ΒΛΕ. Τα χωράφια δεν κρύβονται. Τα μετρητά,
δαρεικούς και δραχμές, αφανέρωτον πλούτο,
πώς μπορείς να τα πάρεις; ΠΡΑ. Που τα ᾽χουν, μονάχοι
θα τα φέρουν. ΒΛΕ. Αμ, δε! Θα τα κρύψουνε! ΠΡΑ. Τότες
αγωγή ψευδορκίας! ΒΛΕ. Μην ξεχνάς, όλοι τούτοι
με τον ψεύτικον όρκο πλουτίζουνε. ΠΡΑ. Τώρα
θα ᾽ναι ο πλούτος αχρείαστος. ΒΛΕ. Απίστευτο πράμα!
ΠΡΑ. Μα δε θα ᾽ναι κανένας φτωχός. Θα ᾽χουν όλοι
κρέας, ψωμί και κρασί, χυλοπίτες, ρεβίθια,
πατατούκα, στεφάνια. Τί πιότερο θα ᾽χουν
όσοι κρύψουν το «έχει» τους; Πες μου το συ!
ΒΛΕ. Όσοι τα ᾽χουν πολλά, τούτοι θέλουν να κλέβουν.
ΠΡΑ. Είναι αλήθεια. Μα πριν τους βοηθούσε πολύ
το παλιό μας το σύστημα. Τώρα θα ζούμε
μαζικά κι όλα θα ᾽ναι κοινά. Τί θα κέρδιζε
610ο σφιχτός που θα τα ᾽κρυβε; ΒΛΕ. Αν τσιμπηθεί
με καμιά τσαχπινούλα και θέλει σορόπια,
θα μπορεί να την παίρνει αγκαλιά στο κρεβάτι,
αν της κάνει χαρίσματ᾽ απ᾽ τα φυλαγμένα.
Και κατόπι, χορτάτος αγάπη, θα τρέχει
στον κοινό κουρβανά για το «δίκιο» μερίδιο. ΠΡΑ. Όλες
οι γυναίκες θ᾽ ανήκουνε σ᾽ όλους τους άντρες
και θα παίρνει ο καθείς, όταν θέλει, όποιαν θέλει,
για να κάνει παιδιά. ΒΛΕ. Τότες όλοι θα τρέχουν
στην απ᾽ όλες ωριότερη. ΠΡΑ. Όλες θα κάθονται
στο παζάρι πλάι πλάι: ασκημόμουτρες, κόμματοι,
κι ο γαμπρός που λιμπίζεται την ομορφότερη
θα καρφώνει πρωτύτερα την πλατσομύτα.
ΒΛΕ. Αλλ᾽ εμείς οι γερόλυκοι, ξεζουμισμένοι
με την άσκημη πρώτα, πώς θα ᾽χουμε δύναμη
620με την όμορφη να δευτερώσουμε; Λέγε!
ΠΡΑ. Μη φοβάσαι· για σένα γυναίκα καμιά
δε θα μάλωνε. ΒΛΕ. Πώς; ΠΡΑ. Αν δε θες να την πάρεις,
δε θα θύμωνε, γέρο μου, και να το ξέρεις.
ΒΛΕ. Κανονίσατε, βλέπω, καλά τις δουλειές σας.
Δε θα μείνει καμιά τρύπ᾽ αβούλωτη. Εμείς
οι ασκημόμουτροι πάμε χαμένοι. Θα ρίχνεστε
μονάχα στα ομορφόπαιδα, αυτά που γυαλίζουν.
ΠΡΑ. Όταν φεύγουν πιωμέν᾽ απ᾽ το γλέντι τ᾽ αγόρια,
θα τα παίρνουν κατόπι στο δρόμο οι μεγάλες
και θα στήνουν καρτέρι. Καμιά λυσσασμένη
δε θα πηαίνει με νιο κι αντρειωμένον, πριχού
τη χαρούν γέροι κι άσκημοι και κοντοπίθαροι...
|