Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (7.33-7.43)


[7.33] Ὅτι, ἔφην ἐγώ, ἐκείνη γε ἐν τῷ σμήνει μένουσα οὐκ ἐᾷ ἀργοὺς τὰς μελίττας εἶναι, ἀλλ᾽ ἃς μὲν δεῖ ἔξω ἐργάζεσθαι ἐκπέμπει ἐπὶ τὸ ἔργον, καὶ ἃ ἂν αὐτῶν ἑκάστη εἰσφέρῃ οἶδέ τε καὶ δέχεται, καὶ σῴζει ταῦτα ἔστ᾽ ἂν δέῃ χρῆσθαι. ἐπειδὰν δὲ ἡ ὥρα τοῦ χρῆσθαι ἥκῃ, διανέμει τὸ δίκαιον ἑκάστῃ. [7.34] καὶ ἐπὶ τοῖς ἔνδον δ᾽ ἐξυφαινομένοις κηρίοις ἐφέστηκεν, ὡς καλῶς καὶ ταχέως ὑφαίνηται, καὶ τοῦ γιγνομένου τόκου ἐπιμελεῖται ὡς ἐκτρέφηται· ἐπειδὰν δὲ ἐκτραφῇ καὶ ἀξιοεργοὶ οἱ νεοττοὶ γένωνται, ἀποικίζει αὐτοὺς σὺν τῶν ἐπιγόνων τινὶ ἡγεμόνι.
[7.35] Ἦ καὶ ἐμὲ οὖν, ἔφη ἡ γυνή, δεήσει ταῦτα ποιεῖν;
Δεήσει μέντοι σε, ἔφην ἐγώ, ἔνδον τε μένειν καὶ οἷς μὲν ἂν ἔξω τὸ ἔργον ᾖ τῶν οἰκετῶν, τούτους συνεκπέμπειν, οἷς δ᾽ ἂν ἔνδον ἔργον ἐργαστέον, [7.36] τούτων σοι ἐπιστατητέον, καὶ τά τε εἰσφερόμενα ἀποδεκτέον καὶ ἃ μὲν ἂν αὐτῶν δέῃ δαπανᾶν σοὶ διανεμητέον, ἃ δ᾽ ἂν περιττεύειν δέῃ, προνοητέον καὶ φυλακτέον ὅπως μὴ ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη δαπάνη εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται. καὶ ὅταν ἔρια εἰσενεχθῇ σοι, ἐπιμελητέον ὅπως οἷς δεῖ ἱμάτια γίγνηται. καὶ ὅ γε ξηρὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐδώδιμος γίγνηται ἐπιμελητέον. [7.37] ἓν μέντοι τῶν σοὶ προσηκόντων, ἔφην ἐγώ, ἐπιμελημάτων ἴσως ἀχαριστότερον δόξει εἶναι, ὅτι, ὃς ἂν κάμνῃ τῶν οἰκετῶν, τούτων σοι ἐπιμελητέον πάντων ὅπως θεραπεύηται.
Νὴ Δί᾽, ἔφη ἡ γυνή, ἐπιχαριτώτατον μὲν οὖν, ἂν μέλλωσί γε οἱ καλῶς θεραπευθέντες χάριν εἴσεσθαι καὶ εὐνούστεροι ἢ πρόσθεν ἔσεσθαι.
[7.38] Καὶ ἐγώ, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ἀγασθεὶς αὐτῆς τὴν ἀπόκρισιν εἶπον· Ἆρά γε, ὦ γύναι, διὰ τοιαύτας τινὰς προνοίας καὶ τῆς ἐν τῷ σμήνει ἡγεμόνος αἱ μέλιτται οὕτω διατίθενται πρὸς αὐτήν, ὥστε, ὅταν ἐκείνη ἐκλίπῃ, οὐδεμία οἴεται τῶν μελιττῶν ἀπολειπτέον εἶναι, ἀλλ᾽ ἕπονται πᾶσαι;
[7.39] Καὶ ἡ γυνή μοι ἀπεκρίνατο· Θαυμάζοιμ᾽ ἄν, ἔφη, εἰ μὴ πρὸς σὲ μᾶλλον τείνοι τὰ τοῦ ἡγεμόνος ἔργα ἢ πρὸς ἐμέ. ἡ γὰρ ἐμὴ φυλακὴ τῶν ἔνδον καὶ διανομὴ γελοία τις ἄν, οἶμαι, φαίνοιτο, εἰ μὴ σύγε ἐπιμελοῖο ὅπως ἔξωθέν τι εἰσφέροιτο.
[7.40] Γελοία δ᾽ αὖ, ἔφην ἐγώ, ἡ ἐμὴ εἰσφορὰ φαίνοιτ᾽ ἄν, εἰ μὴ εἴη ὅστις τὰ εἰσενεχθέντα σῴζοι. οὐχ ὁρᾷς, ἔφην ἐγώ, οἱ εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν λεγόμενοι ὡς οἰκτίρονται, ὅτι μάτην πονεῖν δοκοῦσι;
Νὴ Δί᾽, ἔφη ἡ γυνή, καὶ γὰρ τλήμονές εἰσιν, εἰ τοῦτό γε ποιοῦσιν.
[7.41] Ἄλλαι δέ τοι, ἔφην ἐγώ, ἴδιαι ἐπιμέλειαι, ὦ γύναι, ἡδεῖαί σοι γίγνονται, ὁπόταν ἀνεπιστήμονα ταλασίας λαβοῦσα ἐπιστήμονα ποιήσῃς καὶ διπλασίου σοι ἀξία γένηται, καὶ ὁπόταν ἀνεπιστήμονα ταμιείας καὶ διακονίας παραλαβοῦσα ἐπιστήμονα καὶ πιστὴν καὶ διακονικὴν ποιησαμένη παντὸς ἀξίαν ἔχῃς, καὶ ὁπόταν τοὺς μὲν σώφρονάς τε καὶ ὠφελίμους τῷ σῷ οἴκῳ ἐξῇ σοι εὖ ποιῆσαι, ἐὰν δέ τις πονηρὸς φαίνηται, ἐξῇ σοι κολάσαι· [7.42] τὸ δὲ πάντων ἥδιστον, ἐὰν βελτίων ἐμοῦ φανῇς, καὶ ἐμὲ σὸν θεράποντα ποιήσῃ, καὶ μὴ δέῃ σε φοβεῖσθαι μὴ προϊούσης τῆς ἡλικίας ἀτιμοτέρα ἐν τῷ οἴκῳ γένῃ, ἀλλὰ πιστεύῃς ὅτι πρεσβυτέρα γιγνομένη ὅσῳ ἂν καὶ ἐμοὶ κοινωνὸς καὶ παισὶν οἴκου φύλαξ ἀμείνων γίγνῃ, τοσούτῳ καὶ τιμιωτέρα ἐν τῷ οἴκῳ ἔσει. [7.43] τὰ γὰρ καλά τε κἀγαθά, ἐγὼ ἔφην, οὐ διὰ τὰς ὡραιότητας, ἀλλὰ διὰ τὰς ἀρετὰς εἰς τὸν βίον τοῖς ἀνθρώποις ἐπαύξεται. τοιαῦτα μέν, ὦ Σώκρατες, δοκῶ μεμνῆσθαι αὐτῇ τὰ πρῶτα διαλεχθείς.


[7.33] Της είπα εγώ πως ”εκείνη βέβαια παραμένει μέσα στην κυψέλη και δεν επιτρέπει στις μέλισσες να τεμπελιάζουν, αλλά στέλνει στις εργασίες τους όσες μέλισσες πρέπει να εργάζονται έξω από την κυψέλη, και επιπλέον ελέγχει και παραλαμβάνει όσα η καθεμιά απ᾽ αυτές φέρνει μέσα στην κυψέλη και τα διατηρεί ώσπου να χρησιμοποιηθούν. Όταν φτάσει η ώρα της χρησιμοποίησής τους, μοιράζει τη σωστή ποσότητα στην καθεμιά. [7.34] Επίσης, στο εσωτερικό επιστατεί στις κερήθρες που κατασκευάζονται, ώστε να γίνεται η εργασία σωστά και γρήγορα, και φροντίζει για τους νεοσσούς που γεννιούνται, πώς, δηλαδή, εκτρέφονται· όταν, λοιπόν, εκτραφούν και γίνουν ικανοί για εργασία οι νεοσσοί, τους στέλνει σε καινούρια αποικία με κάποια βασίλισσα από τις επιγόνους της”.
[7.35] “Μήπως, λοιπόν”, είπε η γυναίκα, “χρειαστεί να κάνω κι εγώ τα ίδια;”
“Βεβαίως θα χρειαστεί”, είπα εγώ, “και μέσα στο σπίτι να μένεις και, όσοι απ᾽ τους υπηρέτες έχουν αναλάβει εξωτερική εργασία, να τους στέλνεις μαζί (έξω), όσοι πάλι εργάζονται μέσα στο σπίτι, να τους επιτηρείς· [7.36] εσύ να επιβλέπεις τους δούλους, να δέχεσαι ό,τι θα φέρουν, να μοιράζεις όποια τυχόν πρέπει να δαπανηθούν· όποια πάλι πρέπει να περισσεύουν, εσύ οφείλεις να προνοείς και να προσέχεις, για να μην ξοδεύεται σ᾽ έναν μήνα η δαπάνη που προγραμματίζεται να ξοδευτεί μέσα σ᾽ έναν χρόνο. Κι όταν παραλάβεις το μαλλί, πρέπει να φροντίσεις ώστε να κατασκευαστούν ρούχα για όσους έχουν ανάγκη. Πρέπει επιπλέον να φροντίσεις πώς οι κόκκοι των σιτηρών θα γίνουν φαγώσιμοι. [7.37] Ένα όμως από τα καθήκοντά σου, είπα εγώ, ίσως σου φανεί ότι είναι δυσάρεστο, ότι δηλαδή, αν κάποιος απ᾽ τους υπηρέτες αρρωστήσει, εσύ πρέπει να φροντίσεις γι᾽ αυτόν, με κάθε τρόπο να τον περιποιηθείς”.
“Μά τον Δία”, είπε η γυναίκα, “αυτό θα μου είναι το πιο ευχάριστο, αν βέβαια πρόκειται να μου χρωστούν χάρη αυτοί που θα θεραπευτούν από μένα και να είναι πιο φιλικοί και αφοσιωμένοι από πριν”.
[7.38] Και εγώ, είπε ο Ισχόμαχος, θαύμασα την απάντησή της και είπα: “Άραγε, γυναίκα, για κάποιες παρόμοιες φροντίδες της βασίλισσας των μελισσών οι μέλισσες είναι έτσι διατεθειμένες προς αυτήν, ώστε, όταν εκείνη εγκαταλείψει την κυψέλη, καμιά από τις μέλισσες δεν νομίζει ότι πρέπει να μείνει πίσω, αλλά όλες την ακολουθούν;”
[7.39] Και η γυναίκα μού αποκρίθηκε: “Θα απορούσα, είπε, αν τα καθήκοντα του αρχηγού δεν ανήκανε περισσότερο σε σένα αλλά σε μένα. Γιατί η διαφύλαξη των πραγμάτων που βρίσκονται μέσα στο σπίτι και η διανομή τους θα φαινόταν, φαντάζομαι, μάλλον γελοία, εάν εσύ βέβαια δεν φρόντιζες πώς θα έρχονται στο σπίτι προμήθειες από έξω”.
[7.40] “Γελοία όμως πάλι”, είπα εγώ, “θα φαινόταν η εισαγωγή πραγμάτων από μένα, εάν δεν υπήρχε κάποιος που θα διαφυλάττει αυτά που έχουν εισαχθεί. Δεν βλέπεις”, είπα εγώ, “πόσο αξιολύπητοι είναι αυτοί για τους οποίους λένε ότι προσπαθούν να αντλήσουν νερό με τρύπιο πιθάρι, γιατί πραγματικά φαίνονται ότι ματαιοπονούν;”
“Μά τον Δία”, είπε η γυναίκα, “αλήθεια αυτοί είναι δυστυχισμένοι, αν πράγματι αυτό κάνουν”.
[7.41] “Κι άλλες βέβαια φροντίδες”, είπα εγώ, γυναίκα, “γίνονται ευχάριστες για σένα, όταν αναλάβεις κάποια υπηρέτρια που δεν γνωρίζει την τέχνη του μαλλιού και την αναδείξεις σε επιδέξια υφάντρα και διπλά άξια προς όφελός σου· όταν πάρεις κάποια που δεν γνωρίζει τη διαχείριση της οικονομίας του σπιτιού και τις δουλειές των υπηρετών, και την καταστήσεις έμπειρη, έμπιστη και επιτήδεια στη δουλειά της και άξια για καθετί· όταν μπορείς να ευεργετήσεις αυτούς που έχουν καλή διαγωγή και είναι ωφέλιμοι για το σπιτικό σου, ενώ μπορείς να τιμωρήσεις κάποιον αν φαίνεται κακοήθης. [7.42] Και το πιο ευχάριστο απ᾽ όλα είναι αυτό: αν φανείς καλύτερη από μένα και με κάνεις δούλο σου. Τότε δεν θα χρειαστεί να φοβάσαι μήπως, με το πέρασμα της ηλικίας σου, χάσεις τις τιμές που απολαμβάνεις στο σπίτι, αλλά επιπλέον να έχεις την πεποίθηση ότι, όταν προχωρήσει η ηλικία σου, όσο γίνεις καλύτερη σύντροφος για μένα και άγγελος φύλακας του σπιτιού για τα παιδιά τόσο περισσότερο θα σε τιμούν στο σπίτι μας. [7.43]. Γιατί τα ωραία και τα ευγενικά συναισθήματα, είπα εγώ, επαυξάνονται όχι από τα νεανικά κάλλη αλλά από τις αρετές στη ζωή των ανθρώπων”. Τέτοια πράγματα, Σωκράτη, μου φαίνεται πως θυμάμαι να της είπα στην πρώτη μας συζήτηση».