Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (22.1-23.6)


[22.1] Ἤδη δὲ καὶ τῶν πολιτῶν διὰ τὸ φθονεῖν ἡδέως τὰς διαβολὰς προσιεμένων, ἠναγκάζετο λυπηρὸς εἶναι τῶν αὑτοῦ πράξεων πολλάκις ἐν τῷ δήμῳ μνημονεύων, καὶ πρὸς τοὺς δυσχεραίνοντας «τί κοπιᾶτε» εἶπεν «ὑπὸ τῶν αὐτῶν πολλάκις εὖ πάσχοντες;» [22.2] ἠνίασε δὲ τοὺς πολλοὺς καὶ τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν εἱσάμενος, ἣν Ἀριστοβούλην μὲν προσηγόρευσεν ὡς ἄριστα τῇ πόλει καὶ τοῖς Ἕλλησι βουλευσάμενος, πλησίον δὲ τῆς οἰκίας κατεσκεύασεν ἐν Μελίτῃ τὸ ἱερόν, οὗ νῦν τὰ σώματα τῶν θανατουμένων οἱ δήμιοι προβάλλουσι καὶ τὰ ἱμάτια καὶ τοὺς βρόχους τῶν ἀπαγχομένων καὶ καθαιρεθέντων ἐκφέρουσιν. [22.3] ἔκειτο δὲ καὶ τοῦ Θεμιστοκλέους εἰκόνιον ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἀριστοβούλης ἔτι καθ᾽ ἡμᾶς, καὶ φαίνεταί τις οὐ τὴν ψυχὴν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν ὄψιν ἡρωικὸς γενόμενος.
[22.4] Τὸν μὲν οὖν ἐξοστρακισμὸν ἐποιήσαντο κατ᾽ αὐτοῦ, κολούοντες τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ὑπεροχήν, ὥσπερ εἰώθεσαν ἐπὶ πάντων οὓς ᾤοντο τῇ δυνάμει βαρεῖς καὶ πρὸς ἰσότητα δημοκρατικὴν ἀσυμμέτρους εἶναι. [22.5] κόλασις γὰρ οὐκ ἦν ὁ ἐξοστρακισμός, ἀλλὰ παραμυθία φθόνου καὶ κουφισμός, ἡδομένου τῷ ταπεινοῦν τοὺς ὑπερέχοντας καὶ τὴν δυσμένειαν εἰς ταύτην τὴν ἀτιμίαν ἀποπνέοντος.
[23.1] Ἐκπεσόντος δὲ τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶ διατρίβοντος ἐν Ἄργει, τὰ περὶ Παυσανίαν συμπεσόντα κατ᾽ ἐκείνου παρέσχε τοῖς ἐχθροῖς ἀφορμάς. ὁ δὲ γραψάμενος αὐτὸν προδοσίας Λεωβώτης ἦν ὁ Ἀλκμαίωνος Ἀγρυλῆθεν, ἅμα συνεπαιτιωμένων τῶν Σπαρτιατῶν. [23.2] ὁ γὰρ Παυσανίας πράττων ἐκεῖνα δὴ τὰ περὶ τὴν προδοσίαν, πρότερον μὲν ἀπεκρύπτετο τὸν Θεμιστοκλέα καίπερ ὄντα φίλον· ὡς δ᾽ εἶδεν ἐκπεπτωκότα τῆς πολιτείας καὶ φέροντα χαλεπῶς, ἐθάρρησεν ἐπὶ τὴν κοινωνίαν τῶν πρασσομένων παρακαλεῖν, γράμματα τοῦ βασιλέως ἐπιδεικνύμενος αὐτῷ καὶ παροξύνων ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας ὡς πονηροὺς καὶ ἀχαρίστους. [23.3] ὁ δὲ τὴν μὲν δέησιν ἀπετρίψατο τοῦ Παυσανίου καὶ τὴν κοινωνίαν ὅλως ἀπείπατο, πρὸς οὐδένα δὲ τοὺς λόγους ἐξήνεγκεν οὐδὲ κατεμήνυσε τὴν πρᾶξιν, εἴτε παύσεσθαι προσδοκῶν αὐτόν, εἴτ᾽ ἄλλως καταφανῆ γενήσεσθαι σὺν οὐδενὶ λογισμῷ πραγμάτων ἀτόπων καὶ παραβόλων ὀρεγόμενον. [23.4] οὕτω δὲ τοῦ Παυσανίου θανατωθέντος, ἐπιστολαί τινες ἀνευρεθεῖσαι καὶ γράμματα περὶ τούτων εἰς ὑποψίαν ἐνέβαλον τὸν Θεμιστοκλέα, καὶ κατεβόων μὲν αὐτοῦ Λακεδαιμόνιοι, κατηγόρουν δ᾽ οἱ φθονοῦντες τῶν πολιτῶν, οὐ παρόντος, ἀλλὰ διὰ γραμμάτων ἀπολογουμένου μάλιστα ταῖς προτέραις κατηγορίαις· [23.5] διαβαλλόμενος γὰρ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν πρὸς τοὺς πολίτας ὡς ἄρχειν μὲν αἰεὶ ζητῶν, ἄρχεσθαι δὲ μὴ πεφυκὼς μηδὲ βουλόμενος, οὐκ ἄν ποτε βαρβάροις αὑτὸν οὐδὲ πολεμίοις ἀποδόσθαι μετὰ τῆς Ἑλλάδος. [23.6] οὐ μὴν ἀλλὰ συμπεισθεὶς ὑπὸ τῶν κατηγορούντων ὁ δῆμος ἔπεμψεν ἄνδρας οἷς εἴρητο συλλαμβάνειν καὶ ἀνάγειν αὐτὸν κριθησόμενον ἐν τοῖς Ἕλλησιν.


Ο εξοστρακισμός
[22.1] Στο τέλος, επειδή και οι συμπολίτες του άρχισαν να τον φθονούν και να δέχονται ευχάριστα τις διαβολές εναντίον του, ο Θεμιστοκλής βρισκόταν στην ανάγκη να γίνεται οχληρός, υπενθυμίζοντες πολλές φορές δημόσια τα όσα έκαμε. Και σ᾽ εκείνους που δυσφορούσαν γι᾽ αυτό είπε κάποτε: «Γιατί πειράζεστε που σας ευεργετούν οι ίδιοι άνθρωποι πολλές φορές;» [22.2] Αλλά στενοχώρησε το λαό ακόμη και όταν ίδρυσε το ναό της Άρτεμης, που την ονόμασε Αριστοβούλη, γιατί πίστευε πως αυτός έδωσε άριστες συμβουλές στην πόλη και στους Έλληνες· και έχτισε αυτό το ναό κοντά στο σπίτι του στη Μελίτη, εκεί όπου σήμερα οι δήμιοι ρίχνουν τα σώματα των καταδικασμένων σε θάνατο και παίρνουν τα ενδύματα και τα σκοινιά των κρεμασμένων, όταν τους κατεβάζουν από την αγχόνη. [22.3] Υπάρχει μάλιστα στο ναό της Αριστοβούλης και ένα μικρό άγαλμα του Θεμιστοκλή που βρίσκεται ώς σήμερα και μας δείχνει έναν άνθρωπο που είχε όχι μόνο ψυχή παρά και μορφή ηρωική.
[22.4] Τον εξοστρακισμό λοιπόν του Θεμιστοκλή τον αποφάσισαν οι Αθηναίοι, θέλοντας να περιορίσουν την πολιτική δύναμη και την υπεροχή του, όπως συνήθιζαν να κάνουν για όλους εκείνους που νόμιζαν ότι αποχτούσαν δύναμη μεγάλη και ασυμβίβαστη προς την ισότητα που απαιτεί η δημοκρατία. [22.5] Γιατί ο εξοστρακισμός δεν ήταν τιμωρία, παρά ικανοποίηση και κατευνασμός του φθόνου, που βρίσκει ευχαρίστηση να ταπεινώνει τους ξεχωριστούς και ξεθυμαίνει με αυτή την ατίμωση.

Κατηγορία εσχάτης προδοσίας
[23.1] Όταν εξορίστηκε από την πατρίδα του ο Θεμιστοκλής και τον καιρό που έμενε στο Άργος, τα όσα έγιναν τότε με τον Παυσανία έδωσαν νέες αφορμές στους εχθρούς του να τον κατηγορήσουν. Αυτός που τον κατάγγειλε για προδοσία ήταν ο Λεωβώτης, ο γιος του Αλκμαίωνα από το δήμο της Αγρυλής, συγχρόνως όμως τον κατηγορούσαν και οι Σπαρτιάτες. [23.2] Γιατί ο Παυσανίας, όταν σχεδίαζε εκείνη τη γνωστή προδοσία του, στην αρχή έκρυβε τα σχέδιά του από το Θεμιστοκλή,αν και ήταν φίλος του. Όταν όμως τον είδε εξορισμένο από την πόλη του και αγαναχτισμένο, πήρε το θάρρος και του πρότεινε να συμπράξει και αυτός στις ενέργειές του. Του έδειξε μάλιστα και έγγραφα του βασιλιά των Περσών και τον εξερέθιζε εναντίον των Ελλήνων, λέγοντας πως είναι κακοί και αχάριστοι. [23.3] Αυτός όμως δε δέχτηκε την πρόταση του Παυσανία και αρνήθηκε ολότελα τη συμμετοχή του, μα σε κανέναν δε φανέρωνε όσα του είπε ούτε κατάγγειλε την πράξη, γιατί πίστευε ή πως ο Παυσανίας θα σταματήσει μόνος του κάθε άλλη ενέργειά του ή πως με άλλο τρόπο θα φανερωθεί, αφού επιζητούσε πράγματα παράδοξα και επικίνδυνα.
[23.4] Όταν όμως ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Παυσανίας θανατώθηκε, βρέθηκαν μερικές επιστολές και έγγραφα σχετικά με τις ενέργειές του αυτές που γεννούσαν υποψίες για το Θεμιστοκλή. Και φώναζαν εναντίον του οι Λακεδαιμόνιοι και τον κατηγορούσαν όσοι συμπολίτες του τον φθονούσαν, ενώ αυτός δεν ήταν παρών και αναγκαζόταν να απολογείται με έγγραφες εκθέσεις με τις οποίες αναιρούσε προπάντων τις προηγούμενες κατηγορίες. [23.5] Και έγραφε ότι, αφού οι ίδιοι οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν προς τους συμπολίτες του πως πάντοτε ζητεί να εξουσιάζει και πως δεν είναι το φυσικό του ούτε και θέλει να βρίσκεται κάτω από την εξουσία άλλου, πώς θα μπορούσε ποτέ να πουλήσει τον εαυτό του μαζί με όλη την Ελλάδα σε βαρβάρους και μάλιστα σ᾽ εχθρούς; [23.6] Μολαταύτα η εκκλησία του δήμου τελικά πείστηκε από τους κατηγόρους και έστειλε ανθρώπους με την εντολή να τον πιάσουν και να τον φέρουν, για να δικαστεί σε κοινό συνέδριο των Ελλήνων.