Ω Φίντις, έλα τώρα [στρ. β]
τα σθεναρά μουλάρια ζέψε,
κι εμπρός γοργά να φέρουμε την άμαξα
στον καθαρό τον δρόμο· θέλω στον Αγησία να πάω
25και στη γενιά του· εκείνα
καλοξέρουν να μας οδηγήσουν,
αφού στην Ολυμπία κερδίσαν τα στεφάνια·
πρέπει λοιπόν γι᾽ αυτούς τους ημιόνους
ν᾽ ανοίξουμε των ύμνων διάπλατες τις πύλες·
σήμερα να κατέβουμε ήρθε η ώρα
προς την Πιτάνη, κοντά στις όχθες του Ευρώτα·
αυτή έσμιξε, λένε, [αντ. β]
με τον γιο του Κρόνου, τον Ποσειδώνα,
30κι έκανε μαζί του μια κόρη, τη μενεξεδοπλέξουδη Ευάδνη.
Έκρυψε κείνη κάτω απ᾽ την εσθήτα της την παρθενική μητρότητά της·
αλλ᾽ όταν ήρθε η ώρα της,
παράγγειλε στις βάγιες
να δώσουνε το βρέφος, στον γιο του Ελάτου για να το φροντίσει,
στον ήρωα που βασίλευε στη χώρα των Αρκάδων στη Φαισάνη
και που έλαχε στου Αλφειού να κατοικεί το ρέμα·
35εκεί, σαν μεγάλωσε, πρωτοδοκίμασε
με τον θεό τον Φοίβο τη γλυκιά Αφροδίτη.
Ωστόσο δεν κατόρθωσε ως το τέλος να κρύψει [επωδ. β]
από τον Αίπυτο τον γόνο τον θεϊκό.
Και τότε κείνος πνίγοντας με πειθαρχία μεγάλη
μες στην ψυχή την άφατη οργή του,
ξεκίνησε για την Πυθώνα, να πάει και να ζητήσει χρησμό
για το αβάσταχτο πάθημά του.
Και κείνη το άλικο ζωνάρι της
40και το αργυρό αποθέτοντας λαγήνι κάτω από θάμνους σκοτεινούς,
εγέννησε το θεόπνευστο αγόρι. Και ο Χρυσομάλλης
έστειλε να της παρασταθούνε τη γαληνεύτρα Ειλείθυια και τις Μοίρες.
|