Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (601-629)


ΒΛ. πῶς οὖν ὅστις μὴ κέκτηται γῆν ἡμῶν, ἀργύριον δὲ
καὶ δαρεικούς, ἀφανῆ πλοῦτον; ΠΡ. τοῦτ᾽ εἰς τὸ μέσον καταθήσει.
ΒΛ. καὶ μὴ καταθείς; ΠΡ. ψευδορκήσει. ΒΛ. κἀκτήσατο γὰρ διὰ τοῦτο.
ΠΡ. ἀλλ᾽ οὐδέν τοι χρήσιμον ἔσται πάντως αὐτῷ. ΒΛ. κατὰ δὴ τί;
605ΠΡ. οὐδεὶς οὐδὲν πενίᾳ δράσει· πάντα γὰρ ἕξουσιν ἅπαντες,
ἄρτους, τεμάχη, μάζας, χλαίνας, οἶνον, στεφάνους, ἐρεβίνθους.
ὥστε τί κέρδος μὴ καταθεῖναι; σὺ γὰρ ἐξευρὼν ἀπόδειξον.
ΒΛ. οὔκουν καὶ νῦν οὗτοι μᾶλλον κλέπτουσ᾽ οἷς ταῦτα πάρεστιν;
ΧΡ. πρότερόν γ᾽, ὦταῖρ᾽, ὅτε τοῖσι νόμοις διεχρώμεθα τοῖς προτέροισιν·
610νῦν δ᾽, —ἔσται γὰρ βίος ἐκ κοινοῦ—, τί τὸ κέρδος μὴ καταθεῖναι;
ΒΛ. ἢν μείρακ᾽ ἰδὼν ἐπιθυμήσῃ καὶ βούληται σκαλαθῦραι,
ἕξει τούτων ἀφελὼν δοῦναι, τῶν ἐκ κοινοῦ δὲ μεθέξει
ξυγκαταδαρθών. ΠΡ. ἀλλ᾽ ἐξέσται προῖκ᾽ αὐτῷ ξυγκαταδαρθεῖν·
καὶ ταύτας γὰρ κοινὰς ποιῶ τοῖς ἀνδράσι συγκατακεῖσθαι
615καὶ παιδοποιεῖν τῷ βουλομένῳ. ΒΛ. πῶς οὖν οὐ πάντες ἴασιν
ἐπὶ τὴν ὡραιοτάτην αὐτῶν καὶ ζητήσουσιν ἐρείδειν;
ΠΡ. αἱ φαυλότεραι καὶ σιμότεραι παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῦνται·
κᾆτ᾽ ἢν ταύτης ἐπιθυμήσῃ, τὴν αἰσχρὰν πρῶθ᾽ ὑποκρούσει.
ΒΛ. καὶ πῶς ἡμᾶς τοὺς πρεσβύτας, ἢν ταῖς αἰσχραῖσι συνῶμεν,
620οὐκ ἐπιλείψει τὸ πέος πρότερον πρὶν ἐκεῖσ᾽ οἷ φῂς ἀφικέσθαι;
ΠΡ. οὐχὶ μαχοῦνται· περὶ σοῦ θάρρει· μὴ δείσῃς· οὐχὶ μαχοῦνται.
ΒΛ. περὶ τοῦ; ΠΡ. τοῦ μὴ ξυγκαταδαρθεῖν. καὶ σοὶ τοιοῦτον ὑπάρχει.
ΒΛ. τὸ μὲν ὑμέτερον γνώμην τιν᾽ ἔχει· προβεβούλευται γὰρ ὅπως ἂν
μηδεμιᾶς ᾖ τρύπημα κενόν· τὸ δὲ τῶν ἀνδρῶν τί ποιήσει;
625φεύξονται γὰρ τοὺς αἰσχίους, ἐπὶ τοὺς δὲ καλοὺς βαδιοῦνται.
ΠΡ. ἀλλὰ φυλάξουσ᾽ οἱ φαυλότεροι τοὺς καλλίους ἀπιόντας
ἀπὸ τοῦ δείπνου, καὶ τηρήσουσ᾽ ἐπὶ τοῖσιν δημοσίοισιν·
κοὐκ ἐξέσται παρὰ τοῖσι καλοῖς ‹καὶ τοῖς μεγάλοις› καταδαρθεῖν
ταῖσι γυναιξὶν πρὶν τοῖς αἰσχροῖς καὶ τοῖς μικροῖς χαρίσωνται.


ΒΛΕ. Τα χωράφια δεν κρύβονται. Τα μετρητά,
δαρεικούς και δραχμές, αφανέρωτον πλούτο,
πώς μπορείς να τα πάρεις; ΠΡΑ. Που τα ᾽χουν, μονάχοι
θα τα φέρουν. ΒΛΕ. Αμ, δε! Θα τα κρύψουνε! ΠΡΑ. Τότες
αγωγή ψευδορκίας! ΒΛΕ. Μην ξεχνάς, όλοι τούτοι
με τον ψεύτικον όρκο πλουτίζουνε. ΠΡΑ. Τώρα
θα ᾽ναι ο πλούτος αχρείαστος. ΒΛΕ. Απίστευτο πράμα!
ΠΡΑ. Μα δε θα ᾽ναι κανένας φτωχός. Θα ᾽χουν όλοι
κρέας, ψωμί και κρασί, χυλοπίτες, ρεβίθια,
πατατούκα, στεφάνια. Τί πιότερο θα ᾽χουν
όσοι κρύψουν το «έχει» τους; Πες μου το συ!
ΒΛΕ. Όσοι τα ᾽χουν πολλά, τούτοι θέλουν να κλέβουν.
ΠΡΑ. Είναι αλήθεια. Μα πριν τους βοηθούσε πολύ
το παλιό μας το σύστημα. Τώρα θα ζούμε
μαζικά κι όλα θα ᾽ναι κοινά. Τί θα κέρδιζε
610ο σφιχτός που θα τα ᾽κρυβε; ΒΛΕ. Αν τσιμπηθεί
με καμιά τσαχπινούλα και θέλει σορόπια,
θα μπορεί να την παίρνει αγκαλιά στο κρεβάτι,
αν της κάνει χαρίσματ᾽ απ᾽ τα φυλαγμένα.
Και κατόπι, χορτάτος αγάπη, θα τρέχει
στον κοινό κουρβανά για το «δίκιο» μερίδιο. ΠΡΑ. Όλες
οι γυναίκες θ᾽ ανήκουνε σ᾽ όλους τους άντρες
και θα παίρνει ο καθείς, όταν θέλει, όποιαν θέλει,
για να κάνει παιδιά. ΒΛΕ. Τότες όλοι θα τρέχουν
στην απ᾽ όλες ωριότερη. ΠΡΑ. Όλες θα κάθονται
στο παζάρι πλάι πλάι: ασκημόμουτρες, κόμματοι,
κι ο γαμπρός που λιμπίζεται την ομορφότερη
θα καρφώνει πρωτύτερα την πλατσομύτα.
ΒΛΕ. Αλλ᾽ εμείς οι γερόλυκοι, ξεζουμισμένοι
με την άσκημη πρώτα, πώς θα ᾽χουμε δύναμη
620με την όμορφη να δευτερώσουμε; Λέγε!
ΠΡΑ. Μη φοβάσαι· για σένα γυναίκα καμιά
δε θα μάλωνε. ΒΛΕ. Πώς; ΠΡΑ. Αν δε θες να την πάρεις,
δε θα θύμωνε, γέρο μου, και να το ξέρεις.
ΒΛΕ. Κανονίσατε, βλέπω, καλά τις δουλειές σας.
Δε θα μείνει καμιά τρύπ᾽ αβούλωτη. Εμείς
οι ασκημόμουτροι πάμε χαμένοι. Θα ρίχνεστε
μονάχα στα ομορφόπαιδα, αυτά που γυαλίζουν.
ΠΡΑ. Όταν φεύγουν πιωμέν᾽ απ᾽ το γλέντι τ᾽ αγόρια,
θα τα παίρνουν κατόπι στο δρόμο οι μεγάλες
και θα στήνουν καρτέρι. Καμιά λυσσασμένη
δε θα πηαίνει με νιο κι αντρειωμένον, πριχού
τη χαρούν γέροι κι άσκημοι και κοντοπίθαροι...