Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (4.29-4.63)


ΚΟ. οὐ τήνα γ᾽, οὐ Νύμφας, ἐπεὶ ποτὶ Πῖσαν ἀφέρπων
30 δῶρον ἐμοί νιν ἔλειπεν· ἐγὼ δέ τις εἰμὶ μελικτάς,
κεὖ μὲν τὰ Γλαύκας ἀγκρούομαι, εὖ δὲ τὰ Πύρρω.
αἰνέω τάν τε Κρότωνα—«Καλὰ πόλις ἅ τε Ζάκυνθος ...»—
καὶ τὸ ποταῷον τὸ Λακίνιον, ᾇπερ ὁ πύκτας
Αἴγων ὀγδώκοντα μόνος κατεδαίσατο μάζας.
35 τηνεὶ καὶ τὸν ταῦρον ἀπ᾽ ὤρεος ἆγε πιάξας
τᾶς ὁπλᾶς κἤδωκ᾽ Ἀμαρυλλίδι, ταὶ δὲ γυναῖκες
μακρὸν ἀνάυσαν, χὠ βουκόλος ἐξεγέλασσεν.
ΒΑ. ὦ χαρίεσσ᾽ Ἀμαρυλλί, μόνας σέθεν οὐδὲ θανοίσας
λασεύμεσθ᾽· ὅσον αἶγες ἐμὶν φίλαι, ὅσσον ἀπέσβης.
40 αἰαῖ τῶ σκληρῶ μάλα δαίμονος ὅς με λελόγχει.
ΚΟ. θαρσεῖν χρή, φίλε Βάττε· τάχ᾽ αὔριον ἔσσετ᾽ ἄμεινον.
ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες,
χὠ Ζεὺς ἄλλοκα μὲν πέλει αἴθριος, ἄλλοκα δ᾽ ὕει.
ΒΑ. θαρσέω. βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία· τᾶς γὰρ ἐλαίας
45 τὸν θαλλὸν τρώγοντι, τὰ δύσσοα. ΚΟ. σίτθ᾽, ὁ Λέπαργος,
σίτθ᾽, ἁ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον. οὐκ ἐσακούεις;
ἡξῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα, κακὸν τέλος αὐτίκα δωσῶν,
εἰ μὴ ἄπει τουτῶθεν. ἴδ᾽ αὖ πάλιν ἅδε ποθέρπει.
αἴθ᾽ ἦς μοι ῥοικόν τι λαγωβόλον, ὥς τυ πάταξα.
50 ΒΑ. θᾶσαί μ᾽, ὦ Κορύδων, ποττῶ Διός· ἁ γὰρ ἄκανθα
ἁρμοῖ μ᾽ ὧδ᾽ ἐπάταξ᾽ ὑπὸ τὸ σφυρόν. ὡς δὲ βαθεῖαι
τἀτρακτυλλίδες ἐντί. κακῶς ἁ πόρτις ὄλοιτο·
εἰς ταύταν ἐτύπην χασμεύμενος. ἦ ῥά γε λεύσσεις;
ΚΟ. ναὶ ναί, τοῖς ὀνύχεσσιν ἔχω τέ νιν· ἅδε καὶ αὐτά.
55 ΒΑ. ὁσσίχον ἐστὶ τὸ τύμμα, καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει.
ΚΟ. εἰς ὄρος ὅκχ᾽ ἕρπῃς, μὴ νήλιπος ἔρχεο, Βάττε·
ἐν γὰρ ὄρει ῥάμνοι τε καὶ ἀσπάλαθοι κομόωντι.
ΒΑ. εἴπ᾽ ἄγε μ᾽, ὦ Κορύδων, τὸ γερόντιον ἦ ῥ᾽ ἔτι μύλλει
τήναν τὰν κυάνοφρυν ἐρωτίδα τᾶς ποκ᾽ ἐκνίσθη;
60 ΚΟ. ἀκμάν γ᾽, ὦ δείλαιε· πρόαν γε μὲν αὐτὸς ἐπενθών
καὶ ποτὶ τᾷ μάνδρᾳ κατελάμβανον ἆμος ἐνήργει.
ΒΑ. εὖ γ᾽, ὤνθρωπε φιλοῖφα. τό τοι γένος ἢ Σατυρίσκοις
ἐγγύθεν ἢ Πάνεσσι κακοκνάμοισιν ἐρίσδει.


ΚΟΡ. Όσο για τη φλογέρα του, πριν φύγει για την Πίσα
30μου την εχάρισε, κι εγώ, τεχνίτης στη φλογέρα,
παίζω γλυκά και τεχνικά της Γλαύκης τα τραγούδια,
παίζω γλυκά και τεχνικά του Πύρρου τα τραγούδια.
Και τραγουδώ την Κρότωνα, τη Ζάκυνθο, κι εκείνο
τ᾽ ακρόβουνο Λυκίνιο που ο Αίγωνας μια μέρα
ογδόντα πίτες έφαγε μόνος και μοναχός του·
35κι όπου ένα ταύρον άρπαξεν από το νύχι, κι έτσι
τον έσυρεν απ᾽ το βουνό και στην Αμαρυλλίδα
για δώρο τής τον έδωκε· κι όλες μαζί οι γυναίκες
ανάκραξαν με θαυμασμό, κι εγέλασε ο βουκόλος.
ΒΑΤ. Αμαρυλλίδα μ᾽ όμορφη, και πεθαμένη ακόμα
δε θενα σε ξεχάσομε! Όσο μ᾽ ευφραίνουν γίδες
τόσο και συ μ᾽ ελύπησες που σβήστηκες κι εχάθης.
40Μοίρα σκληρή που μου ᾽λαχεν! Αλίμονο σε μένα!
ΚΟΡ. Θάρρος χρειάζεται η ζωή κι όλα καλυτερεύουν·
Οι ελπίδες για τους ζωντανούς και μόνο οι πεθαμένοι
τίποτα δεν προσμένουνε, τίποτα δεν ελπίζουν.
Άλλοτε βρέχει ο ουρανός κι άλλοτε ξαστερώνει.
ΒΑΤ. Ας έχω θάρρος. Διώξε τα δω κάτω τα μοσχάρια
45γιατί ριχτήκαν στης ελιάς τα χαμηλά βλαστάρια.
ΚΟΡ. Ουστ! Ασπρομάλλη! σύρε συ, Κυμαίθα, προς το λόφο.
Μα δεν ακούς; ε! μά το ναι, τέλος κακό θα σε ᾽βρει
αν δε θα φύγεις από κει. Γιά δες, ξαναπηγαίνει.
Πού να ᾽ναι τάχα η γκλίτσα μου να ᾽ρθω να σε κτυπήσω;
50ΒΑΤ. Κοίτα, Κορύδων, προς θεού! ετούτο εδώ τ᾽ αγκάθι
κατ᾽ από τον αστράγαλο μου τρύπησε το πόδι.
Δες τί βαθιά που χώθηκαν οι αδραχτυλίδες μέσα!
Το δαμαλάκι διώχνοντας, που κακό ψόφο να ᾽χει,
πλήγωσα το ποδάρι μου. Είδες πού ᾽ναι τ᾽ αγκάθι;
ΚΟΡ. Το ᾽πιασα με τα νύχια μου· νά, κοίταξέ το, Βάττε.
55ΒΑΤ. Πόσο μικρό τ᾽ αγκύλωμα και πόσο πόνο κάνει!
ΚΟΡ. Μην τρέχεις, Βάττε, στο βουνό ξυπόλυτος ποτέ σου,
γιατί φυτρώνουν πελουριές κι ασπαλωθιές κι αγκάθια.
ΒΑΤ. Ας είναι· πες μου, φίλε μου, το γεροντάκι εκείνο
τη μαυροφρύδα κορασιά την αγαπάει ακόμα;
60ΚΟΡ. Ακόμα, δόλιε μου· και πριν που ερχόμουν κατά δώθε,
τους έπιασα τους δυο μαζί κάπου κοντά στη σκάφη.
ΒΑΤ. Γεια σου, γέρο βαρβάτε μου! ή με τους Σατυρίσκους
ή με τους στραβοπόδαρους Πάνας θα συγγενεύεις.