Εκεί και η θεά η μισητή στους αθανάτους μένει,
η φοβερή η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, που ρέοντας γυρνά στον εαυτό του
η πιο μεγάλη. Χώρια από τους θεούς μένει σε φημισμένα δώματα
που τα κυκλώνουνε μεγάλα βράχια. Κι από παντού ολόγυρα
με κίονες ασημένιους ακουμπούν στον ουρανό.
780Καμιά φορά του Θαύμαντα η κόρη, η Ίριδα η γοργόποδη,
έρχεται απεσταλμένη πάνω απ᾽ τη ράχη την πλατιά της θάλασσας:
κάθε φορά που φιλονικία κι έριδα σηκώνονται μέσα στους αθανάτους
και τύχει ψέματα να πει κάποιος απ᾽ όσους κατοικούν τα Ολύμπια δώματα,
τότε ο Δίας στέλνει την Ίριδα να φέρει το μέγα όρκο των θεών,
κρύο νερό περίφημο από μακριά μες σε χρυσό σταμνί,
νερό που από το βράχο στάζει υψηλό και απόκρημνο.
Άφθονο ρέει το νερό από το ιερό ποτάμι μέσα στη μαύρη νύχτα
κάτω απ᾽ τη γη με τους πλατιούς τους δρόμους,
κέρας του Ωκεανού που της δόθηκε το ένα δέκατο απ᾽ τα νερά του.
790Γιατί στα εννιά του δέκατα ο Ωκεανός γύρω απ᾽ τη γη κι από τη ράχη την πλατιά της θάλασσας
στριφογυρνά με ασημένιες δίνες και χύνεται στον πόντο,
ενώ το ένα δέκατο κυλά απ᾽ το βράχο, μεγάλη συμφορά για τους θεούς.
Όποιος απ᾽ τους αθάνατους που κατέχουνε την κορυφή του χιονισμένου Ολύμπου
κάνει σπονδή με το νερό αυτό και δώσει όρκο ψεύτικο
κείτεται άπνοος για έναν πλήρη χρόνο. Κι ούτε ποτέ σιμώνει για φαΐ
νέκταρ και αμβροσία, μα κείτεται δίχως πνοή, δίχως μιλιά,
σε απλωμένο στρώμα και τον τυλίγει λήθαργος κακός.
Και μόλις φτάσει στο τέλος της αρρώστιας, στο μέγα χρόνο απάνω,
800άλλος μετά τον άλλον τον περιμένει μόχθος δυσκολότερος:
χρόνια εννιά στερείται τους θεούς που ζουν αιώνια,
κι ούτε ποτέ σε σύσκεψη μαζί τους συμμετέχει, ούτε σε συμπόσιο
για εννέα χρόνια ολόκληρα. Μα τη δέκατη χρονιά και πάλι
στα συμβούλια συμμετέχει των αθάνατων που κατέχουν τα Ολύμπια δώματα.
Τέτοιον ορίσανε όρκο οι θεοί το αθάνατο νερό της Στύγας,
το παμπάλαιο. Κι η Στύγα μέσα από τόπο απόκρημνο το ρίχνει.
Εκεί της ζοφερής της γης, του νεφελώδη Τάρταρου,
του πόντου του ατρύγητου και τ᾽ ουρανού του έναστρου
είναι στη σειρά οι πηγές και τα πέρατα όλων,
810πικρά και μουχλιασμένα, που κι οι θεοί μισούνε.
Εκεί οι πύλες οι λαμπρές και το κατώφλι το ακλόνητο,
το χάλκινο, στερεωμένο με ρίζες ατελεύτητες,
αυτοφυές. Πέρα απ᾽ αυτό, χώρια απ᾽ όλους τους θεούς,
οι Τιτάνες μένουνε στου ζοφερού του χάους την άκρη.
Μα οι ξακουστοί του Δία του μεγαλόβροντου οι σύμμαχοι
δώματα κατοικούν πλάι στα θεμέλια του Ωκεανού,
ο Κόττος και ο Γύγης. Ενώ τον Βριάρεω, επειδή γενναίος ήταν,
τον έκανε γαμπρό του ο Ποσειδώνας ο βαρύβροντος που σείει τη γη
και του ᾽δωσε να παντρευτεί την Κυμοπόλεια, τη θυγατέρα του.
|