ΚΟΡ. Ναι, μα οι άνθρωποι, ξέρεις, τα πλούτη αγαπούν·
από πού θα τους δίνουμε πλούτη;
ΠΙΣ. Θα ρωτούνε πουλιά μαντικά, να τους λεν
πού θα βρούνε καλά μεταλλεία·
και για εμπόρια που κέρδη να δώσουν μπορούν
τα πουλιά θα μιλούνε στο μάντη·
και κανείς ναυτικός δε θα χάνεται πια.
ΚΟΡ. Δε θα χάνεται; πώς; ξήγησέ μας.
ΠΙΣ. Νά: για κάθε ταξίδι πουλί μαντικό
θα ρωτά κι απ᾽ αυτό θα μαθαίνει:
«Σε ταξίδι μην πας, θα χαλάσει ο καιρός.»
«Τώρα αρμένιζε, κέρδητα θα ᾽χεις.»
ΕΥΕ. Αγοράζω μια σκούνα, παιδιά· ναυτικός
γίνομαι· έχετε γεια, σας αφήνω.
ΠΙΣ. Και θα δείχνουν ακόμα σ᾽ αυτούς τους παλιούς
θησαυρούς που ᾽χαν άνθρωποι θάψει
600σε άλλα χρόνια· τους ξέρουν καλά τα πουλιά·
δεν ακούτε τον κόσμο που λέει:
«Μοναχά ένα πουλί να γνωρίζει μπορεί
τα κρυμμέν᾽ αγαθά μου πού τα ᾽χω.»;
ΕΥΕ. Βρε παιδιά μου, τη σκούνα πουλώ, ένα τσαπί
θ᾽ αγοράσω σταμνιά να ξεθάβω.
ΚΟΡ. Την υγεία την κρατούν οι θεοί· πώς μπορούν
να τη δίνουν πουλιά στους ανθρώπους;
ΠΙΣ. Καλοπέραση αν θα ᾽χουν, δε θα ᾽ναι αρκετή
τούτο υγεία; ΕΥΕ. Και βέβαια· να ξέρεις
πως κανένας ποτέ την υγεία δεν μπορεί
να χαρεί, η καλοπέραση αν λείπει.
ΚΟΡ. Στα βαθιά γερατειά πώς θα φτάνουν; κι αυτά
φυλαγμένα στον Όλυμπο μένουν.
Μήπως οι άνθρωποι πια θα πεθαίνουν παιδιά;
ΠΙΣ. Μπα· κάθε άλλο· τρακόσια χρονάκια
στους θνητούς τα πουλιά θα προσθέτουν. ΚΟΡ. Και πού
θα τα βρίσκουνε; ΠΙΣ. Πού; Στον εαυτό τους.
Πέντε ανθρώπων γενιές ζει, καλέ, η φωνακλού
η κουρούνα· δεν το ᾽χεις ακούσει;
610ΕΥΕ. Μωρέ αξίζουν, αλήθεια, απ᾽ το Δία πιο πολύ
τα πουλιά να ᾽ναι αφέντες του κόσμου.
ΠΙΣ. Πιο πολύ; φυσικά· και πολύ πιο πολύ.
Πρώτα πρώτα, δε θα ᾽χουμε ανάγκη ναούς
μαρμαρένιους να χτίζουμε τώρα γι᾽ αυτά
και γι᾽ ασφάλεια να βάζουμε θύρες χρυσές·
σε πουρνάρια από κάτω και θάμνα θα ζουν.
Τα τρανά, τα σεβάσμια πουλιά για ναό
θα ᾽χουν πάλι μια ελιά.
Κι έτσι πια δε θα τρέχουμ᾽ εμείς στους Δελφούς
620ή στον Άμμωνα, εκεί να θυσιάζουμε· να
κουμαριές κι αγριελιές! Θα στεκόμαστε αυτού
και, κρατώντας κριθάρι και στάρι, ψηλά
τα δυο χέρια σηκώνοντας, μια προσευχή
θα τους λέμε, αγαθά να χαρίζουν σ᾽ εμάς·
και για λίγα σπυριά που θα ρίχνουμε, ευθύς
θα μας δίνουν αυτό που ζητούμε.
ΚΟΡ. Ω σ᾽ εμένανε πρώτα πολύ μισητέ
και παμφίλτατε γέροντα τώρα,
απ᾽ τη γνώμη σου, θέλοντας, ούτε στιγμή
δε θα φύγω· κοντά σου θα μένω.
ΧΟΡ. Με ξεσήκωσαν τα λόγια σου
και φοβέρες ξεστομίζω
630κι όρκο εγώ μεγάλο κάνω.
Με λόγια αν τάξεις γκαρδιακά
πως δίκαια, τίμια κι άδολα
με μια καρδιά μαζί μ᾽ εμάς
θα πολεμήσεις τους θεούς,
δε θα χαρούν πολύν καιρό
το σκήπτρο που μας άρπαξαν.
ΚΟΡ. Σ᾽ όσα χρειάζεται δύναμη, ξέρε το αυτά
πως τα παίρνουμε απάνω μας όλα·
όσα θέλουνε γνώση και σκέψη, δουλειά
πια δικιά σου· σ᾽ εσέ τ᾽ αναθέτω.
|