Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (5.12.1-5.17.2)

[5.12.1] Καὶ ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ θέρους τελευτῶντος Ῥαμφίας καὶ Αὐτοχαρίδας καὶ Ἐπικυδίδας Λακεδαιμόνιοι ἐς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης χωρία βοήθειαν ἦγον ἐνακοσίων ὁπλιτῶν, καὶ ἀφικόμενοι ἐς Ἡράκλειαν τὴν ἐν Τραχῖνι καθίσταντο ὅτι αὐτοῖς ἐδόκει μὴ καλῶς ἔχειν. [5.12.2] ἐνδιατριβόντων δὲ αὐτῶν ἔτυχεν ἡ μάχη αὕτη γενομένη, καὶ τὸ θέρος ἐτελεύτα.
[5.13.1] Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος εὐθὺς μέχρι μὲν Πιερίου τῆς Θεσσαλίας διῆλθον οἱ περὶ τὸν Ῥαμφίαν, κωλυόντων δὲ τῶν Θεσσαλῶν καὶ ἅμα Βρασίδου τεθνεῶτος, ᾧπερ ἦγον τὴν στρατιάν, ἀπετράποντο ἐπ᾽ οἴκου, νομίσαντες οὐδένα καιρὸν ἔτι εἶναι τῶν τε Ἀθηναίων ἥσσῃ ἀπεληλυθότων καὶ οὐκ ἀξιόχρεων αὐτῶν ὄντων δρᾶν τι ὧν κἀκεῖνος ἐπενόει. [5.13.2] μάλιστα δὲ ἀπῆλθον εἰδότες τοὺς Λακεδαιμονίους, ὅτε ἐξῇσαν, πρὸς τὴν εἰρήνην μᾶλλον τὴν γνώμην ἔχοντας. [5.14.1] ξυνέβη τε εὐθὺς μετὰ τὴν ἐν Ἀμφιπόλει μάχην καὶ τὴν Ῥαμφίου ἀναχώρησιν ἐκ Θεσσαλίας ὥστε πολέμου μὲν μηδὲν ἔτι ἅψασθαι μηδετέρους, πρὸς δὲ τὴν εἰρήνην μᾶλλον τὴν γνώμην εἶχον, οἱ μὲν Ἀθηναῖοι πληγέντες ἐπί τε τῷ Δηλίῳ καὶ δι᾽ ὀλίγου αὖθις ἐν Ἀμφιπόλει, καὶ οὐκ ἔχοντες τὴν ἐλπίδα τῆς ῥώμης πιστὴν ἔτι, ᾗπερ οὐ προσεδέχοντο πρότερον τὰς σπονδάς, δοκοῦντες τῇ παρούσῃ εὐτυχίᾳ καθυπέρτεροι γενήσεσθαι· [5.14.2] καὶ τοὺς ξυμμάχους ἅμα ἐδέδισαν σφῶν μὴ διὰ τὰ σφάλματα ἐπαιρόμενοι ἐπὶ πλέον ἀποστῶσι, μετεμέλοντό τε ὅτι μετὰ τὰ ἐν Πύλῳ καλῶς παρασχὸν οὐ ξυνέβησαν· [5.14.3] οἱ δ᾽ αὖ Λακεδαιμόνιοι παρὰ γνώμην μὲν ἀποβαίνοντος σφίσι τοῦ πολέμου, ἐν ᾧ ᾤοντο ὀλίγων ἐτῶν καθαιρήσειν τὴν τῶν Ἀθηναίων δύναμιν, εἰ τὴν γῆν τέμνοιεν, περιπεσόντες δὲ τῇ ἐν τῇ νήσῳ ξυμφορᾷ, οἵα οὔπω ἐγεγένητο τῇ Σπάρτῃ, καὶ λῃστευομένης τῆς χώρας ἐκ τῆς Πύλου καὶ Κυθήρων, αὐτομολούντων τε τῶν Εἱλώτων καὶ αἰεὶ προσδοκίας οὔσης μή τι καὶ οἱ ὑπομένοντες τοῖς ἔξω πίσυνοι πρὸς τὰ παρόντα σφίσιν ὥσπερ καὶ πρότερον νεωτερίσωσιν. [5.14.4] ξυνέβαινε δὲ καὶ πρὸς τοὺς Ἀργείους αὐτοῖς τὰς τριακοντούτεις σπονδὰς ἐπ᾽ ἐξόδῳ εἶναι, καὶ ἄλλας οὐκ ἤθελον σπένδεσθαι οἱ Ἀργεῖοι εἰ μή τις αὐτοῖς τὴν Κυνουρίαν γῆν ἀποδώσει, ὥστ᾽ ἀδύνατα εἶναι ἐφαίνετο Ἀργείοις καὶ Ἀθηναίοις ἅμα πολεμεῖν. τῶν τε ἐν Πελοποννήσῳ πόλεων ὑπώπτευόν τινας ἀποστήσεσθαι πρὸς τοὺς Ἀργείους· ὅπερ καὶ ἐγένετο.
[5.15.1] Ταῦτ᾽ οὖν ἀμφοτέροις αὐτοῖς λογιζομένοις ἐδόκει ποιητέα εἶναι ἡ ξύμβασις, καὶ οὐχ ἧσσον τοῖς Λακεδαιμονίοις, ἐπιθυμίᾳ τῶν ἀνδρῶν τῶν ἐκ τῆς νήσου κομίσασθαι· ἦσαν γὰρ οἱ Σπαρτιᾶται αὐτῶν πρῶτοί τε καὶ †ὁμοίως† σφίσι ξυγγενεῖς. [5.15.2] ἤρξαντο μὲν οὖν καὶ εὐθὺς μετὰ τὴν ἅλωσιν αὐτῶν πράσσειν, ἀλλ᾽ οἱ Ἀθηναῖοι οὔπως ἤθελον, εὖ φερόμενοι, ἐπὶ τῇ ἴσῃ καταλύεσθαι. σφαλέντων δὲ αὐτῶν ἐπὶ τῷ Δηλίῳ παραχρῆμα οἱ Λακεδαιμόνιοι, γνόντες νῦν μᾶλλον ἂν ἐνδεξαμένους, ποιοῦνται τὴν ἐνιαύσιον ἐκεχειρίαν, ἐν ᾗ ἔδει ξυνιόντας καὶ περὶ τοῦ πλέονος χρόνου βουλεύεσθαι. [5.16.1] ἐπειδὴ δὲ καὶ ἡ ἐν Ἀμφιπόλει ἧσσα τοῖς Ἀθηναίοις ἐγεγένητο καὶ ἐτεθνήκει Κλέων τε καὶ Βρασίδας, οἵπερ ἀμφοτέρωθεν μάλιστα ἠναντιοῦντο τῇ εἰρήνῃ, ὁ μὲν διὰ τὸ εὐτυχεῖν τε καὶ τιμᾶσθαι ἐκ τοῦ πολεμεῖν, ὁ δὲ γενομένης ἡσυχίας καταφανέστερος νομίζων ἂν εἶναι κακουργῶν καὶ ἀπιστότερος διαβάλλων, τότε δὴ ἑκατέρᾳ τῇ πόλει σπεύδοντες τὰ μάλιστα τὴν ἡγεμονίαν Πλειστοάναξ τε ὁ Παυσανίου βασιλεὺς Λακεδαιμονίων καὶ Νικίας ὁ Νικηράτου, πλεῖστα τῶν τότε εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις, πολλῷ δὴ μᾶλλον προυθυμοῦντο, Νικίας μὲν βουλόμενος, ἐν ᾧ ἀπαθὴς ἦν καὶ ἠξιοῦτο, διασώσασθαι τὴν εὐτυχίαν, καὶ ἔς τε τὸ αὐτίκα πόνων πεπαῦσθαι καὶ αὐτὸς καὶ τοὺς πολίτας παῦσαι καὶ τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄνομα ὡς οὐδὲν σφήλας τὴν πόλιν διεγένετο, νομίζων ἐκ τοῦ ἀκινδύνου τοῦτο ξυμβαίνειν καὶ ὅστις ἐλάχιστα τύχῃ αὑτὸν παραδίδωσι, τὸ δὲ ἀκίνδυνον τὴν εἰρήνην παρέχειν, Πλειστοάναξ δὲ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν διαβαλλόμενος περὶ τῆς καθόδου, καὶ ἐς ἐνθυμίαν τοῖς Λακεδαιμονίοις αἰεὶ προβαλλόμενος ὑπ᾽ αὐτῶν, ὁπότε τι πταίσειαν, ὡς διὰ τὴν ἐκείνου κάθοδον παρανομηθεῖσαν ταῦτα ξυμβαίνοι. [5.16.2] τὴν γὰρ πρόμαντιν τὴν ἐν Δελφοῖς ἐπῃτιῶντο αὐτὸν πεῖσαι μετ᾽ Ἀριστοκλέους τοῦ ἀδελφοῦ ὥστε χρῆσαι Λακεδαιμονίοις ἐπὶ πολὺ τάδε θεωροῖς ἀφικνουμένοις, Διὸς υἱοῦ ἡμιθέου τὸ σπέρμα ἐκ τῆς ἀλλοτρίας ἐς τὴν ἑαυτῶν ἀναφέρειν, [5.16.3] εἰ δὲ μή, ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν· χρόνῳ δὲ προτρέψαι τοὺς Λακεδαιμονίους φεύγοντα αὐτὸν ἐς Λύκαιον διὰ τὴν ἐκ τῆς Ἀττικῆς ποτὲ μετὰ δώρων δοκήσεως ἀναχώρησιν, καὶ ἥμισυ τῆς οἰκίας τοῦ ἱεροῦ τότε τοῦ Διὸς οἰκοῦντα φόβῳ τῷ Λακεδαιμονίων, ἔτει ἑνὸς δέοντι εἰκοστῷ τοῖς ὁμοίοις χοροῖς καὶ θυσίαις καταγαγεῖν ὥσπερ ὅτε τὸ πρῶτον Λακεδαίμονα κτίζοντες τοὺς βασιλέας καθίσταντο. [5.17.1] ἀχθόμενος οὖν τῇ διαβολῇ ταύτῃ καὶ νομίζων ἐν εἰρήνῃ μὲν οὐδενὸς σφάλματος γιγνομένου καὶ ἅμα τῶν Λακεδαιμονίων τοὺς ἄνδρας κομιζομένων κἂν αὐτὸς τοῖς ἐχθροῖς ἀνεπίληπτος εἶναι, πολέμου δὲ καθεστῶτος αἰεὶ ἀνάγκην εἶναι τοὺς προύχοντας ἀπὸ τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι, προυθυμήθη τὴν ξύμβασιν. [5.17.2] καὶ τόν τε χειμῶνα τοῦτον ᾖσαν ἐς λόγους καὶ πρὸς τὸ ἔαρ ἤδη παρασκευή τε προεπανεσείσθη ἀπὸ τῶν Λακεδαιμονίων περιαγγελλομένη κατὰ πόλεις ὡς ‹ἐς› ἐπιτειχισμόν, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι μᾶλλον ἐσακούοιεν, καὶ ἐπειδὴ ἐκ τῶν ξυνόδων ἅμα πολλὰς δικαιώσεις προενεγκόντων ἀλλήλοις ξυνεχωρεῖτο ὥστε ἃ ἑκάτεροι πολέμῳ ἔσχον ἀποδόντας τὴν εἰρήνην ποιεῖσθαι, Νίσαιαν δ᾽ ἔχειν Ἀθηναίους (ἀνταπαιτούντων γὰρ Πλάταιαν οἱ Θηβαῖοι ἔφασαν οὐ βίᾳ, ἀλλ᾽ ὁμολογίᾳ αὐτῶν προσχωρησάντων καὶ οὐ προδόντων ἔχειν τὸ χωρίον, καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τῷ αὐτῷ τρόπῳ τὴν Νίσαιαν), τότε δὴ παρακαλέσαντες τοὺς ἑαυτῶν ξυμμάχους οἱ Λακεδαιμόνιοι, καὶ ψηφισαμένων πλὴν Βοιωτῶν καὶ Κορινθίων καὶ Ἠλείων καὶ Μεγαρέων τῶν ἄλλων ὥστε καταλύεσθαι (τούτοις δὲ οὐκ ἤρεσκε τὰ πρασσόμενα), ποιοῦνται τὴν ξύμβασιν καὶ ἐσπείσαντο πρὸς τοὺς Ἀθηναίους καὶ ὤμοσαν, ἐκεῖνοί τε πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους, τάδε.

[5.12.1] Την ίδια, περίπου, εποχή, οι Λακεδαιμόνιοι Ραμφίας, Αυτοχαρίδας και Επικυδίδας ξεκίνησαν με εννιακόσιους οπλίτες για να ενισχύσουν τον Βρασίδα στην Θράκη. Έφτασαν στην Ηράκλεια της Τραχινίας, όπου πήραν μέτρα για να τακτοποιήσουν ό,τι δεν πήγαινε καλά. [5.12.2] Ενώ ήσαν ακόμη στην Ηράκλεια έγινε η μάχη στην Αμφίπολη και τελείωσε το καλοκαίρι.
[5.13.1] Μόλις μπήκε ο χειμώνας, ο Ραμφίας και ο στρατός του προχώρησαν έως το Πιέριον της Θεσσαλίας. Αλλά τους εμπόδισαν οι Θεσσαλοί κι επειδή είχε σκοτωθεί ο Βρασίδας τον οποίο πήγαιναν να ενισχύσουν, γύρισαν στην πατρίδα τους, θεωρώντας ότι η ευκαιρία είχε χαθεί (αφού μετά την ήττα τους οι Αθηναίοι είχαν φύγει από την περιοχή) και πιστεύοντας ότι αυτοί οι ίδιοι δεν ήσαν σε θέση να εφαρμόσουν τα σχέδια του Βρασίδα. [5.13.2] Ο κύριος, όμως, λόγος για τον οποίο γύρισαν πίσω ήταν ότι, καθώς έφευγαν από την Σπάρτη, είχαν καταλάβει πως οι Λακεδαιμόνιοι είχαν διαθέσεις να κάνουν ειρήνη.
[5.14.1] Και πραγματικά, μετά την μάχη στην Αμφίπολη και την υποχώρηση του Ραμφία από την Θεσσαλία, κανείς από τους δυο αντιπάλους δεν έκανε πολεμικές επιχειρήσεις και είχαν και οι δυο την επιθυμία να κλείσουν ειρήνη. Οι Αθηναίοι είχαν πάθει συμφορά στο Δήλιον και λίγο αργότερα στην Αμφίπολη και είχαν χάσει την αυτοπεποίθηση που είχαν άλλοτε, όταν αρνήθηκαν να κάνουν ειρήνη θεωρώντας ότι οι επιτυχίες τους τους εξασφάλιζαν την υπεροχή. [5.14.2] Είχαν και τον φόβο μήπως οι συμφορές τους ενθαρρύνουν τους συμμάχους και πολλαπλασιαστούν οι αποστασίες τους και μετανοούσαν που δεν είχαν κάνει ειρήνη μετά την επιτυχία της Πύλου, όταν οι περιστάσεις ήσαν τόσο ευνοϊκές. [5.14.3] Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν ότι ο πόλεμος είχε πάρει μιαν εξέλιξη διαφορετική από εκείνη που είχαν προβλέψει, γιατί είχαν νομίσει ότι, ερημώνοντας την γη των Αθηναίων, θα κατόρθωναν μέσα σε λίγα χρόνια, να καταστρέψουν την δύναμή τους. Στην Σφακτηρία είχαν πάθει μεγάλη συμφορά που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία της Σπάρτης, η χώρα τους καταστρεφόταν από τις επιδρομές του εχθρού που είχε ορμητήρια την Πύλο και τα Κύθηρα, οι είλωτες αυτομολούσαν και ήταν φόβος μήπως επαναστατήσουν —όπως το είχαν κάνει παλαιότερα— εκείνοι που έμεναν στην χώρα, βέβαιοι ότι θα τους βοηθήσουν οι άλλοι απ᾽ έξω. [5.14.4] Κατά σύμπτωση έληγαν και οι τριαντάχρονες σπονδές με τους Αργείους, οι οποίοι δεν ήθελαν να τις ανανεώσουν αν δεν τους έδιναν πίσω την περιοχή της Κυνουρίας. Οι Λακεδαιμόνιοι θεωρούσαν ότι τους ήταν αδύνατον ν᾽ αντιμετωπίσουν και τους Αργείους και τους Αθηναίους και είχαν την υποψία ότι μερικές πολιτείες της Πελοποννήσου ήσαν έτοιμες να συμμαχήσουν με το Άργος, όπως και έγινε.
[5.15.1] Αυτά είχαν υπόψη τους οι δύο αντίπαλοι και επιθυμούσαν να κάνουν ειρήνη, ιδίως οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι ήθελαν να πάρουν πίσω τους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας. Μεταξύ τους υπήρχαν Σπαρτιάτες που ανήκαν στις πρώτες οικογένειες της Σπάρτης ή ήσαν συγγενείς τους. [5.15.2] Είχαν αρχίσει να διαπραγματεύονται αμέσως μετά την αιχμαλωσία τους, αλλά οι Αθηναίοι, τότε που τους ευνοούσε η τύχη, δεν είχαν διάθεση να κάνουν ειρήνη με λογικούς όρους. Όταν, όμως, έπαθαν την συμφορά του Δηλίου, τότε οι Λακεδαιμόνιοι κατάλαβαν ότι οι Αθηναίοι θα ήσαν πιο πρόθυμοι για συνεννοήσεις και έκαναν την ανακωχή για ένα χρόνο, στην διάρκεια του οποίου συμφωνήθηκε να συνέρχονται αντιπρόσωποι για να διαπραγματευτούν οριστική ειρήνη.
[5.16.1] Μετά την ήττα των Αθηναίων στην Αμφίπολη και μετά τον θάνατο του Κλέωνος και του Βρασίδα οι οποίοι —ο καθένας από την μεριά του— εργάζονταν εναντίον της ειρήνης (ο Βρασίδας επειδή με τον πόλεμο είχε επιτυχίες και τιμές, ο Κλέων επειδή πίστευε ότι εάν γίνει ειρήνη, τότε οι επιλήψιμες πράξεις του θα γίνονταν πιο φανερές και οι διαβολές του λιγότερο πιστευτές) δυο άνθρωποι επιδίωκαν ν᾽ αναδειχτούν στην Σπάρτη και στην Αθήνα. Ο Πλειστοάναξ του Παυσανίου, βασιλιάς των Λακεδαιμονίων, και ο Νικίας του Νικηράτου, τον οποίο θεωρούσαν ότι είχε τις περισσότερες πολεμικές επιτυχίες, άρχισαν να εργάζονται με ζήλο για να γίνει ειρήνη. Ο Νικίας επιθυμούσε την ειρήνη επειδή ήθελε να στερεώσει τη θέση του όσο δεν είχε ακόμα πάθει κανένα ατύχημα και είχε την γενική εκτίμηση. Για το άμεσο μέλλον επιθυμούσε κι ο ίδιος ν᾽ απαλλαγεί και ν᾽ απαλλάξει τους συμπολίτες του από τα δεινά του πολέμου και για το απώτερο μέλλον ήθελε ν᾽ αφήσει όνομα ανθρώπου που ποτέ, στην δημόσια ζωή του, δεν είχε γίνει αιτία να πάθει κάτι η πολιτεία. Θεωρούσε ότι, ο καλύτερος τρόπος να το επιτύχει αυτό κανείς είναι ν᾽ αποφεύγει τους κινδύνους και να εμπιστεύεται όσο μπορεί λιγότερο την τύχη. Ο καλύτερος τρόπος να προφυλάγεται από τους κινδύνους είναι η ειρήνη. Ο Πλειστοάναξ επιθυμούσε την ειρήνη, επειδή είχε γυρίσει από την εξορία και οι εχθροί του τον κατηγορούσαν και εξήγειραν τους Λακεδαιμονίους εναντίον του κάθε φορά που συνέβαινε κάποια συμφορά, λέγοντας ότι τα πάθαιναν επειδή ο Πλειστοάναξ είχε επιστρέψει παράνομα. [5.16.2] Τον κατηγορούσαν, αυτόν και τον αδελφό του Αριστοκλή, ότι είχαν πείσει την Πυθία των Δελφών να δίνει πάντα και για πολύν καιρό την ίδια απόκριση σε όσους Λακεδαιμονίους αποσταλμένους πήγαιναν να ζητήσουν χρησμό: ότι έπρεπε ν᾽ ανακαλέσουν από την ξένη γη στην Λακεδαίμονα το σπέρμα του ημιθέου γιου του Δία [5.16.3] αλλιώς θα ερχόταν η στιγμή που θα όργωναν την γη τους με ασημένιο υνί. Μετά από χρόνια εξορία του Πλειστοάνακτα, η Πυθία έπεισε τους Λακεδαιμονίους να του επιτρέψουν να γυρίσει από το Λύκαιο όπου τον είχαν εξορίσει επειδή πίστευαν ότι είχε δωροδοκηθεί για ν᾽ αποσυρθεί από την Αττική. Από φόβο των Λακεδαιμονίων κατοικούσε ένα σπίτι που το μισό ήταν μέσα στον περίβολο του ναού του Δία. Για την επιστροφή του οργάνωσαν τις ίδιες τελετές και τους ίδιους χορούς που είχαν κάνει όταν είχε ιδρυθεί η Σπάρτη και όταν είχαν ενθρονίσει τους πρώτους βασιλείς τους.
[5.17.1] Ο Πλειστοάναξ, ταλαιπωρημένος απ᾽ αυτές τις κατηγορίες, σκεπτόταν ότι, αν γινόταν ειρήνη, θα σταματούσαν οι συμφορές και οι Λακεδαιμόνιοι θα έπαιρναν πίσω τους αιχμαλώτους. Έτσι ο ίδιος θα έπαυε να είναι στόχος των εχθρών του, γιατί ήξερε ότι, όσο γίνεται πόλεμος, οι ευθύνες για τις συμφορές καταλογίζονται πάντα στους ηγέτες. Γι᾽ αυτό και επιθυμούσε πολύ να γίνει συμφωνία. [5.17.2] Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν όλο τον χειμώνα και όταν έμπαινε η άνοιξη οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάστηκαν για νέες επιχειρήσεις κι έστειλαν αντιπροσώπους στις συμμαχικές τους πολιτείες για ν᾽ αναγγείλουν ότι θα οργανώσουν οχυρωμένη βάση στην Αττική. Θεωρούσαν ότι, μαθαίνοντάς το, οι Αθηναίοι θα γίνονταν πιο υποχωρητικοί. Έγιναν συνεννοήσεις πολλές και οι δύο πλευρές πρόβαλαν πολλές απαιτήσεις. Τέλος έγινε συμφωνία να συνομολογήσουν ειρήνη με όρο ν᾽ αποδώσει ο καθένας ό,τι είχε κυριέψει με τα όπλα. Οι Αθηναίοι, όμως, θα κρατούσαν την Νίσαια, γιατί όταν πρόβαλαν την απαίτηση να τους αποδοθεί η Πλάταια, οι Θηβαίοι αντιτάξαν ότι δεν την είχαν κυριέψει ούτε με τη βία ούτε με προδοσία, αλλά μετά από συμφωνία με τους Πλαταιείς. Αλλά και οι Αθηναίοι είχαν πάρει την Νίσαια με τον ίδιο τρόπο. Οι Λακεδαιμόνιοι συγκάλεσαν όλους τους συμμάχους τους και όλοι, εκτός από τους Βοιωτούς, τους Κορινθίους, τους Ηλείους και τους Μεγαρείς, οι οποίοι δεν έδωσαν την έγκρισή τους στα όσα γίνονταν, συμφώνησαν να τερματιστεί ο πόλεμος. Έγινε, λοιπόν, η συνθήκη και Αθηναίοι και Λακεδαιμόνιοι δεσμεύτηκαν με σπονδές και όρκους: