Ενώ ο Τηλέμαχος μιλούσε, η Αθηνά Παλλάδα σήκωσε τώρα
στους μνηστήρες γέλιο ξέφρενο, σαλεύοντας τον νου τους·
γελούσαν ασυγκράτητα, λες και δεν ήταν πια δικά τους τα σαγόνια,
αιμόφυρτα τα κρέατα μασούσαν, τα μάτια τους πλημμύρισαν στο δάκρυ,
έλεγες όπου να ᾽ναι θα ξεσπάσουν σε κλάμα γοερό.
350Τότε τον λόγο πήρε ο Θεοκλύμενος, θεόπνευστος τους μίλησε:
«Άθλιοι, άθλιο πάθος υποφέρετε! Νύχτα σας τύλιξε,
κεφάλια, πρόσωπα, τα γόνατά σας.
Η οιμωγή σας φλέγεται, τα μάγουλά σας μούσκεψαν στο δάκρυ,
αίμα οι τοίχοι στάζουν, αίμα της στέγης τα καλά δοκάρια,
είδωλα γέμισε το πρόθυρο, είδωλα η αυλή,
που βιάζονται να κατεβούν στο Έρεβος, να βυθιστούν στο σκότος·
στον ουρανό αμαυρώθηκε ο ήλιος, μια καταχνιά θολή
απλώνεται τώρα παντού.»
Τόσα τους είπε, εκείνοι όμως όλοι αυτάρεσκα τον περιγέλασαν.
Οπότε ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, πήρε αγορεύοντας τον λόγο:
360«Ο ξένος μας μωράθηκε, αυτός που χτες μας ήλθε απ᾽ αλλού.
Λοιπόν, παλληκαράκια μου, στα γρήγορα σύρτε τον έξω από την πόρτα,
κι ας πάει στην αγορά, αφού φαντάστηκε παντού τη νύχτα.»
Ανταποκρίθηκε, μάντης θεού, ο Θεοκλύμενος:
«Ευρύμαχε, δεν ζήτησα κανένα συνοδό· έχω τα μάτια μου,
τ᾽ αφτιά μου, τα δυο μου πόδια, κι απαρασάλευτος, σωστός,
ο νους μου παραμένει.
Γι᾽ αυτό θα φύγω μόνος μου· αλλά τη συμφορά τη βλέπω κιόλας πάνω σας
να πέφτει, κανείς δεν θα γλιτώσει, μνηστήρες, τον χαμό,
370που τους ανθρώπους καθυβρίζετε, που μηχανεύεστε ανόσιες πράξεις.»
Έτσι μιλώντας, βγήκε μόνος του απ᾽ το καλόχτιστο παλάτι,
και τράβηξε να πάει στον Πείραιο, που αυτός τον υποδέχτηκε φιλόξενα.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες, ένας τον άλλον βλέποντας, χλεύαζαν
τον Τηλέμαχο, τους ξένους του περιγελώντας.
Κι ανάμεσό τους κάποιος νιος, πιο φαντασμένος, πέταξε την πετριά του:
«Τηλέμαχε, άλλος δεν είναι πιο κακόξενος από την αφεντιά σου!
Που περιμάζεψες εδώ ένα ρεμάλι βρώμικο, έναν αχόρταγο,
που ξέρει μόνο να τρώει και να πίνει, άχρηστο για δουλειά,
στη δύναμη ψοφίμι, βάρος της γης· αλλά κι αυτός,
380ο δεύτερος, που μας σηκώθηκε τον μάντη παριστάνοντας.
Λοιπόν, αν θες τα λόγια μου ν᾽ ακούσεις, θα βγεις πιο κερδισμένος·
λέω τους ξένους να φορτώσουμε σ᾽ ένα πολύκωπο καράβι
και να τους ξαποστείλουμε για πούλημα στους Σικελούς —
έτσι θα είχες κι αμοιβή γενναία.»
Αυτά οι μνηστήρες μεταξύ τους έλεγαν, όμως εκείνος πια δεν πρόσεχε
τα λόγια τους· αμίλητος κοιτούσε τώρα τον πατέρα του, προσμένοντας
πότε θα βάλει χέρι στους ξετσίπωτους μνηστήρες.
Παράμερα κι αντίκρυ, σ᾽ ωραίο δίφρο καθισμένη του Ικαρίου η κόρη,
η Πηνελόπη σκεφτική, πρόσεχε τα λόγια των αντρών, τι έλεγε ο καθένας
στη μεγάλη αίθουσα.
390Ωστόσο αυτοί χασκογελώντας στο φαγητό είχαν τον νου τους,
λαχταριστό κι ευχάριστο, σφαχτά από τόσα σφάγια.
Το άλλο όμως δείπνο, εκείνο θα τους έβγαινε άχαρο και ξινό,
αυτό που θα τους έστρωναν σε λίγο η Αθηνά κι ο Οδυσσέας —
δικό τους το άδικο, πρώτοι αυτοί το μηχανεύτηκαν.
|