Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (6.118.1-6.124.2)

[6.118.1] Δᾶτις δὲ πορευόμενος ἅμα τῷ στρατῷ ἐς τὴν Ἀσίην, ἐπείτε ἐγένετο ἐν Μυκόνῳ, εἶδε ὄψιν ἐν τῷ ὕπνῳ. καὶ ἥτις μὲν ἦν ἡ ὄψις, οὐ λέγεται, ὁ δέ, ὡς ἡμέρη τάχιστ᾽ ἐπέλαμψε, ζήτησιν ἐποιέετο τῶν νεῶν, εὑρὼν δὲ ἐν Φοινίσσῃ [νηὶ] ἄγαλμα Ἀπόλλωνος κεχρυσωμένον ἐπυνθάνετο ὁκόθεν σεσυλημένον εἴη, πυθόμενος δὲ ἐξ οὗ ἦν ἱροῦ, ἔπλεε τῇ ἑωυτοῦ νηὶ ἐς Δῆλον· [6.118.2] καὶ ἀπίκατο γὰρ τηνικαῦτα οἱ Δήλιοι ὀπίσω ἐς τὴν νῆσον, κατατίθεταί τε ἐς τὸ ἱρὸν τὸ ἄγαλμα καὶ ἐντέλλεται τοῖσι Δηλίοισι ἀπαγαγεῖν τὸ ἄγαλμα ἐς Δήλιον τὸ Θηβαίων· τὸ δ᾽ ἔστι ἐπὶ θαλάσσῃ Χαλκίδος καταντίον. [6.118.3] Δᾶτις μὲν δὴ ταῦτα ἐντειλάμενος ἀπέπλεε, τὸν δὲ ἀνδριάντα τοῦτον Δήλιοι οὐκ ἀπήγαγον, ἀλλά μιν δι᾽ ἐτέων εἴκοσι Θηβαῖοι αὐτοὶ ἐκ θεοπροπίου ἐκομίσαντο ἐπὶ Δήλιον. [6.119.1] τοὺς δὲ τῶν Ἐρετριέων ἀνδραποδισμένους Δᾶτίς τε καὶ Ἀρταφρένης, ὡς προσέσχον ἐς τὴν Ἀσίην πλέοντες, ἀνήγαγον ἐς Σοῦσα. βασιλεὺς δὲ Δαρεῖος, πρὶν μὲν αἰχμαλώτους γενέσθαι τοὺς Ἐρετριέας, ἐνεῖχέ σφι δεινὸν χόλον, οἷα ἀρξάντων ἀδικίης προτέρων τῶν Ἐρετριέων· [6.119.2] ἐπείτε δὲ εἶδέ σφεας ἀπαχθέντας παρ᾽ ἑωυτὸν καὶ ὑποχειρίους ἑωυτῷ ἐόντας, ἐποίησε κακὸν ἄλλο οὐδέν, ἀλλά σφεας τῆς Κισσίης χώρης κατοίκισε ἐν σταθμῷ ἑωυτοῦ τῷ οὔνομά ἐστι Ἀρδέρικκα, ἀπὸ μὲν Σούσων δέκα καὶ διηκοσίους σταδίους ἀπέχοντι, τεσσεράκοντα δὲ ἀπὸ τοῦ φρέατος τὸ παρέχεται τριφασίας ἰδέας· καὶ γὰρ ἄσφαλτον καὶ ἅλας καὶ ἔλαιον ἀρύσσονται ἐξ αὐτοῦ τρόπῳ τοιῷδε· [6.119.3] ἀντλέεται μὲν κηλωνηίῳ, ἀντὶ δὲ γαυλοῦ ἥμισυ ἀσκοῦ οἱ προσδέδεται· ὑποτύψας δὲ τούτῳ ἀντλέει καὶ ἔπειτα ἐγχέει ἐς δεξαμενήν· ἐκ δὲ ταύτης ἐς ἄλλο διαχεόμενον τρέπεται τριφασίας ὁδούς· καὶ ἡ μὲν ἄσφαλτος καὶ οἱ ἅλες πήγνυνται παραυτίκα, τὸ δὲ ἔλαιον … οἱ Πέρσαι καλέουσι τοῦτο ῥαδινάκην· ἔστι δὲ μέλαν καὶ ὀδμὴν παρεχόμενον βαρέαν. [6.119.4] ἐνθαῦτα τοὺς Ἐρετριέας κατοίκισε βασιλεὺς Δαρεῖος, οἳ καὶ μέχρι ἐμέο εἶχον τὴν χώρην ταύτην, φυλάσσοντες τὴν ἀρχαίην γλῶσσαν. [6.120.1] τὰ μὲν δὴ περὶ Ἐρετριέας ἔσχε οὕτως· Λακεδαιμονίων δὲ ἧκον ἐς τὰς Ἀθήνας δισχίλιοι μετὰ τὴν πανσέληνον, ἔχοντες σπουδὴν πολλὴν καταλαβεῖν, οὕτω ὥστε τριταῖοι ἐκ Σπάρτης ἐγένοντο ἐν τῇ Ἀττικῇ. ὕστεροι δὲ ἀπικόμενοι τῆς συμβολῆς ἱμείροντο ὅμως θεήσασθαι τοὺς Μήδους· ἐλθόντες δὲ ἐς τὸν Μαραθῶνα ἐθεήσαντο. μετὰ δὲ αἰνέοντες Ἀθηναίους καὶ τὸ ἔργον αὐτῶν ἀπαλλάσσοντο ὀπίσω.
[6.121.1] Θῶμα δέ μοι καὶ οὐκ ἐνδέκομαι τὸν λόγον, Ἀλκμεωνίδας ἄν κοτε ἀναδέξαι Πέρσῃσι ἐκ συνθήματος ἀσπίδα, βουλομένους ὑπὸ βαρβάροισί τε εἶναι Ἀθηναίους καὶ ὑπὸ Ἱππίῃ· οἵτινες μᾶλλον ἢ ὁμοίως Καλλίῃ τῷ Φαινίππου, Ἱππονίκου δὲ πατρί, φαίνονται μισοτύραννοι ἐόντες. [6.121.2] Καλλίης τε γὰρ μοῦνος Ἀθηναίων ἁπάντων ἐτόλμα, ὅκως Πεισίστρατος ἐκπέσοι ἐκ τῶν Ἀθηνέων, τὰ χρήματα αὐτοῦ κηρυσσόμενα ὑπὸ τοῦ δημοσίου ὠνέεσθαι, καὶ τἆλλα τὰ ἔχθιστα ἐς αὐτὸν πάντα ἐμηχανᾶτο. [6.122.1] [Καλλίεω δὲ τούτου ἄξιον πολλαχοῦ μνήμην ἐστὶ πάντα τινὰ ἔχειν. τοῦτο μὲν γὰρ τὰ προλελεγμένα, ὡς ἀνὴρ ἄκρος ἐλευθερῶν τὴν πατρίδα, τοῦτο δὲ τὰ ἐν Ὀλυμπίῃ ἐποίησε· ἵππῳ νικήσας, τεθρίππῳ δὲ δεύτερος γενόμενος, Πύθια δὲ πρότερον ἀνελόμενος, ἐφανερώθη ἐς τοὺς Ἕλληνας πάντας δαπάνῃσι μεγίστῃσι. [6.122.2] τοῦτο δὲ κατὰ τὰς ἑωυτοῦ θυγατέρας ἐούσας τρεῖς οἷός τις ἀνὴρ ἐγένετο· ἐπειδὴ γὰρ ἐγίνοντο γάμου ὡραῖαι, ἔδωκέ σφι δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ἐκείνῃσί τε ἐχαρίσατο· ἐκ γὰρ πάντων τῶν Ἀθηναίων τὸν ἑκάστη ἐθέλοι ἄνδρα ἑωυτῇ ἐκλέξασθαι, ἔδωκε τούτῳ τῷ ἀνδρί.] [6.123.1] καὶ οἱ Ἀλκμεωνίδαι ὁμοίως ἢ οὐδὲν ἧσσον τούτου ἦσαν μισοτύραννοι. θῶμα ὦν μοι καὶ οὐ προσίεμαι τὴν διαβολήν, τούτους γε ἀναδέξαι ἀσπίδα, οἵτινες ἔφευγόν τε τὸν πάντα χρόνον τοὺς τυράννους, ἐκ μηχανῆς τε τῆς τούτων ἐξέλιπον Πεισιστρατίδαι τὴν τυραννίδα. [6.123.2] καὶ οὕτω τὰς Ἀθήνας οὗτοι ἦσαν οἱ ἐλευθερώσαντες πολλῷ μᾶλλον ἤ περ Ἁρμόδιός τε καὶ Ἀριστογείτων, ὡς ἐγὼ κρίνω. οἱ μὲν γὰρ ἐξηγρίωσαν τοὺς ὑπολοίπους Πεισιστρατιδέων Ἵππαρχον ἀποκτείναντες, οὐδέ τι μᾶλλον ἔπαυσαν [τοὺς λοιποὺς] τυραννεύοντας, Ἀλκμεωνίδαι δὲ ἐμφανέως ἠλευθέρωσαν, εἰ δὴ οὗτοί γε ἀληθέως ἦσαν οἱ τὴν Πυθίην ἀναπείσαντες προσημαίνειν Λακεδαιμονίοισι ἐλευθεροῦν τὰς Ἀθήνας, ὥς μοι πρότερον δεδήλωται. [6.124.1] ἀλλὰ γὰρ ἴσως τι ἐπιμεμφόμενοι Ἀθηναίων τῷ δήμῳ προεδίδοσαν τὴν πατρίδα. οὐ μὲν ὦν ἦσάν σφεων ἄλλοι δοκιμώτεροι ἔν γε Ἀθηναίοισι ἄνδρες οὐδ᾽ οἳ μᾶλλον ἐτετιμέατο. [6.124.2] οὕτω οὐδὲ λόγος αἱρέει ἀναδεχθῆναι ἔκ γε ἂν τούτων ἀσπίδα ἐπὶ τοιούτῳ λόγῳ. ἀνεδέχθη μὲν γὰρ ἀσπίς, καὶ τοῦτο οὐκ ἔστι ἄλλως εἰπεῖν· ἐγένετο γάρ· ὃς μέντοι ἦν ὁ ἀναδέξας, οὐκ ἔχω προσωτέρω εἰπεῖν τούτων.

[6.118.1] Καθώς ο Δάτης κατευθυνόταν με το εκστρατευτικό του σώμα στην Ασία, όταν έφτασε στη Μύκονο είδε στον ύπνο του όνειρο. Τώρα, ποιό ήταν το όνειρο, δεν είναι γνωστό, αλλά εκείνος, μόλις φώτισε η μέρα, αμέσως ενέργησε έρευνα στα καράβια· βρήκε λοιπόν επίχρυσο άγαλμα του Απόλλωνα σ᾽ ένα φοινικικό καράβι και ρωτούσε να μάθει από πού το είχαν συλήσει· κι όταν έμαθε το ναό, στον οποίο ανήκε, αρμένισε με το καράβι του στη Δήλο· [6.118.2] και —γιατί στο μεταξύ είχαν γυρίσει στο νησί τους οι Δήλιοι— απόθεσε το άγαλμα στο ναό και δίνει εντολή στους Δηλίους να παν το άγαλμα στον τόπο του, στο Δήλιο των Θηβαίων· αυτή η πόλη βρίσκεται στην παραλία, απέναντι από τη Χαλκίδα. [6.118.3] Ο Δάτης λοιπόν έδωσε αυτή την εντολή κι έφυγε με το καράβι του, το άγαλμα όμως αυτό οι Δήλιοι δεν το επέστρεψαν στη θέση του, αλλά ύστερ᾽ από είκοσι χρόνια οι Θηβαίοι από μόνοι τους με χρησμό που τους δόθηκε το μετέφεραν στο Δήλιο.
[6.119.1] Τέλος ο Δάτης κι ο Αρταφρένης, μόλις τα καράβια τους αρμενίζοντας έπιασαν στεριά στην Ασία, πήραν τους Ερετριείς που είχαν σκλαβώσει και τους ανέβασαν στα Σούσα. Ο βασιλιάς Δαρείος, πριν οι Ερετριείς αιχμαλωτιστούν, έτρεφε εναντίον τους φοβερό μίσος, επειδή πρώτοι οι Ερετριείς είχαν δώσει αφορμή με τις άδικες πράξεις τους· [6.119.2] όταν όμως είδε να τους κουβαλούν στην αυλή του και να τους έχει στην εξουσία του, δεν τους πείραξε καθόλου, αλλά τους εγκατέστησε στη χώρα των Κισσίων, σε δικό του υποστατικό που λεγόταν Αρδέρικκα κι απέχει από τα Σούσα διακόσιους δέκα σταδίους, και σαράντα απ᾽ το πηγάδι που βγάζει τρία ορυκτά· [6.119.3] δηλαδή αντλούν απ᾽ αυτό άσφαλτο και αλάτι και λάδι με τον εξής τρόπο· για την άντλησή του χρησιμοποιούν γεράνι, που στην άκρη του έχουν δεμένο όχι κουβά, αλλά το μισό από ασκί· και βουτώντας το στο πηγάδι αντλούν το υγρό κι έπειτα το χύνουν σε δεξαμενή· κι απ᾽ αυτήν διοχετεύεται αλλού και παίρνει τρεις μορφές, κι η άσφαλτος και το αλάτι πήζουν στη στιγμή, ενώ το λάδι… κι οι Πέρσες το λένε ραδινάκη· κι είναι μαύρο και βγάζει βαριά μυρουδιά. [6.119.4] Εκεί ο βασιλιάς Δαρείος εγκατέστησε τους Ερετριείς κι αυτοί ώς την εποχή μου είχαν δική τους αυτή την περιοχή, κρατώντας τη μητρική τους γλώσσα.
[6.120.1] Αυτή την τύχη λοιπόν είχαν οι Ερετριείς· κι ήρθαν στην Αθήνα δυο χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι ύστερ᾽ από την πανσέληνο, κι η βιασύνη τους να φτάσουν έγκαιρα ήταν τόσο μεγάλη που έκαναν το δρόμο απ᾽ τη Σπάρτη ώς την Αθήνα σε δυο μέρες. Κι όσο κι αν δεν πρόλαβαν τη μάχη, ήθελαν όμως να δουν τους Μήδους· πήγαν λοιπόν στον Μαραθώνα και τους είδαν. Κι ύστερα, συγχαίροντας τους Αθηναίους για το κατόρθωμά τους, πήραν το δρόμο του γυρισμού.
[6.121.1]Αλλά νά τί μου φαίνεται απίστευτο και δεν μπορώ να το παραδεχτώ· είναι η ιστορία πως οι Αλκμεωνίδες —αν είναι δυνατό!— ύψωσαν, ύστερ᾽ από συνεννόηση, συνθηματική ασπίδα στους Πέρσες — πως θέλησαν δηλαδή να ζουν οι Αθηναίοι δούλοι των Περσών και του Ιππία! Αυτοί που περισσότερο —ή το ίδιο— με τον Καλλία, το γιο του Φαινίππου και πατέρα του Ιππονίκου, ολοφάνερα στάθηκαν εχθροί των τυράννων. [6.121.2] Γιατί ο Καλλίας ήταν ο μόνος μέσα σ᾽ όλους τους Αθηναίους που και τολμούσε, κάθε φορά που ο Πεισίστρατος έχανε την εξουσία κι εξοριζόταν από την Αθήνα, ν᾽ αγοράζει την περιουσία του που ο δημόσιος κήρυκας έβγαζε στο σφυρί, και έβαζε σ᾽ ενέργεια όλα τα πιο εχθρικό για εκείνον σχέδια.
[6.122.1] [Αυτό τον Καλλία αξίζει ο καθένας μας να τον θυμάται συχνά. Πρώτα πρώτα για όσα είπαμε προηγουμένως, πως στάθηκε πρωταγωνιστής στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας του, κι ύστερα για τους άθλους του στην Ολυμπία· ανακηρύχτηκε ολυμπιονίκης στις ιπποδρομίες, δεύτερος νικητής στον αγώνα τεθρίππων, αφού προηγουμένως είχε νικήσει στα Πύθια· έγινε πασίγνωστος στον ελληνικό κόσμο για τα υπερβολικά μεγάλα ποσά που δαπάνησε. [6.122.2] Αλλά είναι και κάτι άλλο, ο τρόπος με τον οποίο φέρθηκε στις θυγατέρες του· είχε τρεις, κι όταν έφτασε η ώρα του γάμου τους, τους έδωσε την πιο γενναιόδωρη προίκα κι ακόμα τους έκανε τη χάρη: άφησε δηλαδή την καθεμιά να διαλέξει ανάμεσ᾽ απ᾽ όλους τους Αθηναίους όποιον ήθελε η καρδιά της, και τις πάντρεψε μ᾽ αυτούς τους άντρες.]
[6.123.1] Κι οι Αλκμεωνίδες στάθηκαν εχθροί των τυράννων όσο κι αυτός, αν όχι περισσότερο. Λοιπόν για μένα είναι απίστευτο και δε δέχομαι τη συκοφαντική κατηγορία πως αυτοί ύψωσαν ασπίδα, αυτοί που όλο τον καιρό που εξουσίαζαν οι τύραννοι έζησαν στην εξορία, κι από δική τους μηχανορραφία οι Πεισιστρατίδες εγκατέλειψαν την τυραννική εξουσία. [6.123.2] Κι έτσι η Αθήνα χρωστά την απελευθέρωσή της πολύ περισσότερο σ᾽ αυτούς παρά στον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, κατά την κρίση μου. Γιατί εκείνοι εξαγρίωσαν τους υπόλοιπους Πεισιστρατίδες με το να σκοτώσουν τον Ίππαρχο, όμως δεν έθεσαν τέρμα στην τυραννίδα τους, ενώ οι Αλκμεωνίδες ελευθέρωσαν πραγματικά την πόλη, εφόσον βέβαια είναι αλήθεια πως αυτοί έπεισαν την Πυθία να παρακινεί με χρησμό τους Λακεδαιμονίους να ελευθερώσουν την Αθήνα, όπως και πιο πάνω έχω αποκαλύψει.
[6.124.1] Αποκλείεται όμως, θα έλεγε κάποιος, να ᾽χαν κάποια παράπονα από τον αθηναϊκό λαό, κι έτσι πρόδωσαν την πατρίδα; Όχι βέβαια, γιατί στην Αθήνα ο κόσμος δεν παραδεχόταν ούτε τιμούσε κανέναν περισσότερο απ᾽ αυτούς. [6.124.2] Έτσι με καμιά λογική δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι για κάποιον παρόμοιο λόγο ύψωσαν εκείνοι την ασπίδα. Οπωσδήποτε η ασπίδα υψώθηκε, κάθε άλλος ισχυρισμός δε στέκεται· γιατί είναι γεγονός· όμως για το ποιός την ύψωσε, δεν έχω να πω τίποτε περισσότερο.