Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (660-695)


660ΠΑ. ξέναι γυναῖκες, πῶς ἂν εἰδείην σαφῶς
εἰ τοῦ τυράννου δώματ᾽ Αἰγίσθου τάδε;
ΧΟ. τάδ᾽ ἐστίν, ὦ ξέν᾽· αὐτὸς ᾔκασας καλῶς.
ΠΑ. ἦ καὶ δάμαρτα τήνδ᾽ ἐπεικάζων κυρῶ
κείνου; πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰσορᾶν.
665ΧΟ. μάλιστα πάντων· ἥδε σοι κείνη πάρα.
ΠΑ. ὦ χαῖρ᾽, ἄνασσα. σοὶ φέρων ἥκω λόγους
ἡδεῖς φίλου παρ᾽ ἀνδρὸς Αἰγίσθῳ θ᾽ ὁμοῦ.
ΚΛ. ἐδεξάμην τὸ ῥηθέν· εἰδέναι δέ σου
πρώτιστα χρῄζω τίς σ᾽ ἀπέστειλεν βροτῶν.
670ΠΑ. Φανοτεὺς ὁ Φωκεύς, πρᾶγμα πορσύνων μέγα.
ΚΛ. τὸ ποῖον, ὦ ξέν᾽; εἰπέ. παρὰ φίλου γὰρ ὢν
ἀνδρὸς, σάφ᾽ οἶδα, προσφιλεῖς λέξεις λόγους.
ΠΑ. τέθνηκ᾽ Ὀρέστης· ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λέγω.
ΗΛ. οἲ ᾽γὼ τάλαιν᾽, ὄλωλα τῇδ᾽ ἐν ἡμέρᾳ.
675ΚΛ. τί φής, τί φής, ὦ ξεῖνε; μὴ ταύτης κλύε.
ΠΑ. θανόντ᾽ Ὀρέστην νῦν τε καὶ τότ᾽ ἐννέπω.
ΗΛ. ἀπωλόμην δύστηνος, οὐδέν εἰμ᾽ ἔτι.
ΚΛ. σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πρᾶσσ᾽, ἐμοὶ δὲ σύ, ξένε,
τἀληθὲς εἰπέ, τῷ τρόπῳ διόλλυται;
680ΠΑ. κἀπεμπόμην πρὸς ταῦτα καὶ τὸ πᾶν φράσω.
κεῖνος γὰρ ἐλθὼν ἐς τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος
πρόσχημ᾽ ἀγῶνος Δελφικῶν ἄθλων χάριν.
ὅτ᾽ ᾔσθετ᾽ ἀνδρὸς ὀρθίων κηρυγμάτων
δρόμον προκηρύξαντος, οὗ πρώτη κρίσις,
685εἰσῆλθε λαμπρός, πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας·
δρόμου δ᾽ ἰσώσας τῇ φύσει τὰ τ᾽ ἔργματα
νίκης ἔχων ἐξῆλθε πάντιμον γέρας.
χὥπως μὲν ἐν πολλοῖσι παῦρά σοι λέγω,
οὐκ οἶδα τοιοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἔργα καὶ κράτη·
690ἓν δ᾽ ἴσθ᾽· ὅσων γὰρ εἰσεκήρυξαν βραβῆς
†δρόμων διαύλων πένταθλ᾽ ἃ νομίζεται†,
τούτων ἐνεγκὼν πάντα τἀπινίκια
ὠλβίζετ᾽, Ἀργεῖος μὲν ἀνακαλούμενος,
ὄνομα δ᾽ Ὀρέστης, τοῦ τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος
695Ἀγαμέμνονος στράτευμ᾽ ἀγείραντός ποτε.


660ΠΑΙ. Καλές γυναίκες, πώς θενα μπορούσα
να μάθω αν είναι αυτά πραγματικώς
τ᾽ ανάκτορα του βασιλιά του Αιγίστου;
ΧΟΡ. Ναι, ξένε, σωστά μάντεψες και μόνος.
ΠΑΙ. Και τάχα θενα γελαστώ, αν την πάρω
κι αυτή για σύζυγό του; γιατί αλήθεια,
βασίλισσα φαντάζει να τη βλέπεις.
ΧΟΡ. Βεβαιότατα· την ίδια έχεις μπροστά σου.
ΠΑΙ. Σε προσκυνώ, βασίλισσα· έρχομαι
καλές ειδήσεις από μέρος φίλου
να σου φέρω και σένα και του Αιγίστου.
ΚΛΥ. Καλόδεχτος ο λόγος σου· μ᾽ απ᾽ όλα
πρώτα, θέλω να μάθω ποιός σε στέλνει.
ΠΑΙ. Ο Φανοτέας απ᾽ τη Φωκίδα· μ᾽ έχει
670μ᾽ αποστολή σπουδαία επιφορτίσει.
ΚΛΥ. Ποιά, ξένε; λέγε· αφού έρχεσαι από φίλο,
δεν αμφιβάλλω, ευχάριστα θα φέρνεις.
ΠΑΙ. Πέθαν᾽ ο Ορέστης. Με δυο λόγια, αυτό είναι.
ΗΛΕ. Αλί μου, αλί μου, χάθηκα και πάω!
ΚΛΥ. Τί λες, ξένε, τί λες; μην την ακούς
αυτή. ΠΑΙ. Πως είν᾽ ο Ορέστης πεθαμένος,
είπα και ξαναλέω. ΗΛΕ. Αλίμονό μου,
χάθηκα και πια τίποτα δεν είμαι.
ΚΛΥ. Κοίταζε τα δικά σου εσύ. Μα πε μου
εμένα, ξένε, με ποιό τρόπο, αλήθεια,
πέθανε; ΠΑΙ. Μα γι᾽ αυτό και μ᾽ έχουν στείλει
680κι όλα καταλεπτώς θα σου ιστορήσω:
Πήγε κι αυτός στους ξακουστούς εκείνους
αγώνες, που ᾽ναι δόξα της Ελλάδος,
να λάβει μέρος για τα Δελφικά άθλα.
Κι όταν ακούστηκε να προκηρύττει
μεγαλόφωνα ο κήρυκας το δρόμο,
το πρώτο αγώνισμα, μπήκε στο στίβο
με το λαμπρό παράστημά του, που όλων
εκίνησε το θαυμασμό, κι αφού όμοια
με τη φύση του τέλειωσε το δρόμο,
βγήκε με το έπαθλο το πολυζηλεμένο.
Μα πώς να λέγω απ᾽ τις πολλές καν λίγες
επιτυχίες και νίκες του, δεν ξέρω·
690φτάνει να πω, πως σ᾽ όσους οι αθλοθέτες
προκήρυξαν αγώνες, ήρθε πρώτος,
κι όλοι τον μακαρίζανε και σ᾽ όλων
τα στόματα γυρνούσε τ᾽ όνομά του:
ο Αργείος Ορέστης, του Αγαμέμνονα
γιος, που την κοσμολογημένη εκείνη
ξεσήκωσε εκστρατεία της Ελλάδος.