80Αυτά τους είπε, κι ευθύς δίνει στον Εύμαιο, θείο χοιροβοσκό,
την εντολή μπροστά τους ν᾽ αποθέσει το δοξάρι, εκεί
και τα πελέκια από γκρίζο σίδερο.
Το πήρε ο Εύμαιος και δακρυσμένος το ᾽βαλε στη μέση·
το τόξο βλέποντας του βασιλιά, θρηνούσε πλάι του
δεύτερος τώρα κι ο βουκόλος, οπότε ο Αντίνοος τους αποπήρε και τους δυο,
ξεστόμισε λόγια βαριά μιλώντας:
«Μικροί χωριάτες, το μυαλό σας μόνο στο σήμερα κολλά!
Γιατί, βρε μίζεροι, το ρίξατε στα κλαψουρίσματα, γιατί ταράζετε
στα στήθη την καρδιά μιας δύστυχης γυναίκας;
Έτσι κι αλλιώς της τρώει ο πόνος την ψυχή, αφότου έχασε
ομόκλινο το αγαπημένο ταίρι της.
Βγάλετε λέω τον σκασμό και τρώτε αμίλητοι· αλλιώς έξω από δω,
90κι εκεί το κλάμα συνεχίζετε. Όσο για τούτο το δοξάρι,
τ᾽ αφήνετε επιτόπου, άθλημα στους μνηστήρες ριψοκίνδυνο.
Δεν το φαντάζομαι πως τούτο το καλοξυσμένο τόξο
εύκολα κάποιος θα τανύσει, αφού σ᾽ όλους εδώ άντρας δεν βρίσκεται
του Οδυσσέα αντάξιος.
Εγώ τον είδα με τα μάτια μου και δεν μου βγαίνει απ᾽ το μυαλό —
ήμουνα τότε ανέμελο παιδάκι ακόμη.»
Έτσι τους μίλησε, μέσα του όμως έκρυβε κρυφή ελπίδα
πως θα τεντώσει τη χορδή, πως θα περάσει τη σαΐτα στα πελέκια.
Πράγματι, αυτός έμελλε πρώτος να γευτεί το βέλος,
αμολημένο από το χέρι του άψογου Οδυσσέα· που τώρα,
αραγμένος στο παλάτι, τον καταφρονούσε, γυρεύοντας
100να ξεσηκώσει τους συντρόφους.
Στο μεταξύ μπήκε στη μέση ο γενναίος Τηλέμαχος μιλώντας:
«Αλίμονό μου, σίγουρα μου πήρε τα μυαλά ο γιος του Κρόνου, ο Δίας!
Ενώ η καλή μου μάνα, που είναι γνωστική, το λέει πια, μ᾽ άλλον θα πάει,
θ᾽ αφήσει τούτο το παλάτι, εγώ ο μωρός γελώ και το γλεντώ.
Όμως κοπιάστε τώρα, σας περιμένει το έπαθλο, μνηστήρες.
Τέτοια γυναίκα άλλη δεν υπάρχει στων Αχαιών τη χώρα·
μήτε στην Πύλο, στο Άργος, στις Μυκήνες, μήτε και μέσα
στην Ιθάκη ή στην αντικρινή σκουρόχρωμη στεριά.
110Αυτό το ξέρετε καλά κι εσείς· ποιος λόγος να παινεύω εγώ τη μάνα μου;
Εμπρός λοιπόν, αφήστε τις προφάσεις, μην το χασομεράτε,
το τόξο αυτό δεν πρέπει κι άλλο να μείνει ατάνυστο,
ας δούμε τέλος τ᾽ αποτέλεσμα.
Αλήθεια, θα ᾽θελα να δοκιμαστώ κι ο ίδιος με τούτο το δοξάρι.
Αν το κατόρθωνα να το τεντώσω και να περάσω τη σαΐτα
στα πελέκια, τότε δεν θα μου πλάκωνε τόσο το βάρος την καρδιά,
που η σεμνή μου μάνα θ᾽ άφηνε το παλάτι, μ᾽ άλλον
πηγαίνοντας να ζήσει· θα ᾽μενα εδώ μόνος εγώ, άξιος όμως
να σηκώνω πια άρματα κι άθλα του πατέρα μου.»
Είπε, κι ορθός τινάχτηκε, πέταξε από πάνω του την πορφυρή του χλαίνη,
από τους ώμους τράβηξε το κοφτερό σπαθί.
120Μετά σε μάκρος, από τη μια μεριά στην άλλη, άνοιξε αυλάκι,
έστησε τα πελέκια εκεί, τα στάθμισε, για να ᾽ναι ίσα,
και πάτησε το χώμα γύρω τους.
Τον έβλεπαν οι άλλοι κι όλοι αποσβολώθηκαν, με πόση τάξη
τα συνταίριαξε, ενώ δεν είχε δει ποτέ του ως τώρα ο νέος τέτοιο πράγμα.
Τέλος, στητός επάνω στο κατώφλι, πήρε να δοκιμάζει το δοξάρι.
Δοκίμασε να το τραβήξει τρεις φορές μ᾽ όλη τη δύναμή του,
και τρεις φορές κόπηκε η φόρα του· ωστόσο μέσα του
κρατούσε ακόμη την ελπίδα πως θα μπορέσει να τανύσει τη νευρή
και να περάσει πέρα ως πέρα τα πελέκια.
Αν το τραβούσε τέταρτη φορά, βάζοντας κι άλλη δύναμη,
σίγουρα θα κατόρθωνε να το τεντώσει· αλλά στο μεταξύ τού κάνει
ο Οδυσσέας νεύμα, που τον συγκράτησε επάνω στη μεγάλη ορμή του.
130Οπότε γύρισε προς τους μνηστήρες, μιλώντας ο γενναίος Τηλέμαχος:
«Αίσχος, για πάντα αδύναμος κι ανίκανος θα μείνω!
Εκτός κι αν φταίει που είμαι νιούτσικος, μου λείπει εμπιστοσύνη
πως με τα χέρια μου μπορώ κι εγώ να τον στριμώξω
κάποιον που πρώτος κάνει τον καμπόσο.
Όμως τώρα σειρά σας, είσαστε εσείς πιο δυνατοί από μένα, μπρατσωμένοι·
πιάστε λοιπόν και δοκιμάσετε το τόξο, να δούμε ποιος θα πάρει το έπαθλο.»
Τέλειωσε με τα λόγια αυτά κι άφησε κάτω το δοξάρι, το ᾽γειρε
στα πορτόφυλλα με τις καλάρμοστες γυαλιστερές σανίδες
και πάνω στην ωραία κορώνη στήριξε και τη γρήγορη σαΐτα.
Μετά πήγε και κάθησε ξανά στον δίφρο απ᾽ όπου ανασηκώθηκε.
140Τον λόγο πήρε τότε ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος:
«Σύντροφοι, σηκωθείτε, όλοι με τη σειρά, από δεξιά αρχίζοντας,
όπως κι ο οινοχόος μάς κερνά κρασί.»
Έτσι τους μίλησε ο Αντίνοος, κι άρεσε ο λόγος του.
Πρώτος λοιπόν σηκώθηκε ο Ληώδης, ο γιος του Οίνοπα·
αυτός στα σφάγια τους μάντευε, πάντοτε καθισμένος
πέρα στο βάθος, στον όμορφο κρατήρα πλάι — ήταν ο μόνος που μισούσε
τ᾽ ατάσθαλα έργα κι αγανακτούσε μ᾽ όλους τους μνηστήρες.
Αυτός πήρε στα χέρια του πρώτος το τόξο και τη γρήγορη σαΐτα,
στήθηκε πάνω στο κατώφλι, με το δοξάρι πάλευε·
150όμως δεν μπόρεσε να το τανύσει, γιατί, τραβώντας τη νευρή,
του κόπηκαν τα χέρια — χέρια απαλά κι αδούλευτα.
Οπότε στους μνηστήρες γύρισε μιλώντας:
«Φίλοι, δεν το τεντώνω εγώ, άλλος ας έλθει να το πιάσει.
Κι όμως προβλέπω το τόξο τούτο θα στερήσει σ᾽ ανδρείους πολλούς
και την ορμή και τη ζωή τους.
Και μολαταύτα, ο θάνατος καλύτερος, παρά να ζούμε
στερημένοι συνεχώς απ᾽ ό,τι κάθε μέρα μάς μαζεύει εδώ,
και περιμένουμε πάντα να γίνει.
Προς το παρόν κάποιος ακόμη μέσα του μελετά κι ελπίζει
την Πηνελόπη να κερδίσει, γυναίκα του Οδυσσέα ομόκλινη.
Κι όμως, όταν δοκιμαστεί με το δοξάρι και δει τι γίνεται,
τότε ας γυρέψει λέω αλλού, δίνοντας και γαμήλια δώρα,
160άλλη γυναίκα ταίρι του να κάνει από των Αχαιών τις πεπλοφόρες κόρες —
εκείνη θα διαλέξει όποιον της δώσει περισσότερα κι είναι της μοίρας της αυτός.»
|