660ΠΑΙ. Καλές γυναίκες, πώς θενα μπορούσα
να μάθω αν είναι αυτά πραγματικώς
τ᾽ ανάκτορα του βασιλιά του Αιγίστου;
ΧΟΡ. Ναι, ξένε, σωστά μάντεψες και μόνος.
ΠΑΙ. Και τάχα θενα γελαστώ, αν την πάρω
κι αυτή για σύζυγό του; γιατί αλήθεια,
βασίλισσα φαντάζει να τη βλέπεις.
ΧΟΡ. Βεβαιότατα· την ίδια έχεις μπροστά σου.
ΠΑΙ. Σε προσκυνώ, βασίλισσα· έρχομαι
καλές ειδήσεις από μέρος φίλου
να σου φέρω και σένα και του Αιγίστου.
ΚΛΥ. Καλόδεχτος ο λόγος σου· μ᾽ απ᾽ όλα
πρώτα, θέλω να μάθω ποιός σε στέλνει.
ΠΑΙ. Ο Φανοτέας απ᾽ τη Φωκίδα· μ᾽ έχει
670μ᾽ αποστολή σπουδαία επιφορτίσει.
ΚΛΥ. Ποιά, ξένε; λέγε· αφού έρχεσαι από φίλο,
δεν αμφιβάλλω, ευχάριστα θα φέρνεις.
ΠΑΙ. Πέθαν᾽ ο Ορέστης. Με δυο λόγια, αυτό είναι.
ΗΛΕ. Αλί μου, αλί μου, χάθηκα και πάω!
ΚΛΥ. Τί λες, ξένε, τί λες; μην την ακούς
αυτή. ΠΑΙ. Πως είν᾽ ο Ορέστης πεθαμένος,
είπα και ξαναλέω. ΗΛΕ. Αλίμονό μου,
χάθηκα και πια τίποτα δεν είμαι.
ΚΛΥ. Κοίταζε τα δικά σου εσύ. Μα πε μου
εμένα, ξένε, με ποιό τρόπο, αλήθεια,
πέθανε; ΠΑΙ. Μα γι᾽ αυτό και μ᾽ έχουν στείλει
680κι όλα καταλεπτώς θα σου ιστορήσω:
Πήγε κι αυτός στους ξακουστούς εκείνους
αγώνες, που ᾽ναι δόξα της Ελλάδος,
να λάβει μέρος για τα Δελφικά άθλα.
Κι όταν ακούστηκε να προκηρύττει
μεγαλόφωνα ο κήρυκας το δρόμο,
το πρώτο αγώνισμα, μπήκε στο στίβο
με το λαμπρό παράστημά του, που όλων
εκίνησε το θαυμασμό, κι αφού όμοια
με τη φύση του τέλειωσε το δρόμο,
βγήκε με το έπαθλο το πολυζηλεμένο.
Μα πώς να λέγω απ᾽ τις πολλές καν λίγες
επιτυχίες και νίκες του, δεν ξέρω·
690φτάνει να πω, πως σ᾽ όσους οι αθλοθέτες
προκήρυξαν αγώνες, ήρθε πρώτος,
κι όλοι τον μακαρίζανε και σ᾽ όλων
τα στόματα γυρνούσε τ᾽ όνομά του:
ο Αργείος Ορέστης, του Αγαμέμνονα
γιος, που την κοσμολογημένη εκείνη
ξεσήκωσε εκστρατεία της Ελλάδος.
|