶ σοὶ μέγα πῆμα πιφαύσκομαι, αἴ κε τὸ τόξον
ἐντανύσῃς· οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις
ἡμετέρῳ ἐνὶ δήμῳ, ἄφαρ δέ σε νηῒ μελαίνῃ
εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων,
πέμψομεν· ἔνθεν δ᾽ οὔ τι σαώσεαι· ἀλλὰ ἕκηλος
310 πῖνέ τε, μηδ᾽ ἐρίδαινε μετ᾽ ἀνδράσι κουροτέροισι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«Ἀντίνο᾽, οὐ μὲν καλὸν ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον
ξείνους Τηλεμάχου, ὅς κεν τάδε δώμαθ᾽ ἵκηται.
ἔλπεαι, αἴ χ᾽ ὁ ξεῖνος Ὀδυσσῆος μέγα τόξον
315 ἐντανύσῃ χερσίν τε βίηφί τε ἧφι πιθήσας,
οἴκαδέ μ᾽ ἄξεσθαι καὶ ἑὴν θήσεσθαι ἄκοιτιν;
οὐδ᾽ αὐτός που τοῦτό γ᾽ ἐνὶ στήθεσσιν ἔολπε·
μηδέ τις ὑμείων τοῦ γ᾽ εἵνεκα θυμὸν ἀχεύων
ἐνθάδε δαινύσθω, ἐπεὶ οὐδὲ μὲν οὐδὲ ἔοικε.»
320Τὴν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἀντίον ηὔδα·
«κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια,
οὔ τί σε τόνδ᾽ ἄξεσθαι ὀϊόμεθ᾽· οὐδὲ ἔοικεν·
ἀλλ᾽ αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν,
μή ποτέ τις εἴπῃσι κακώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν·
325 “ἦ πολὺ χείρονες ἄνδρες ἀμύμονος ἀνδρὸς ἄκοιτιν
μνῶνται, οὐδέ τι τόξον ἐΰξοον ἐντανύουσιν·
ἀλλ᾽ ἄλλος τις πτωχὸς ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν
ῥηϊδίως ἐτάνυσσε βιόν, διὰ δ᾽ ἧκε σιδήρου.”
ὣς ἐρέουσ᾽, ἡμῖν δ᾽ ἂν ἐλέγχεα ταῦτα γένοιτο.»
330Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«Εὐρύμαχ᾽, οὔ πως ἔστιν ἐϋκλεῖας κατὰ δῆμον
ἔμμεναι οἳ δὴ οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν
ἀνδρὸς ἀριστῆος· τί δ᾽ ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε;
οὗτος δὲ ξεῖνος μάλα μὲν μέγας ἠδ᾽ εὐπηγής,
335 πατρὸς δ᾽ ἐξ ἀγαθοῦ γένος εὔχεται ἔμμεναι υἱός.
ἀλλ᾽ ἄγε οἱ δότε τόξον ἐΰξοον, ὄφρα ἴδωμεν.
ὧδε γὰρ ἐξερέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
εἴ κέ μιν ἐντανύσῃ, δώῃ δέ οἱ εὖχος Ἀπόλλων,
ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά,
340 δώσω δ᾽ ὀξὺν ἄκοντα, κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν,
καὶ ξίφος ἄμφηκες· δώσω δ᾽ ὑπὸ ποσσὶ πέδιλα,
πέμψω δ᾽ ὅππῃ μιν κραδίη θυμός τε κελεύει.»


Αυτά τους είπε, εκείνοι όμως όλοι τους άναψαν και κόρωσαν· γιατί
φοβήθηκαν μήπως μπορέσει να τεντώσει το γυαλιστερό δοξάρι.
Γι᾽ αυτό ο Αντίνοος τον αποπήρε, αυτά τα λόγια ξεστομίζοντας:
«Ε, ξένε κακομοίρη, δεν έχεις φαίνεται μυαλό κουκούτσι.
Αλήθεια, δεν σου φτάνει που κάθεσαι μ᾽ εμάς τους άρχοντες,
που με την άνεσή σου χορταίνεις φαγητό,
290μερίδα δεν σου λείπει· ακόμη ακούς
τι λέμε μεταξύ μας, την κάθε μας κουβέντα, που άλλος κανείς,
ξένος ζητιάνος δεν άκουσε ποτέ και δεν ακούει.
Αλλά σ᾽ έχει βαρέσει εσένα το γλυκό κρασί, που κι άλλους έβλαψε,
όποιον ξεδιάντροπα σαν καταβόθρα πίνει.
Με το κρασί την έπαθε κι ο Κένταυρος, ο διαβόητος εκείνος
Ευρυτίων, μέσα στο σπίτι του γενναίου Πειρίθου, φτάνοντας τότε
στους Λαπίθες. Με μεθυσμένο το μυαλό, μανιακός
κακούργησε σε βάρος του Πειρίθου, αλλά τα παλληκάρια εκείνου
αγρίεψαν κι αυτά, τον έσυραν από την πόρτα έξω στην αυλόθυρα
300κι εκεί μ᾽ άσπλαχνο χάλκινο μαχαίρι τα αφτιά του κόβουν
και τη μύτη, οπότε αυτός τρεκλίζοντας πήρε τον δρόμο του,
ο μωρός, στην τύφλα του βαθιά χωμένος.
Έτσι ξεκίνησε ο καβγάς ανάμεσα σ᾽ ανθρώπους και Κενταύρους,
αλλά κι ο μέθυσος ξεπλήρωσε πιο πριν το κρίμα του.
Πάθος ανάλογο προβλέπω και για σένα, ανίσως και τανύσεις
το δοξάρι αυτό. Μην περιμένεις στον δικό μας τόπο λόγο καλό ν᾽ ακούσεις·
στον Έχετο, με μελανό καράβι, πιο βάρβαρο απ᾽ όποιον άλλο βασιλιά
του κόσμου, στο πι και φι εμείς θα σ᾽ αποστείλουμε, όπου ελπίδα δεν υπάρχει
να γλιτώσεις πια. Γι᾽ αυτό κάτσε στ᾽ αβγά σου πίνοντας,
310και μην τα βάζεις μ᾽ άλλους που έχουν τα μισά σου χρόνια.»
Πήρε τον λόγο αμέσως, με τη δική της γνώση, η Πηνελόπη:
«Αντίνοε, μήτε σωστό μήτε και δίκαιο είναι με τέτοιον τρόπο
να καταφρονείς ξένους του Τηλεμάχου, όποιος κι αν βρέθηκε,
φιλοξενούμενος στο σπίτι του.
Μήπως σου πέρασε η ιδέα πως, αν ο ξένος κατορθώσει
το μέγα τόξο να τεντώσει, γιατί εμπιστεύεται τα χέρια και τη δύναμή του,
πως θα με πάρει και γυναίκα του στο σπίτι, πως θα με ρίξει στο κρεβάτι του;
Μα κάτι τέτοιο, σίγουρα, μήτε κι ο ίδιος το φαντάστηκε· γι᾽ αυτό
μη χολοσκάτε, το φαγοπότι μη χαλάσεις —
έτσι κι αλλιώς το πράγμα μοιάζει αταίριαστο.»
320Στη μέση μπήκε του Πολύβου γιος ο Ευρύμαχος, ανταπαντώντας:
«Του Ικαρίου κόρη, φρόνιμη Πηνελόπη, καθόλου δεν το φανταστήκαμε
πως θα σε πάρει αυτός στον τόπο του γυναίκα, πράγμα εντελώς
αταίριαστο. Ντρεπόμαστε όμως την καταλαλιά από γυναίκες κι άντρες,
μήπως και κάποιος ταπεινότερος κουτσομπολέψει λέγοντας:
“Κοίτα λοιπόν, άντρες κατώτεροι γυρεύουν ταίρι τους τη γυναίκα
ενός ανώτερου, αλλά δεν έχουν δύναμη το τορνεμένο τούτο τόξο
να τανύσουν· κι όμως ένας ζητιάνος, που έφτασε εδώ περιπλανώμενος,
το τάνυσε εύκολα και τη σαΐτα στα πελέκια πέρασε.”
Αυτά θα πουν, κι εμείς θα φορτωθούμε την ντροπή.»
330Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, με γνώση και με φρόνηση:
«Ευρύμαχε, για τον θεό, δεν τίθεται νομίζω ζήτημα μνείας εύφημης
στον κόσμο μας, όσο ατιμάζουν κάποιοι το σπίτι και το βιος
ενός ενάρετου κι αντρείου. Λοιπόν ποιος λόγος τώρα να νιώθετε ντροπή;
Όσο γι᾽ αυτόν τον ξένο, δείχνει και μεγαλόσωμος και μπρατσωμένος,
καυχιέται εξάλλου και για τη γενιά του, πως είναι γόνος πατέρα ευγενικού.
Λέω λοιπόν να του παραχωρήσετε το τορνεμένο τόξο,
κι ύστερα βλέπουμε. Και κάτι ακόμη έχω να πω, και πείτε το συντελεσμένο:
ανίσως το τανύσει αυτός, αν ο Απόλλων τού χαρίσει νίκη,
υπόσχομαι πως θα τον ντύσω με ρούχα ωραία, χλαίνη,
340χιτώνα, πως θα του δώσω μυτερό κοντάρι, να τον φυλάει
από σκυλιά κι ανθρώπους, πως θα του δώσω δίκοπο σπαθί, σαντάλια
για τα πόδια του, κι έτσι θα τον προπέμψω όπου η ψυχή του
και η καρδιά του επιθυμεί.»