ΜΑΚ. Ω χαίρε, γέροντα, χαίρε και μάθαινέ μου
τα παιδιά να ᾽ναι σοφά στο κάθε πράμα, όσο
εσύ κι όχι περσότερο, γιατί τους φτάνει.
Προσπάθα ναν τα σώσεις πρόθυμος ακόμα
και ν᾽ αποθάνεις· τι ᾽μαστε δικά σου τέκνα·
συ μας μεγάλωσες! Βλέπεις την ελικιά μου,
580την ώριμη για γάμο, πως γι᾽ αυτά τη δίνω!
Και σεις, ω αδέρφια μου σφιγμένα εδώ μπροστά μου,
καλοτυχείτε κι είθε να σας γίνουν όλα
που δίνεται τώρα γι᾽ αυτά σφαχτό η καρδιά μου!
Και τιμάτε τον γέροντα και του πατρός μας
τη γριά μητέρα, την Αλκμήνην, που κλεισμένη
κάθεται μέσα· κι όταν θέλετε γλιτώσει
από τα βάσανα και γυρισμό σάς δώσουν
οι θεοί, να θυμηθείτε πως πρέπει τότε
590την που σας έσωσε να θάφτε· τι ᾽ναι δίκιο.
Για σας δεν φειδωλεύτηκα τον εαυτό μου!
Αυτόν τον θησαυρό αντίς παιδιά θενά ᾽χω
και παρθενιάν, αν είναι τίποτες στον Άδη·
κι άμποτες να μην είναι τίποτες, τι, αν έχουν
φροντίδες κι εκεί κάτου όσοι πεθαίνουν, τότε
δεν ξέρω πού να πάει κανείς· γιατί λογιέται
γιατρικό ο θάνατος της δυστυχιάς αιώνιο!
ΙΟΛ. Ω εσύ, που με τη μεγαλοψυχιά σου σε όλες
τις γυναίκες ξεχωρίζεις, μάθε, ζώντας
και πεθαμένη θα ᾽σαι πολυτιμημένη.
600Χαίρε· θα ᾽ταν ασέβεια να κακολογήσω
τη θεά που εσύ θυσιάζεσαι γι᾽ αυτήν, την κόρη
της Δήμητρας. Παιδιά μου, χάθηκα· τα μέλη
μου λύνονται απ᾽ τη λύπη· πιάστε με, στηρίχτε
σ᾽ ένα κάθισμα με πέπλους σκεπάζοντάς με.
Γιατί ούτε αυτά που γίνοντ᾽ έτσι ευχάριστα είναι
ούτε ο χρησμός, αν δεν γενεί, ζωή μάς μένει·
το ένα από τ᾽ άλλο μεγαλύτερο κακό είναι!
|