Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (5.1-5.56)

ΕΙΣ ΛΟΥΤΡΑ ΤΗΣ ΠΑΛΛΑΔΟΣ


Ὅσσαι λωτροχόοι τᾶς Παλλάδος ἔξιτε πᾶσαι,
ἔξιτε· τᾶν ἵππων ἄρτι φρυασσομενᾶν
τᾶν ἱερᾶν ἐσάκουσα, καὶ ἁ θεὸς εὔτυκος ἕρπει.
σοῦσθέ νυν, ὦ ξανθαί, σοῦσθε, Πελασγιάδες.
5 οὔποκ᾽ Ἀθαναία μεγάλως ἀπενίψατο πάχεις,
πρὶν κόνιν ἱππειᾶν ἐξελάσαι λαγόνων,
οὐδ᾽ ὅκα δὴ λύθρῳ πεπαλαγμένα πάντα φέροισα
τεύχεα τῶν ἀδίκων ἦνθ᾽ ἀπὸ γηγενέων·
ἀλλὰ πολὺ πράτιστον ὑφ᾽ ἅρματος αὐχένας ἵππων
10λυσαμένα παγαῖς ἔκλυσεν Ὠκεανῶ
ἱδρῶ καὶ ῥαθάμιγγας, ἐφοίβασεν δὲ παγέντα
πάντα χαλινοφάγων ἀφρὸν ἀπὸ στομάτων.
ὦ ἴτ᾽ Ἀχαιιάδες, καὶ μὴ μύρα μηδ᾽ ἀλαβάστρως,
—συρίγγων ἀίω φθόγγον ὑπαξόνιον—
15 μὴ μύρα, λωτροχόοι, τᾷ Παλλάδι μηδ᾽ ἀλαβάστρως
—οὐ γὰρ Ἀθαναία χρίματα μεικτὰ φιλεῖ—
οἴσετε μηδὲ κάτοπτρον· ἀεὶ καλὸν ὄμμα τὸ τήνας.
οὐδ᾽ ὅκα τὰν Ἴδᾳ Φρὺξ ἐδίκαζεν ἔριν,
οὔτ᾽ ἐς ὀρείχαλκον μεγάλα θεὸς οὔτε Σιμοῦντος
20ἔβλεψεν δίναν εἰς διαφαινομέναν·
οὐδ᾽ Ἥρα· Κύπρις δὲ διαυγέα χαλκὸν ἑλοῖσα
πολλάκι τὰν αὐτὰν δὶς μετέθηκε κόμαν·
ἃ δὲ δὶς ἑξήκοντα διαθρέξασα διαύλως,
οἷα παρ᾽ Εὐρώτᾳ τοὶ Λακεδαιμόνιοι
25 ἀστέρες, ἐμπεράμως ἐνετρίψατο λιτὰ βαλοῖσα
χρίματα, τᾶς ἰδίας ἔκγονα φυταλιᾶς,
ὦ κῶραι, τὸ δ᾽ ἔρευθος ἀνέδραμε, πρώιον οἵαν
ἢ ῥόδον ἢ σίβδας κόκκος ἔχει χροΐαν.
τῷ καὶ νῦν ἄρσεν τι κομίσσατε μῶνον ἔλαιον,
30ᾧ Κάστωρ, ᾧ καὶ χρίεται Ἡρακλέης·
οἴσετε καὶ κτένα οἱ παγχρύσεον, ὡς ἀπὸ χαίταν
πέξηται, λιπαρὸν σμασαμένα πλόκαμον.

ἔξιθ᾽ Ἀθαναία· πάρα τοι καταθύμιος ἴλα,
παρθενικαὶ μεγάλων παῖδες Ἀρεστοριδᾶν.
35 ὠθάνα, φέρεται δὲ καὶ ἁ Διομηδέος ἀσπίς,
ὡς ἔθος Ἀργείως τοῦτο παλαιότερον
Εὐμήδης ἐδίδαξε, τεῒν κεχαρισμένος ἱρεύς·
ὅς ποκα βωλευτὸν γνοὺς ἐπί οἱ θάνατον
δᾶμον ἑτοιμάζοντα φυγᾷ τεὸν ἱρὸν ἄγαλμα
40ᾤχετ᾽ ἔχων, Κρεῖον δ᾽ εἰς ὄρος ᾠκίσατο,
Κρεῖον ὄρος· σὲ δέ, δαῖμον, ἀπορρώγεσσιν ἔθηκεν
ἐν πέτραις, αἷς νῦν οὔνομα Παλλατίδες.

ἔξιθ᾽ Ἀθαναία· περσέπτολι, χρυσεοπήληξ,
ἵππων καὶ σακέων ἁδομένα πατάγῳ.
45 σάμερον, ὑδροφόροι, μὴ βάπτετε, σάμερον, Ἄργος,
πίνετ᾽ ἀπὸ κρανᾶν, μηδ᾽ ἀπὸ τῶ ποταμῶ,
σάμερον αἱ δῶλαι τὰς κάλπιδας ἢ ᾽ς Φυσάδειαν
ἢ ἐς Ἀμυμώναν οἴσετε τὰν Δαναῶ.
καὶ γὰρ δὴ χρυσῷ τε καὶ ἄνθεσιν ὕδατα μείξας
50ἡξεῖ φορβαίων Ἴναχος ἐξ ὀρέων,
τἀθάνᾳ τὸ λοετρὸν ἄγων καλόν. ἀλλά, Πελασγέ,
φράζεο μὴ οὐκ ἐθέλων τὰν βασίλειαν ἴδῃς.
ὅς κεν ἴδῃ γυμνὰν τὰν Παλλάδα τὰν πολιοῦχον
τὦργος ἐσοψεῖται τοῦτο πανυστάτιον.
55 πότνι᾽ Ἀθαναία, τὺ μὲν ἔξιθι· μέσφα δ᾽ ἐγώ τι
ταῖσδ᾽ ἐρέω· μῦθος δ᾽ οὐκ ἐμός, ἀλλ᾽ ἑτέρων.

ΣΤΑ ΛΟΥΤΡΑ ΤΗΣ ΠΑΛΛΑΔΑΣ


Της Παλλάδας λουτράρισσες, όσες κι αν είστε εβγάτε,
εβγάτε, μόλις άκουσα το φρούμασμα των ιερών αλόγων
κι όμορφη καταφτάνει η θεά.
Βιαστείτε τώρα ξανθές κόρες του Πελασγού, βιαστείτε.
5Τα δυνατά της χέρια η Αθηνά ποτέ δε νίβει
πριν βγάλει τη σκόνη απ᾽ τα λαγόνια των αλόγων της.
Ούτε κι όταν γεμάτα ρύπον έφερε τα όπλα της
γυρνώντας απ᾽ τη μάχη της με τ᾽ άδικα παιδιά της Γης.
Μα πριν απ᾽ όλα τους αυχένες των αλόγων από τ᾽ άρμα
10έλυσε, και στις πηγές καθάρισε του Ωκεανού
του ιδρώτα τις σταλαγματιές και τον πηγμένο σκούπισε
αφρόν απ᾽ τα χαλινοφάγα στόματά τους.
Αχαιοπούλες, τρέξετε, μονάχα μύρα και σ᾽ αλάβαστρα αλοιφές μη φέρετε
—ακούω των τροχών το τρίξιμο πάνω στους άξονες—
15όχι μύρα λουτράρισσες, ούτε αλοιφές σ᾽ αλάβαστρα για την Παλλάδα
—η Αθηνά δεν τις ποθεί τις αλοιφές με μύρα—
ούτε καθρέφτη. Πάντοτε όμορφο έχει το πρόσωπο.
Ούτε όταν στην Ίδα ο Φρύγας Πάρης δίκαζε τη διαφορά,
ούτε τότε σ᾽ ορειχάλκινο καθρέφτη η τρανή θεά κοιτάχτηκε,
20ούτε και στου Σιμούντα τα διάφανα νερά.
Ούτε η Ήρα. Η Κύπρις μοναχά παίρνοντας τον διαυγή χάλκινο καθρέφτη
έφκιαξε και ξανάφκιαξε δύο φορές την κόμη της.
Μα εκείνη, δυο φορές εξήντα διαύλους αφού έτρεξε,
όπως στον Ευρώτα οι Λακεδαιμόνιοι
25αστέρες, τρίφτηκε μ᾽ αγνό λάδι καθώς είχε πείρα,
λάδι που βγαίνει απ᾽ το δικό της δέντρο,
ω κόρες και κοκκίνισε το πρόσωπό της ωσάν της αυγής
το ρόδο ή ωσάν τον κόκκο της ροδιάς.
Για τούτο τώρα λάδι για άντρες φέρτε της μονάχα,
30αυτό που ο Κάστορας αλείβεται κι ο Ηρακλής.
Και χτένα φέρτε της ολόχρυση την κόμη να χτενίσει,
και να γυαλίσει τις μπούκλες της τις λαμπερές.

Έβγα Αθηναία· κι είναι κοντά σου συντροφιά που θα σ᾽ αρέσει
από παρθένες των μεγάλων Αρεστοριδών.
35Ω Αθηνά, και του Διομήδη την ασπίδα φέρνουν
καθώς αυτό συνήθεια είναι στους Αργίτες παλαιότατη
που ο Ευμήδης τούς τη δίδαξε, ο αγαπημένος σου ιερέας,
αυτός που κάποτε όταν έμαθε πως ο δήμος ήθελε το θάνατό του,
πρόλαβε κι έφυγε με το ιερό σου άγαλμα
40και ήρθε και κατοίκησε στο Κρείον όρος.
Ω ναι στο Κρείον όρος, όπου κι εσένα τοποθέτησε, θεά,
στις βραχουριές, που Παλλατίδες ονομάζονται και τώρα.

Έβγα, Αθηνά, που κυριεύεις πόλεις, με το κράνος το χρυσό
που χαίρεσαι όταν πάταγον ακούς ίππων κι ασπίδων.
45Σήμερα, υδροφόρες, μη βουτάτε σήμερα στον ποταμό τις στάμνες,
κι εσείς Αργίτες πίνετε από κρήνες, όχι από τον ποταμό.
Σήμερα και οι δούλες τις υδρίες στη Φυσάδεια
ή στην Αμυμώνη να πάτε, την κόρη του Δαναού.
Γιατί τούτη τη μέρα χρυσάφι κι άνθη θ᾽ αναμείξει στα νερά του
50ο Ίναχος, που απ᾽ τα καλολίβαδα βουνά θα κατεβάσει
για το καλό της Αθηνάς λουτρό. Μα Πελασγέ
πρόσεξε μήπως κι άθελά σου αντικρίσεις τη βασίλισσα θεά.
Γιατί όποιος την Παλλάδα ιδεί γυμνή την πολιούχο,
το Άργος τούτο θ᾽ αντικρίσει με το φως του για στερνή φορά.
55Σεβαστή Αθηνά, πρόβαλε εσύ, κι εγώ ώσπου νά ᾽ρθεις
σ᾽ αυτές θα ειπώ μιαν ιστορία, όχι δικιά μου, μα άλλων.