Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (27.1-28.6)


[27.1] Ἐν γοῦν τῇ τότε πορείᾳ τὰ συντυχόντα ταῖς ἀπορίαις παρὰ τοῦ θεοῦ βοηθήματα τῶν ὑστέρων χρησμῶν ἐπιστεύθη μᾶλλον· τρόπον δέ τινα καὶ τοῖς χρησμοῖς ἡ πίστις ἐκ τούτων ὑπῆρξε. [27.2] πρῶτον μὲν γὰρ ἐκ Διὸς ὕδωρ πολὺ καὶ διαρκεῖς ὑετοὶ γενόμενοι τόν τε τῆς δίψης φόβον ἔλυσαν, καὶ τὴν ξηρότητα κατασβέσαντες τῆς ἄμμου, νοτερᾶς γενομένης καὶ πρὸς αὑτὴν ξυμπεσούσης, εὔπνουν τὸν ἀέρα καὶ καθαρώτερον παρέσχον. [27.3] ἔπειτα τῶν ὅρων οἵπερ ἦσαν τοῖς ὁδηγοῖς συγχυθέντων, καὶ πλάνης οὔσης καὶ διασπασμοῦ τῶν βαδιζόντων διὰ τὴν ἄγνοιαν, κόρακες ἐπιφανέντες ὑπελάμβανον τὴν ἡγεμονίαν τῆς πορείας, ἑπομένων μὲν ἔμπροσθεν πετόμενοι καὶ σπεύδοντες, ὑστεροῦντας δὲ καὶ βραδύνοντας ἀναμένοντες· [27.4] ὃ δ᾽ ἦν θαυμασιώτατον, ὡς Καλλισθένης φησί, ταῖς φωναῖς ἀνακαλούμενοι τοὺς πλανωμένους νύκτωρ καὶ κλάζοντες εἰς ἴχνος καθίστασαν τῆς πορείας. [27.5] ἐπεὶ δὲ διεξελθὼν τὴν ἔρημον ἧκεν εἰς τὸν τόπον, ὁ μὲν προφήτης αὐτὸν ὁ Ἄμμωνος ἀπὸ τοῦ θεοῦ χαίρειν ὡς ἀπὸ πατρὸς προσεῖπεν· ὁ δ᾽ ἐπήρετο, μή τις αὐτὸν εἴη διαπεφευγὼς τῶν τοῦ πατρὸς φονέων. [27.6] εὐφημεῖν δὲ τοῦ προφήτου κελεύσαντος, οὐ γὰρ εἶναι πατέρα θνητὸν αὐτῷ, μεταβαλὼν ἐπυνθάνετο τοὺς Φιλίππου φονεῖς, εἰ πάντας εἴη τετιμωρημένος· εἶτα περὶ τῆς ἀρχῆς, εἰ πάντων αὐτῷ δίδωσιν ἀνθρώπων κυρίῳ γενέσθαι. [27.7] χρήσαντος δὲ τοῦ θεοῦ καὶ τοῦτο διδόναι καὶ Φίλιππον ἀπέχειν ἔκπλεω τὴν δίκην, ἐδωρεῖτο τὸν θεὸν ἀναθήμασι λαμπροῖς καὶ χρήμασι τοὺς ἀνθρώπους. [27.8] ταῦτα περὶ τῶν χρησμῶν οἱ πλεῖστοι γράφουσιν· αὐτὸς δ᾽ Ἀλέξανδρος ἐν ἐπιστολῇ πρὸς τὴν μητέρα φησὶ γεγονέναι τινὰς αὐτῷ μαντείας ἀπορρήτους, ἃς αὐτὸς ἐπανελθὼν φράσει πρὸς μόνην ἐκείνην. [27.9] ἔνιοι δέ φασι τὸν μὲν προφήτην Ἑλληνιστὶ βουλόμενον προσειπεῖν μετά τινος φιλοφροσύνης «ὦ παιδίον», ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῦ πρὸς τὸ σίγμ᾽ ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῖν «ὦ παιδίος,» ἀντὶ τοῦ νῦ τῷ σίγμα χρησάμενον, ἀσμένῳ δὲ τῷ Ἀλεξάνδρῳ τὸ σφάλμα τῆς φωνῆς γενέσθαι, καὶ διαδοθῆναι λόγον ὡς παῖδα Διὸς αὐτὸν τοῦ θεοῦ προσειπόντος. [27.10] λέγεται δὲ καὶ Ψάμμωνος ἐν Αἰγύπτῳ τοῦ φιλοσόφου διακούσας, ἀποδέξασθαι μάλιστα τῶν λεχθέντων, ὅτι πάντες οἱ ἄνθρωποι βασιλεύονται ὑπὸ θεοῦ· τὸ γὰρ ἄρχον ἐν ἑκάστῳ καὶ κρατοῦν θεῖόν ἐστιν· [27.11] ἔτι δὲ μᾶλλον αὐτὸς περὶ τούτων ‹καὶ› φιλοσοφώτερον δοξάζειν [καὶ] λέγων ὡς πάντων μὲν ὄντα κοινὸν ἀνθρώπων πατέρα τὸν θεόν, ἰδίους δὲ ποιούμενον ἑαυτοῦ τοὺς ἀρίστους.
[28.1] Καθόλου δὲ πρὸς μὲν τοὺς βαρβάρους σοβαρὸς ἦν καὶ σφόδρα πεπεισμένῳ περὶ τῆς ἐκ θεοῦ γενέσεως καὶ τεκνώσεως ὅμοιος, τοῖς δ᾽ Ἕλλησι μετρίως καὶ ὑποφειδομένως ἑαυτὸν ἐξεθείαζε· [28.2] πλὴν περὶ Σάμου γράφων Ἀθηναίοις «ἐγὼ μὲν οὐκ ἂν» φησὶν «ὑμῖν ἐλευθέραν πόλιν ἔδωκα καὶ ἔνδοξον· ἔχετε δ᾽ αὐτὴν λαβόντες παρὰ τοῦ τότε κυρίου καὶ πατρὸς ἐμοῦ προσαγορευομένου,» λέγων τὸν Φίλιππον. [28.3] ὕστερον δὲ πληγῇ περιπεσὼν ὑπὸ τοξεύματος καὶ περιαλγὴς γενόμενος· «τοῦτο μὲν» εἶπεν «ὦ φίλοι, τὸ ῥέον αἷμα καὶ οὐκ
«ἰχώρ, οἷός πέρ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν».
[28.4] ἐπεὶ δὲ μεγάλης ποτὲ βροντῆς γενομένης καὶ πάντων ἐκπλαγέντων Ἀνάξαρχος ὁ σοφιστὴς παρὼν ἔφη πρὸς αὐτὸν «μή τι σὺ τοιοῦτον ὁ τοῦ Διός;» γελάσας ἐκεῖνος «οὐ βούλομαι γὰρ» εἶπε «φοβερὸς εἶναι τοῖς φίλοις, ὥσπερ σύ με κελεύεις ὁ καταφαυλίζων μου τὸ δεῖπνον, ὅτι ταῖς τραπέζαις ἰχθύας ὁρᾷς ἐπικειμένους, οὐ σατραπῶν κεφαλάς». [28.5] τῷ γὰρ ὄντι λέγεται τὸν Ἀνάξαρχον ἰχθυδίων Ἡφαιστίωνι πεμφθέντων ὑπὸ τοῦ βασιλέως τὸν προειρημένον ἐπιφθέγξασθαι λόγον, οἷον ἐξευτελίζοντα καὶ κατειρωνευόμενον τοὺς τὰ περίβλεπτα μεγάλοις πόνοις καὶ κινδύνοις διώκοντας, ὡς οὐδὲν ἢ μικρὸν ἐν ἡδοναῖς καὶ ἀπολαύσεσι πλέον ἔχοντας τῶν ἄλλων. [28.6] ὁ δ᾽ οὖν Ἀλέξανδρος καὶ ἀπὸ τῶν εἰρημένων δῆλός ἐστιν αὐτὸς οὐδὲν πεπονθὼς οὐδὲ τετυφωμένος, ἀλλὰ τοὺς ἄλλους καταδουλούμενος τῇ δόξῃ τῆς θειότητος.


[27.1] Σε εκείνη λοιπόν την πορεία η βοήθεια που δόθηκε στον Αλέξανδρο από τον θεό προς αντιμετώπιση των δυσκολιών έγινε περισσότερο πιστευτή από τους επόμενους χρησμούς. Σε αυτούς κατά κάποιον τρόπο οφείλεται και η εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου στους χρησμούς. [27.2] Πρώτα πρώτα το πολύ νερό και οι συνεχείς βροχοπτώσεις έδιωξαν τον φόβο από τη δίψα και εξουδετερώνοντας την ξηρότητα της άμμου, η οποία υγράθηκε και κατακάθισε, έκαναν τον αέρα πιο εύκολο στην αναπνοή και πιο καθαρό. [27.3] Έπειτα, καθώς τα σημάδια που ήταν για τους οδηγούς είχαν μπερδευτεί και λόγω της άγνοιας περιπλανιόνταν και αποσπώνταν μεταξύ τους αυτοί που βάδιζαν, εμφανίστηκαν κοράκια που είχαν αναλάβει τον ρόλο του οδηγού της πορείας, αφού, όταν τα ακολουθούσαν, πετούσαν γρήγορα μπροστά τους, όταν όμως ο Αλέξανδρος και οι άνδρες του έμεναν πίσω και αργοπορούσαν, τους περίμεναν. [27.4] Και, όπως λέει ο Καλλισθένης, το εκπληκτικότερο ήταν πως με τα κρωξίματα ανακαλούσαν όσους τη νύχτα περιπλανιόνταν και κράζοντας τους έβαζαν πάλι στα αχνάρια της πορείας. [27.5] Όταν, διασχίζοντας την έρημο έφτασε στον προορισμό του, ο προφήτης του Άμμωνος τον χαιρέτησε από μέρους του θεού σαν από πατέρα· ο Αλέξανδρος όμως τον ρώτησε μήπως του έχει ξεφύγει κάποιος από τους φονιάδες του πατέρα του. [27.6] Όταν ο προφήτης του συνέστησε να είναι προσεκτικός στα λόγια του, γιατί ο πατέρας του δεν ήταν θνητός, αλλάζοντας την ερώτηση ζητούσε να μάθει αν είχαν τιμωρηθεί όλοι οι δολοφόνοι του Φιλίππου. Κατόπιν ρώτησε για την ηγεμονία, αν δηλαδή θα του επέτρεπε ο θεός να γίνει κύριος του κόσμου. [27.7] Και όταν ο θεός χρησμοδότησε ότι και τούτο του επέτρεπε και ο Φίλιππος πήρε πλήρη εκδίκηση, τιμούσε τον θεό με λαμπρά αφιερώματα και στους ανθρώπους πρόσφερε χρήματα. [27.8] Αυτά γράφουν για τους χρησμούς οι περισσότεροι. Ο ίδιος όμως ο Αλέξανδρος σε γράμμα προς τη μητέρα του λέει ότι είχαν δοθεί σ᾽ αυτόν κάποιοι απόρρητοι χρησμοί, που ο ίδιος θα ανακοίνωνε κατά την επιστροφή του μόνο σε εκείνη. [27.9] Ορισμένοι όμως υποστηρίζουν ότι, θέλοντας ο προφήτης να τον προσφωνήσει λόγω φιλοφροσύνης στα ελληνικά λέγοντας «Ω παιδίον», έβαλε στην τελευταία συλλαβή από βαρβαρισμό σίγμα αντί για νι και είπε: «Ω παιδίος», ικανοποιώντας τον Αλέξανδρο με το λάθος της προσφώνησης, και διαδόθηκε η φήμη ότι ο θεός τον προσφώνησε «Ω παι Διός». [27.10] Λένε ακόμη ότι, όταν άκουσε στην Αίγυπτο τον φιλόσοφο Ψάμμωνα, δέχτηκε εντελώς όσα έλεγε, ότι όλοι οι άνθρωποι κυβερνιόνται από τον θεό· γιατί η ικανότητα να κυβερνά και να εξουσιάζει είναι στον καθένα θεϊκή. [27.11] Ακόμη περισσότερο σχετικά με αυτά, ο ίδιος και με φιλοσοφικότερη προσέγγιση έλεγε ότι ο θεός είναι κοινός πατέρας όλων των ανθρώπων, αλλά ξεχωρίζει και θεωρεί δικά του παιδιά τους αρίστους.
[28.1] Προς τους βαρβάρους ήταν τελείως σοβαρός και πέρα για πέρα πεπεισμένος για τη θεϊκή προέλευση και καταγωγή του· στους Έλληνες όμως εκθείαζε τον εαυτό του με μετριοφροσύνη και με κάποια φειδώ, [28.2] με εξαίρεση τα όσα είπε στους Αθηναίους στο γράμμα του για τη Σάμο: «Εγώ δεν θα έδινα σε σας πόλη ελεύθερη και ένδοξη· την κατέχετε όμως, αφού την πήρατε από τον τότε ονομαζόμενο κυρίαρχο και πατέρα μου», εννοώντας τον Φίλιππο. [28.3] Αργότερα, πληγωμένος από βέλος και πονώντας είπε: «αγαπητοί μου, αυτό που τρέχει είναι αίμα και όχι ιχώρ, που ρέει στις φλέβες των μακάριων θεών». [28.4] Όταν κάποτε ακούστηκε δυνατό μπουμπουνητό και όλοι τρομοκρατήθηκαν, ο Ανάξαρχος ο σοφιστής, που ήταν παρών, του είπε: «μήπως εσύ, γιε το Δία, κάνεις τέτοιο μπουμπουνητό;» Ο Αλέξανδρος τότε γέλασε και είπε: «δεν θέλω να τρομοκρατώ τους φίλους μου, όπως με προτρέπεις εσύ που περιφρονείς το δείπνο μου, γιατί βλέπεις στα τραπέζια να σερβίρονται ψάρια και όχι τα κεφάλια των σατραπών». [28.5] Πράγματι, λένε ότι ο Ανάξαρχος είπε την προηγούμενη φράση όταν ο βασιλιάς είχε στείλει στον Ηφαιστίωνα μικρά ψάρια, σαν να εξευτέλιζε και να ειρωνευόταν όσους επιδιώκουν τα σπουδαία πράγματα με μεγάλους κόπους και κινδύνους, γιατί δεν έχουν τίποτε περισσότερο ή ελάχιστα να κερδίσουν σε ηδονές και απολαύσεις από όσοι οι άλλοι. [28.6] Από τα όσα ειπώθηκαν λοιπόν είναι φανερό ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε πάθει τίποτε ο ίδιος ούτε είχε τυφλωθεί, αλλά με το να δίνει την εντύπωση της θεϊκής καταγωγής του επηρέαζε τους άλλους.