Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ἱστορίαι (1.91.1-1.92.4)
[1.91.1] Ἀπικομένοισι δὲ τοῖσι Λυδοῖσι καὶ λέγουσι τὰ ἐντεταλμένα τὴν Πυθίην λέγεται εἰπεῖν τάδε· Τὴν πεπρωμένην μοῖραν ἀδύνατά ἐστι ἀποφυγεῖν καὶ θεῷ. Κροῖσος δὲ πέμπτου γονέος ἁμαρτάδα ἐξέπλησε, ὃς ἐὼν δορυφόρος Ἡρακλειδέων δόλῳ γυναικηίῳ ἐπισπόμενος ἐφόνευσε τὸν δεσπότεα καὶ ἔσχε τὴν ἐκείνου τιμὴν οὐδέν οἱ προσήκουσαν. [1.91.2] προθυμεομένου δὲ Λοξίεω ὅκως ἂν κατὰ τοὺς παῖδας τοῦ Κροίσου γένοιτο τὸ Σαρδίων πάθος καὶ μὴ κατ᾽ αὐτὸν Κροῖσον, οὐκ οἷός τε ἐγένετο παραγαγεῖν Μοίρας. [1.91.3] ὅσον δὲ ἐνέδωκαν αὗται, ἤνυσέ τε καὶ ἐχαρίσατό οἱ· τρία γὰρ ἔτεα ἐπανεβάλετο τὴν Σαρδίων ἅλωσιν, καὶ τοῦτο ἐπιστάσθω Κροῖσος ὡς ὕστερον τοῖσι ἔτεσι τούτοισι ἁλοὺς τῆς πεπρωμένης. δεύτερα δὲ τούτων καιομένῳ αὐτῷ ἐπήρκεσε. [1.91.4] κατὰ δὲ τὸ μαντήιον τὸ γενόμενον οὐκ ὀρθῶς Κροῖσος μέμφεται· προηγόρευε γάρ οἱ Λοξίης, ἢν στρατεύηται ἐπὶ Πέρσας, μεγάλην ἀρχὴν [αὐτὸν] καταλύσειν. τὸν δὲ πρὸς ταῦτα χρῆν, εὖ μέλλοντα βουλεύεσθαι, ἐπειρέσθαι πέμψαντα κότερα τὴν ἑωυτοῦ ἢ τὴν Κύρου λέγοι ἀρχήν. οὐ συλλαβὼν δὲ τὸ ῥηθὲν οὐδ᾽ ἐπανειρόμενος ἑωυτὸν αἴτιον ἀποφαινέτω. [1.91.5] [ᾧ] καὶ τὸ τελευταῖον χρηστηριαζομένῳ εἶπε [τὰ εἶπε] Λοξίης περὶ ἡμιόνου, οὐδὲ τοῦτο συνέλαβε. ἦν γὰρ δὴ ὁ Κῦρος οὗτος ἡμίονος· ἐκ γὰρ δυῶν οὐκ ὁμοεθνέων ἐγεγόνεε, μητρὸς ἀμείνονος, πατρὸς δὲ ὑποδεεστέρου· [1.91.6] ἡ μὲν γὰρ ἦν Μηδὶς καὶ Ἀστυάγεος θυγάτηρ τοῦ Μήδων βασιλέος, ὁ δὲ Πέρσης τε ἦν καὶ ἀρχόμενος ὑπ᾽ ἐκείνοισι, καὶ ἔνερθε ἐὼν τοῖσι ἅπασι δεσποίνῃ τῇ ἑωυτοῦ συνοίκεε. ταῦτα μὲν ἡ Πυθίη ὑπεκρίνατο τοῖσι Λυδοῖσι, οἱ δὲ ἀνήνεικαν ἐς Σάρδις καὶ ἀπήγγειλαν Κροίσῳ. ὁ δὲ ἀκούσας συνέγνω ἑωυτοῦ εἶναι τὴν ἁμαρτάδα καὶ οὐ τοῦ θεοῦ. |
[1.91.1] Όταν οι Λυδοί έφτασαν στους Δελφούς και είπαν ό,τι είχαν να πουν, λένε πως η Πυθία έδωσε την εξής απόκριση: Από το γραμμένο ριζικό του είναι αδύνατο να ξεφύγει ακόμη και ένας θεός. Όσο για τον Κροίσο, ξεπλήρωσε την αμαρτία του πέμπτου προγόνου του, που όντας δορυφόρος των Ηρακλειδών ακολούθησε τη δολερή συμβουλή μιας γυναίκας, και σκοτώνοντας τον κύριό του, πήρε το αξίωμά του, δίχως να του πρέπει. [1.91.2] Μ᾽ όλη την προθυμία του Λοξία να πέσει το πάθος των Σάρδεων στα παιδιά του Κροίσου, και όχι στον ίδιο τον Κροίσο, στάθηκε αδύνατο να λυγίσουν οι Μοίρες. [1.91.3] Όμως όσο αυτές υποχώρησαν, ο θεός το κατόρθωσε και το πρόσφερε χάρη του Κροίσου. Γιατί τρία χρόνια ανέβαλε την άλωση των Σάρδεων, και αυτό ας ξέρει ο Κροίσος, πως πιάστηκε αιχμάλωτος τρία χρόνια αργότερα απ᾽ ό,τι όριζε η μοίρα. Και επιπλέον· επάνω στην πυρά έστρεξε ο θεός να τον βοηθήσει. [1.91.4] Όσο για το χρησμό που πήρε, δεν έχει δίκιο να παραπονιέται ο Κροίσος· γιατί του το είχε προφητέψει ο Λοξίας πως, αν κινήσει το στρατό του εναντίον των Περσών, θα αφανίσει ένα μεγάλο βασίλειο. Έπρεπε αυτός, αν ήθελε να σκεφθεί ώριμα, να στείλει ανθρώπους του και να ξαναρωτήσει τί από τα δύο: για το δικό του ή για το βασίλειο του Κύρου μιλούσε ο θεός. Αφού δεν μπήκε στο νόημα του χρησμού ούτε και ξαναρώτησε, πρέπει να παραδεχτεί ότι το φταίξιμο είναι δικό του. [1.91.5] Ούτε και την τελευταία φορά που ζήτησε χρησμό, και ο Λοξίας τού μίλησε για μουλάρι, ούτε και τότε μπήκε στο νόημα. Γιατί ήταν βέβαια ο Κύρος το μουλάρι αυτό· μια και βαστούσε από γονείς διαφορετικής ράτσας, από μάνα ευγενικής καταγωγής, από πατέρα όμως κατώτερης τάξης. [1.91.6] Γιατί εκείνη ήταν μηδικής καταγωγής και κόρη του Αστυάγη, του βασιλιά των Μήδων, ενώ ο πατέρας του ήταν Πέρσης, υπήκοός των και, μολονότι σ᾽ όλα κατώτερος, είχε παντρευτεί και ζούσε με την κυρά του. Αυτή ήταν της Πυθίας η απόκριση προς του Λυδούς, που την μετέφεραν στις Σάρδεις και την ανάγγειλαν στον Κροίσο· κι όταν αυτός την άκουσε, αναγνώρισε πως ήταν δικό του το σφάλμα κι όχι του θεού. |