Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (1.15.1-1.15.8)

[1.15.1] Οἱ δὲ Πέρσαι, ᾗ πρῶτοι οἱ ἀμφὶ Ἀμύνταν καὶ Σωκράτην προσέσχον τῇ ὄχθῃ, ταύτῃ καὶ αὐτοὶ ἄνωθεν ἔβαλλον, οἱ μὲν αὐτῶν ἀπὸ τῆς ὄχθης ἐξ ὑπερδεξίου ἐς τὸν ποταμὸν ἐσακοντίζοντες, οἱ δὲ κατὰ τὰ χθαμαλώτερα αὐτῆς ἔστε ἐπὶ τὸ ὕδωρ καταβαίνοντες. [1.15.2] καὶ ἦν τῶν τε ἱππέων ὠθισμός, τῶν μὲν ἐκβαίνειν ἐκ τοῦ ποταμοῦ, τῶν δ᾽ εἴργειν τὴν ἔκβασιν, καὶ παλτῶν ἀπὸ μὲν τῶν Περσῶν πολλὴ ἄφεσις, οἱ Μακεδόνες δὲ ξὺν τοῖς δόρασιν ἐμάχοντο. ἀλλὰ τῷ τε πλήθει πολὺ ἐλαττούμενοι ‹οἱ› Μακεδόνες ἐκακοπάθουν ἐν τῇ πρώτῃ προσβολῇ, καὶ αὐτοὶ ἐξ οὐ βεβαίου τε καὶ ἅμα κάτωθεν ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἀμυνόμενοι, οἱ δὲ Πέρσαι ἐξ ὑπερδεξίου τῆς ὄχθης· ἄλλως τε καὶ τὸ κράτιστον τῆς Περσικῆς ἵππου ταύτῃ ἐπετέτακτο, οἵ τε Μέμνονος παῖδες καὶ αὐτὸς Μέμνων μετὰ τούτων ἐκινδύνευε. [1.15.3] καὶ οἱ μὲν πρῶτοι τῶν Μακεδόνων ξυμμίξαντες τοῖς Πέρσαις κατεκόπησαν πρὸς αὐτῶν, ἄνδρες ἀγαθοὶ γενόμενοι, ὅσοι γε μὴ πρὸς Ἀλέξανδρον πελάζοντα ἀπέκλιναν αὐτῶν. Ἀλέξανδρος γὰρ ἤδη πλησίον ἦν, ἅμα οἷ ἄγων τὸ κέρας τὸ δεξιόν, καὶ ἐμβάλλει ἐς τοὺς Πέρσας πρῶτος, ἵνα τὸ πᾶν στῖφος τῆς ἵππου καὶ αὐτοὶ οἱ ἡγεμόνες τῶν Περσῶν τεταγμένοι ἦσαν· καὶ περὶ αὐτὸν ξυνειστήκει μάχη καρτερά· [1.15.4] καὶ ἐν τούτῳ ἄλλαι ἐπ᾽ ἄλλαις τῶν τάξεων τοῖς Μακεδόσι διέβαινον οὐ χαλεπῶς ἤδη. καὶ ἦν μὲν ἀπὸ τῶν ἵππων ἡ μάχη, πεζομαχίᾳ δὲ μᾶλλόν τι ἐῴκει. ξυνεχόμενοι γὰρ ἵπποι τε ἵπποις καὶ ἄνδρες ἀνδράσιν ἠγωνίζοντο, οἱ μὲν ἐξῶσαι εἰς ἅπαν ἀπὸ τῆς ὄχθης καὶ ἐς τὸ πεδίον βιάσασθαι τοὺς Πέρσας, οἱ Μακεδόνες, οἱ δὲ εἶρξαί τε αὐτῶν τὴν ἔκβασιν, οἱ Πέρσαι, καὶ ἐς τὸν ποταμὸν αὖθις ἀπώσασθαι. [1.15.5] καὶ ἐκ τούτου ἐπλεονέκτουν ἤδη οἱ σὺν Ἀλεξάνδρῳ τῇ τε ἄλλῃ ῥώμῃ καὶ ἐμπειρίᾳ καὶ ὅτι ξυστοῖς κρανεΐνοις πρὸς παλτὰ ἐμάχοντο.
[1.15.6] Ἔνθα δὴ καὶ Ἀλεξάνδρῳ ξυντρίβεται τὸ δόρυ ἐν τῇ μάχῃ· ὁ δὲ Ἀρέτην ᾔτει δόρυ ἕτερον, ἀναβολέα τῶν βασιλικῶν· τῷ δὲ καὶ αὐτῷ πονουμένῳ συντετριμμένον τὸ δόρυ ἦν, ὁ δὲ τῷ ἡμίσει κεκλασμένου τοῦ δόρατος οὐκ ἀφανῶς ἐμάχετο, καὶ τοῦτο δείξας Ἀλεξάνδρῳ ἄλλον αἰτεῖν ἐκέλευεν· Δημάρατος δέ, ἀνὴρ Κορίνθιος, τῶν ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταίρων, δίδωσιν αὐτῷ τὸ αὑτοῦ δόρυ. [1.15.7] καὶ ὃς ἀναλαβὼν καὶ ἰδὼν Μιθριδάτην τὸν Δαρείου γαμβρὸν πολὺ πρὸ τῶν ἄλλων προϊππεύοντα καὶ ἐπάγοντα ἅμα οἷ ὥσπερ ἔμβολον τῶν ἱππέων ἐξελαύνει καὶ αὐτὸς πρὸ τῶν ἄλλων, καὶ παίσας ἐς τὸ πρόσωπον τῷ δόρατι καταβάλλει τὸν Μιθριδάτην. ἐν δὲ τούτῳ Ῥοισάκης μὲν ἐπελαύνει τῷ Ἀλεξάνδρῳ καὶ παίει Ἀλεξάνδρου τὴν κεφαλὴν τῇ κοπίδι· καὶ τοῦ μὲν κράνους τι ἀπέθραυσε, τὴν πληγὴν δὲ ἔσχε τὸ κράνος. [1.15.8] καὶ καταβάλλει καὶ τοῦτον Ἀλέξανδρος παίσας τῷ ξυστῷ διὰ τοῦ θώρακος ἐς τὸ στέρνον. Σπιθριδάτης δὲ ἀνετέτατο μὲν ἤδη ἐπ᾽ Ἀλέξανδρον ὄπισθεν τὴν κοπίδα, ὑποφθάσας δὲ αὐτὸν Κλεῖτος ὁ Δρωπίδου παίει κατὰ τοῦ ὤμου καὶ ἀποκόπτει τὸν ὦμον τοῦ Σπιθριδάτου ξὺν τῇ κοπίδι· καὶ ἐν τούτῳ ἐπεκβαίνοντες ἀεὶ τῶν ἱππέων ὅσοις προὐχώρει κατὰ τὸν ποταμὸν προσεγίγνοντο τοῖς ἀμφ᾽ Ἀλέξανδρον.

[1.15.1] Οι Πέρσες, λοιπόν, στο σημείο όπου οι στρατιώτες του Αμύντα και του Σωκράτη πλησίασαν πρώτοι την όχθη, άρχισαν να χτυπούν από πάνω, άλλοι από αυτούς ρίχνοντας στον ποταμό ακόντια από τις ψηλές όχθες που κατείχαν, και άλλοι από τα χαμηλότερα κατεβαίνοντας μέχρι το νερό. [1.15.2] Οι ιππείς σπρώχνονταν μεταξύ τους, επειδή οι μεν Μακεδόνες προσπαθούσαν να βγουν από τον ποταμό, ενώ οι Πέρσες ήθελαν να τους εμποδίσουν· οι Πέρσες έριχναν πολλά ακόντια, ενώ οι Μακεδόνες πολεμούσαν κρατώντας δόρατα. Στην πρώτη όμως αυτή επίθεση οι Μακεδόνες υπέφεραν πολύ, επειδή και λιγότεροι σε αριθμό ήταν και από όχι σίγουρο έδαφος αμύνονταν και συγχρόνως από τα χαμηλά μέρη του ποταμού, ενώ οι Πέρσες πολεμούσαν από τις ψηλές όχθες του· άλλωστε στο μέρος αυτό είχαν τοποθετήσει οι Πέρσες τους καλύτερους ιππείς τους και ριψοκινδύνευε μαζί τους ο ίδιος ο Μέμνων με τους γιους του. [1.15.3] Από τους Μακεδόνες όσοι πρώτοι συγκρούστηκαν με τους Πέρσες εξοντώθηκαν από αυτούς, αφού πολέμησαν γενναία· σώθηκαν μόνο όσοι πρόλαβαν να υποχωρήσουν προς τον Αλέξανδρο που πλησίαζε. Γιατί ο Αλέξανδρος ήταν πια κοντά οδηγώντας μαζί του τη δεξιά του πτέρυγα· και επιχείρησε επίθεση πρώτος εναντίον των Περσών, στο μέρος ακριβώς όπου είχε ταχθεί το πλήθος όλο του ιππικού τους μαζί με τους ίδιους τους αρχηγούς των Περσών· γύρω από τον Αλέξανδρο ξέσπασε άγρια μάχη. [1.15.4] Στο μεταξύ όμως τα μακεδονικά τάγματα, το ένα μετά το άλλο, περνούσαν χωρίς δυσκολία πια τον ποταμό. Και η μάχη γινόταν από τα άλογα, έμοιαζε όμως περισσότερο με πεζομαχία, γιατί πολεμούσαν ανακατεμένα άλογα με άλογα και άνδρες με άνδρες, μια που οι Μακεδόνες προσπαθούσαν να διώξουν τελείως από την όχθη τους Πέρσες και να τους αναγκάσουν να υποχωρήσουν προς την πεδιάδα, ενώ οι Πέρσες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν την έξοδό τους από το ποτάμι και να τους απωθήσουν και πάλι προς αυτό. [1.15.5] Ήδη όμως υπερτερούσαν οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου όχι μόνο εξαιτίας της σωματικής τους δύναμης και της πολεμικής τους πείρας, αλλά και γιατί πολεμούσαν με τα μακριά κρανέινα δόρατά τους εναντίον των μικρών περσικών ακοντίων.
[1.15.6] Κατά τη στιγμή ακριβώς αυτήν και ενώ ο Αλέξανδρος αγωνιζόταν, σπάζει το δόρυ του· ζήτησε αμέσως άλλο από τον Αρέτη, τον βασιλικό ιπποκόμο, αλλά και το δικό του δόρυ είχε σπάσει μέσα στην μεγάλη του προσπάθεια, μολονότι αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται γενναία με το μισό από το σπασμένο δόρυ· το έδειξε λοιπόν στον Αλέξανδρο και τον παρακίνησε να ζητήσει από κάποιον άλλον. Τότε ο Δημάρατος ο Κορίνθιος, ένας από τους εταίρους του Αλεξάνδρου, του έδωσε το δικό του. [1.15.7] Ο Αλέξανδρος άρπαξε το δόρυ και βλέποντας τον Μιθριδάτη, τον γαμπρό του Δαρείου, να προχωρεί έφιππος πολύ πιο μπροστά από τους άλλους και να οδηγεί σε σχηματισμό εμβόλου τους ιππείς του, όρμησε και αυτός μπροστά από τους άλλους και, χτυπώντας τον με το δόρυ στο πρόσωπο, τον σκότωσε. Στο μεταξύ ο Ροισάκης ορμά έφιππος εναντίον του Αλεξάνδρου και τον χτυπά στο κεφάλι με τη σπάθη του· του έκοψε ένα κομμάτι από την περικεφαλαία, η οποία όμως συγκράτησε την ορμή του χτυπήματος. [1.15.8] Και αυτόν ωστόσο τον έριξε κάτω ο Αλέξανδρος χτυπώντας τον με το δόρυ στο στήθος και τρυπώντας του τον θώρακα. Ο Σπιθριδάτης είχε ήδη υψώσει τη σπάθη του για να χτυπήσει από πίσω τον Αλέξανδρο, πρόλαβε όμως ο Κλείτος, ο γιος του Δρωπίδη, τον χτύπησε στον ώμο και του απέκοψε τον ώμο με τη σπάθη. Στο μεταξύ συνεχώς ενώνονταν με τους άνδρες του Αλεξάνδρου όσοι ιππείς κατόρθωναν να περάσουν στην απέναντι όχθη του ποταμού.