ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όλα θα σου τα πω, που λαχταράς να μάθεις,
610με λόγια απλά και ξάστερα, δίχως να πλέκω
αινίγματα, μα όπως σε φίλους είναι δίκιο
ν᾽ ανοίγεις στόμα: Λοιπόν είμαι ο Προμηθέας
εγώ, που στους ανθρώπους τη φωτιά έχω δώσει.
ΙΩ
Ω, που είδαν τόσο όλοι οι θνητοί καλό από σένα,
δύστυχε Προμηθέα, γιατί να πάσχεις τέτοια;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ότι κι έπαψα πια να θρηνώ τα δεινά μου.
ΙΩ
Τότε λοιπόν αυτή τη χάρη δε μου κάνεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Λέγε ν᾽ ακούσω, κι ό,τι μου ζητάς θα μάθεις.
ΙΩ
Πε μου, ποιός σ᾽ αλυσόδεσε σ᾽ αυτούς τους βράχους;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Του Δία είναι η βουλή και του Ήφαιστου το χέρι.
ΙΩ
620Και ποιό το κρίμα το βαρύ που έτσι πλερώνεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είναι αρκετά κι αυτά που σου έχω φανερώσει.
ΙΩ
Μα καν δε θα μου πεις να ξέρω ακόμη, πότε
τέλος θα δω η ταλαίπωρη στους παιδεμούς μου;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θα ᾽ταν καλύτερα για σε να μην το μάθεις.
ΙΩ
Μη μου το κρύβεις ό,τι ᾽ναι γραφτό να πάθω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δε στο ζηλεύω αυτό που μου ζητάς το δώρο.
ΙΩ
Λοιπόν γιατί μ᾽ αργείς και δε μου λες τα πάντα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φτάνει να θες, μα δεν τολμώ να σε ταράξω.
ΙΩ
Μη γνοιάζεσαι για με πιότερο κι απ᾽ την ίδια.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
630Ανάγκη, αφού έχεις τόση βια· και λοιπόν άκου.
ΧΟΡΟΣ
Μη ακόμα· δωσ᾽ κι εμένα μέρος απ᾽ τη χάρη·
πρώτα ν᾽ ακούσομε απ᾽ αυτή να μας πει η ίδια
τη συμφορά και τις βαριόμοιρές της τύχες,
κι όσ᾽ άλλα πια της μέλλουνται, από σε ας τα μάθει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σε σένα στέκει, Ιώ, τη χάρη να των κάμεις,
μια που είναι μάλιστα κι αδερφές του πατρός σου·
γιατί και να κλαυτεί κανείς και να θρηνήσει
τα πάθη του, όταν θα βρει δάκρυα από κείνους
που τον ακούουν, ο κόπος του δεν πάει του κάκου.
|