Τέλειωσε με τα λόγια κι άφησε κάτω το δοξάρι,
να γέρνει στα πορτόφυλλα με τις καλάρμοστες γυαλιστερές σανίδες,
και πάνω στην ωραία κορώνη τη γρήγορη σαΐτα στήριξε.
Μετά πήγε και κάθησε στον δίφρο απ᾽ όπου ανασηκώθηκε.
Ο Αντίνοος όμως αντιμίλησε, βαριά τον αποπήρε:
«Τι λόγος πάλι αυτός, Ληώδη, που ξεστόμισες,
βαρύς κι αβάσταχτος; Φουντώνω από θυμό ακούγοντας,
170αν, όπως λες, το τόξο τούτο θα στερήσει σ᾽ ανδρείους πολλούς
και την ορμή και τη ζωή τους, μόνο και μόνο επειδή εσύ
δεν μπόρεσες να το τανύσεις. Μα είναι ηλίου φαεινότερο·
η σεβαστή σου μάνα εσένα δεν σε γέννησε τέτοιον που να μπορείς
και το δοξάρι να τραβάς και τις σαΐτες να πετάς.
Υπάρχουν όμως άλλοι μνηστήρες που το λέει η καρδιά τους,
αυτοί θα το τανύσουν δίχως χασομέρι.»
Έτσι μιλώντας, τον Μελάνθιο φώναξε τον γιδολάτη:
«Βιάσου, Μελάνθιε, άναψε τη φωτιά στην αίθουσα, βάλε κοντά της
κάθισμα φαρδύ και πάνω του προβιά, φέρε από μέσα
χοντρό κομμάτι ξίγκι, ζεστό να το μαλάξουνε οι νέοι αυτοί,
ν᾽ αλείφουν το δοξάρι — κι έτσι
180το τόξο δοκιμάζοντας, να πάρει ο αγώνας τέλος.»
Ακούγοντας την προσταγή ο Μελάνθιος, ανάβει αμέσως την ακάματη φωτιά,
έβαλε πλάι κάθισμα φαρδύ και πάνω του προβιά, έφερε κι από μέσα
ένα χοντρό κομμάτι ξίγκι.
Μαλάζοντάς το τότε οι νέοι δοκίμασαν το τόξο,
αλλά δεν μπόρεσαν να το τανύσουν — τους έλειψε πολύ η τόση δύναμη.
Περίμενε στο μεταξύ ο Αντίνοος, το ίδιο κι ο Ευρύμαχος,
ωραίος σαν θεός, οι πρώτοι των μνηστήρων —
ήσαν οι δυο τους οι καλύτεροι, ξεχώριζαν πολύ με τα χαρίσματά τους.
Την ώρα εκείνη γλίστρησαν μαζί και βγήκαν έξω
βουκόλος και χοιροβοσκός του ένθεου Οδυσσέα. Πήγε κατόπιν τους,
190το σπίτι αφήνοντας, κι ο θείος Οδυσσέας.
Κι όταν οι τρεις τις πόρτες πέρασαν κι έξω από την αυλή
βρέθηκαν, ο Οδυσσέας τούς φώναξε κι έτσι γλυκά τους είπε:
«Ε σεις, βουκόλε και χοιροβοσκέ, αυτό που έχω να το πω
ή να το κρύψω μέσα μου; κι όμως το μέσα μου με σπρώχνει να το ομολογήσω.
Πώς τάχα θ᾽ αντιδρούσατε, αν κάπου, ξαφνικά,
έφτανε ο Οδυσσέας εδώ, αν κάποιος θεός τον έφερνε;
το μέρος άραγε θα παίρνατε του Οδυσσέα ή μήπως των μνηστήρων;
Ξεκάθαρα μιλήστε, όπως το λέει και το θέλει ο νους σας.»
Αμέσως αποκρίθηκε ο βουκόλος, άνθρωπος ίσος:
200«Δία πατέρα, μακάρι τη λαχτάρα μας αυτή να την ξεπλήρωνες,
μακάρι εκείνος να γυρίσει, κάποιος θεός πίσω να μας τον φέρει·
θα ᾽βλεπες τότε ποια και πόση η δύναμή μου, ως πού φτάνουν τα χέρια μου.»
Όμοια κι ο Εύμαιος ευχόταν σ᾽ όλους τους θεούς
τον νόστο του πολύφρονα Οδυσσέα στο σπίτι του.
Κι όταν εκείνος αναγνώρισε το τίμιο φρόνημά τους,
πήρε ξανά τον λόγο και τους είπε:
«Να ᾽μαι, εγώ στο σπίτι μου, ο ίδιος! Αφού με πάθη πάλεψα πολλά,
έφτασα τώρα στην πατρίδα μου, κι έχουν περάσει,
συμπληρώνονται είκοσι χρόνια.
Το βλέπω και το αναγνωρίζω· μόνο εσείς οι δυο τον γυρισμό μου
210λαχταρούσατε στο σπίτι αυτό· από τους άλλους δούλους
δεν άκουσα κανέναν τον νόστο μου να θέλει, κάποιος να κάνει ευχή
για να γυρίσω πάλι στην πατρίδα μου.
Σ᾽ εσάς λοιπόν κι εγώ τώρα θα πω την πάσα αλήθεια, τι μέλλεται να γίνει:
αν ο θεός δαμάσει με το χέρι μου τους υπερήφανους μνηστήρες,
τότε γυναίκα θα σας βρω, θα σας χαρίσω πλούσιο βιος, σπίτια χτισμένα
πλάι στο παλάτι μου. Και πια από δω και πέρα θα ᾽στε για μένα
αδέλφια του Τηλέμαχου, παντοτινοί του εταίροι.
Αλλά σκοπεύω τώρα να σας δείξω σημάδι απαραγνώριστο,
να με καλωσορίσετε κι ο νους σας να πιστέψει·
να η ουλή που κάποτε στιγμάτισε με το λευκό του δόντι ο κάπρος,
220τότε που βρέθηκα ψηλά στον Παρνασσό, με του Αυτόλυκου τους γιους μαζί.»
|