Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Προμηθεὺς δεσμώτης (609-639)


ΠΡ. λέξω τορῶς σοι πᾶν ὅπερ χρῄζεις μαθεῖν,
610 οὐκ ἐμπλέκων αἰνίγματ᾽, ἀλλ᾽ ἁπλῷ λόγῳ,
ὥσπερ δίκαιον πρὸς φίλους οἴγειν στόμα.
πυρὸς βροτοῖς δοτῆρ᾽ ὁρᾷς Προμηθέα.
ΙΩ. ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς,
τλῆμον Προμηθεῦ, τοῦ δίκην πάσχεις τάδε;
615 ΠΡ. ἁρμοῖ πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους.
ΙΩ. οὔκουν πόροις ἂν τήνδε δωρειὰν ἐμοί;
ΠΡ. λέγ᾽ ἥντιν᾽ αἰτεῖ· πᾶν γὰρ ἂν πύθοιό μου.
ΙΩ. σήμηνον ὅστις ἐν φάραγγί σ᾽ ὤχμασεν.
ΠΡ. βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ.
620 ΙΩ. ποινὰς δὲ ποίων ἀμπλακημάτων τίνεις;
ΠΡ. τοσοῦτον ἀρκῶ σοι σαφηνίσας μόνον.
ΙΩ. καὶ πρός γε τούτοις τέρμα τῆς ἐμῆς πλάνης
δεῖξον, τίς ἔσται τῇ ταλαιπώρῳ χρόνος.
ΠΡ. τὸ μὴ μαθεῖν σοι κρεῖσσον ἢ μαθεῖν τάδε.
625 ΙΩ. μήτοι με κρύψῃς τοῦθ᾽ ὅπερ μέλλω παθεῖν.
ΠΡ. ἀλλ᾽ οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος.
ΙΩ. τί δῆτα μέλλεις μὴ οὐ γεγωνίσκειν τὸ πᾶν;
ΠΡ. φθόνος μὲν οὐδείς, σὰς δ᾽ ὀκνῶ θράξαι φρένας.
ΙΩ. μή μου προκήδου μᾶσσον ὧν ἐμοὶ γλυκύ.
630 ΠΡ. ἐπεὶ προθυμῇ, χρὴ λέγειν· ἄκουε δή.
ΧΟ. μήπω γε· μοῖραν δ᾽ ἡδονῆς κἀμοὶ πόρε.
τὴν τῆσδε πρῶτον ἱστορήσωμεν νόσον,
αὐτῆς λεγούσης τὰς πολυφθόρους τύχας·
τὰ λοιπὰ δ᾽ ἄθλων σοῦ διδαχθήτω πάρα.
635 ΠΡ. σὸν ἔργον, Ἰοῖ, ταῖσδ᾽ ὑπουργῆσαι χάριν,
ἄλλως τε πάντως καὶ κασιγνήταις πατρός.
ὡς τἀποκλαῦσαι κἀποδύρασθαι τύχας
ἐνταῦθ᾽, ὅπου μέλλοι τις οἴσεσθαι δάκρυ
πρὸς τῶν κλυόντων, ἀξίαν τριβὴν ἔχει.


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όλα θα σου τα πω, που λαχταράς να μάθεις,
610με λόγια απλά και ξάστερα, δίχως να πλέκω
αινίγματα, μα όπως σε φίλους είναι δίκιο
ν᾽ ανοίγεις στόμα: Λοιπόν είμαι ο Προμηθέας
εγώ, που στους ανθρώπους τη φωτιά έχω δώσει.
ΙΩ
Ω, που είδαν τόσο όλοι οι θνητοί καλό από σένα,
δύστυχε Προμηθέα, γιατί να πάσχεις τέτοια;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ότι κι έπαψα πια να θρηνώ τα δεινά μου.
ΙΩ
Τότε λοιπόν αυτή τη χάρη δε μου κάνεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Λέγε ν᾽ ακούσω, κι ό,τι μου ζητάς θα μάθεις.
ΙΩ
Πε μου, ποιός σ᾽ αλυσόδεσε σ᾽ αυτούς τους βράχους;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Του Δία είναι η βουλή και του Ήφαιστου το χέρι.
ΙΩ
620Και ποιό το κρίμα το βαρύ που έτσι πλερώνεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είναι αρκετά κι αυτά που σου έχω φανερώσει.
ΙΩ
Μα καν δε θα μου πεις να ξέρω ακόμη, πότε
τέλος θα δω η ταλαίπωρη στους παιδεμούς μου;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θα ᾽ταν καλύτερα για σε να μην το μάθεις.
ΙΩ
Μη μου το κρύβεις ό,τι ᾽ναι γραφτό να πάθω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δε στο ζηλεύω αυτό που μου ζητάς το δώρο.
ΙΩ
Λοιπόν γιατί μ᾽ αργείς και δε μου λες τα πάντα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φτάνει να θες, μα δεν τολμώ να σε ταράξω.
ΙΩ
Μη γνοιάζεσαι για με πιότερο κι απ᾽ την ίδια.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
630Ανάγκη, αφού έχεις τόση βια· και λοιπόν άκου.
ΧΟΡΟΣ
Μη ακόμα· δωσ᾽ κι εμένα μέρος απ᾽ τη χάρη·
πρώτα ν᾽ ακούσομε απ᾽ αυτή να μας πει η ίδια
τη συμφορά και τις βαριόμοιρές της τύχες,
κι όσ᾽ άλλα πια της μέλλουνται, από σε ας τα μάθει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σε σένα στέκει, Ιώ, τη χάρη να των κάμεις,
μια που είναι μάλιστα κι αδερφές του πατρός σου·
γιατί και να κλαυτεί κανείς και να θρηνήσει
τα πάθη του, όταν θα βρει δάκρυα από κείνους
που τον ακούουν, ο κόπος του δεν πάει του κάκου.