ΕΛΕ. Σιχαίνομαι τα λόγια που θα πω.
ΜΕΝ. Λέγε· γλυκιά ξαλάφρωσή ᾽ναι
τις περασμένες να σου λένε δυστυχίες.
ΕΛΕ. Δεν πήγα εγώ με γρήγορο καράβι
στην αγκαλιά ενός βάρβαρου, ούτε
σε ντροπιασμένο πλάγιασα κρεβάτι.
ΜΕΝ. Τότε ποιά μοίρα, ποιός θεός σε πήρε;
670ΕΛΕ. Ο γιος του Δία, καλέ μου, και της Μαίας
στη χώρα μ᾽ έφερε του Νείλου.
ΜΕΝ. Απίστευτο· πούθε σταλμένος; Φοβερά λόγια!
ΕΛΕ. Έκλαψα τότε, ακόμη κλαίω και τώρα·
η ομόκλινη μ᾽ αφάνισε του Δία.
ΜΕΝ. Η Ήρα; Ποιών τάχα το κακό ζητούσε;
ΕΛΕ. Αχ! συμφορά μου, εκείνες οι πηγές
όπου οι θεές λουστήκαν
κι ήρθ᾽ η αμάχη για την ομορφιά τους.
ΜΕΝ. Όμως γιατί να κατατρέξει εσέν᾽ η Ήρα;
ΕΛΕ. Για να μη μ᾽ έχει ο Πάρης…
680ΜΕΝ. Πώς; Λέγε.
ΕΛΕ. που ήμουν γι᾽ αυτόν της Κύπριδας το δώρο.
ΜΕΝ. Α! δύστυχη.
ΕΛΕ. Ναι, δύστυχη· κι εδώ στην Αίγυπτο ήρθα.
ΜΕΝ. Και του έδωσε το είδωλό σου, ως λες.
ΕΛΕ. Στο σπίτι σου τί θρήνος, μάνα, ω μάνα,
τί πένθος, τί χαμός!
ΜΕΝ. Τί λες;
ΕΛΕ. Χάθηκε η μάνα μου· για τις ντροπές μου
πέρασε βρόχο στον λαιμό της.
ΜΕΝ. Την άμοιρη· η κόρη μας Ερμιόνη ζει;
ΕΛΕ. Ανύπαντρη, άτεκνη, μαραίνεται και κλαίει
690για τον δικό μου ατιμασμένο γάμο.
ΜΕΝ. Ω! Πάρη, που μου ρήμαξες το σπίτι,
αυτά κι εσένα αφάνισαν και μύριους
Έλληνες χαλκαρματωμένους.
ΕΛΕ. Κι εμένα την καταραμένη,
την κακορίζικη, ο θεός αλάργα
μ᾽ απόδιωξε απ᾽ την πόλη κι από σένα
κι άφησα —που δεν άφησα ποτέ—
τον άντρα μου και τα παλάτια
για ντροπιασμένους έρωτες τραβώντας.
|