Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (7.14.8-7.15.6)

[7.14.8] Ἐκεῖνα δὲ πρὸς πάντων ξυμφωνούμενα, ἐς τρίτην ἀπὸ τοῦ θανάτου τοῦ Ἡφαιστίωνος ἡμέραν μήτε σίτου γεύσασθαι Ἀλέξανδρον μήτε τινὰ θεραπείαν ἄλλην θεραπεῦσαι τὸ σῶμα, ἀλλὰ κεῖσθαι γὰρ ἢ ὀδυρόμενον ἢ πενθικῶς σιγῶντα· καὶ πυρὰν κελεῦσαι αὐτῷ ἑτοιμάζεσθαι ἐν Βαβυλῶνι ἀπὸ ταλάντων μυρίων, οἱ δὲ καὶ πλειόνων ἀνέγραψαν· [7.14.9] καὶ ὅτι πένθος ποιεῖσθαι περιηγγέλη κατὰ πᾶσαν τὴν χώραν τὴν βάρβαρον· καὶ ὅτι πολλοὶ τῶν ἑταίρων τῶν Ἀλεξάνδρου ἐς θεραπείαν τὴν ἐκείνου σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τὰ ὅπλα Ἡφαιστίωνι ἀνέθεσαν ἀποθανόντι· πρῶτον δὲ Εὐμενῆ ἄρξαι τοῦ σοφίσματος, ὅντινα ὀλίγῳ πρόσθεν ἔφαμεν ὅτι διηνέχθη πρὸς Ἡφαιστίωνα· καὶ τοῦτο δὲ δρᾶσαι, τῷ Ἀλεξάνδρῳ ὡς μὴ ἐφήδεσθαι δοκοίη τελευτήσαντι Ἡφαιστίωνι. [7.14.10] οὔκουν οὐδὲ ἄλλον τινὰ ἔταξεν ἀντὶ Ἡφαιστίωνος χιλίαρχον ἐπὶ τῇ ἵππῳ τῇ ἑταιρικῇ Ἀλέξανδρος, ὡς μὴ ἀπόλοιτο τὸ ὄνομα τοῦ Ἡφαιστίωνος ἐκ τῆς τάξεως, ἀλλὰ Ἡφαιστίωνός τε ἡ χιλιαρχία ἐκαλεῖτο καὶ τὸ σημεῖον αὐτῆς ἡγεῖτο ‹τὸ› ἐξ Ἡφαιστίωνος πεποιημένον. ἀγῶνά τε ἐπενόει ποιῆσαι γυμνικόν τε καὶ μουσικὸν πλήθει τε τῶν ἀγωνιζομένων καὶ τῇ εἰς αὐτὸν χορηγίᾳ πολύ τι τῶν ἄλλων τῶν πρόσθεν ἀριδηλότερον· τρισχιλίους γὰρ ἀγωνιστὰς τοὺς σύμπαντας παρεσκεύασε. καὶ οὗτοι ὀλίγον ὕστερον ἐπ᾽ Ἀλεξάνδρου τῷ τάφῳ λέγουσιν ὅτι ἠγωνίσαντο.
[7.15.1] Χρόνος τε ἦν συχνὸς τῷ πένθει καὶ αὐτός τε αὑτὸν ἤδη μετεκάλει ἀπ᾽ αὐτοῦ καὶ οἱ ἑταῖροι μᾶλλόν τι ἐν τῷ τοιῷδε ἤνυτον. ἔνθα δὴ ἐξέλασιν ποιεῖται ἐπὶ Κοσσαίους, ἔθνος πολεμικὸν ὅμορον τῷ Οὐξίων. [7.15.2] εἰσὶ δὲ ὄρειοι οἱ Κοσσαῖοι καὶ χωρία ὀχυρὰ κατὰ κώμας νέμονται, ὁπότε προσάγοι δύναμις ἐς τὰ ἄκρα τῶν ὀρῶν ἀποχωροῦντες ἀθρόοι ἢ ὅπως ἂν προχωρῇ ἑκάστοις οὕτω διαφεύγουσιν, ἐς ἀπορίαν βάλλοντες τοὺς ξὺν δυνάμει σφίσιν ἐπιχειροῦντας· ἀπελθόντων δὲ αὖθις εἰς τὸ λῃστεύειν τρεπόμενοι ἀπὸ τούτου τὸν βίον ποιοῦνται. [7.15.3] Ἀλέξανδρος δὲ ἐξεῖλεν αὐτῶν τὸ ἔθνος καίπερ χειμῶνος στρατεύσας. ἀλλ᾽ οὔτε ‹ὁ› χειμὼν ἐμποδὼν ἐγένετο αὐτῷ οὔτε αἱ δυσχωρίαι, οὔτε αὐτῷ οὔτε Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου, ὃς μέρος τῆς στρατιᾶς ἐπ᾽ αὐτοὺς ἦγεν. οὕτως οὐδὲν ἄπορον Ἀλεξάνδρῳ τῶν πολεμικῶν ἦν ἐς ὅ τι ὁρμήσειε.
[7.15.4] Κατιόντι δὲ αὐτῷ ἐς Βαβυλῶνα Λιβύων τε πρεσβεῖαι ἐνετύγχανον ἐπαινούντων τε καὶ στεφανούντων ἐπὶ τῇ βασιλείᾳ τῆς Ἀσίας, καὶ ἐξ Ἰταλίας Βρέττιοί τε καὶ Λευκανοὶ καὶ Τυρρηνοὶ ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς ἐπρέσβευον. καὶ Καρχηδονίους τότε πρεσβεῦσαι λέγεται καὶ ἀπὸ Αἰθιόπων πρέσβεις ἐλθεῖν καὶ Σκυθῶν τῶν ἐκ τῆς Εὐρώπης, καὶ Κελτοὺς καὶ Ἴβηρας, ὑπὲρ φιλίας δεησομένους· ὧν τά τε ὀνόματα καὶ τὰς σκευὰς τότε πρῶτον ὀφθῆναι πρὸς Ἑλλήνων τε καὶ Μακεδόνων. [7.15.5] τοὺς δὲ καὶ ὑπὲρ τῶν ἐς ἀλλήλους διαφορῶν λέγουσιν ὅτι Ἀλεξάνδρῳ διακρῖναι ἐπέτρεπον· καὶ τότε μάλιστα αὐτόν τε αὑτῷ Ἀλέξανδρον καὶ τοῖς ἀμφ᾽ αὐτὸν φανῆναι γῆς τε ἁπάσης καὶ θαλάσσης κύριον. Ἄριστος δὲ καὶ Ἀσκληπιάδης τῶν τὰ Ἀλεξάνδρου ἀναγραψάντων καὶ Ῥωμαίους λέγουσιν ὅτι ἐπρέσβευσαν· καὶ ἐντυχόντα ταῖς πρεσβείαις Ἀλέξανδρον ὑπὲρ Ῥωμαίων τι τῆς ἐς τὸ ἔπειτα ἐσομένης δυνάμεως μαντεύσασθαι, τόν τε κόσμον τῶν ἀνδρῶν ἰδόντα καὶ τὸ φιλόπονόν τε καὶ ἐλευθέριον καὶ περὶ τοῦ πολιτεύματος ἅμα διαπυνθανόμενον. [7.15.6] καὶ τοῦτο οὔτε ὡς ἀτρεκὲς οὔτε ὡς ἄπιστον πάντῃ ἀνέγραψα· πλήν γε δὴ οὔτε τις Ῥωμαίων ὑπὲρ τῆς πρεσβείας ταύτης ὡς παρὰ Ἀλέξανδρον σταλείσης μνήμην τινὰ ἐποιήσατο, οὔτε τῶν τὰ Ἀλεξάνδρου γραψάντων, οἷτισι μᾶλλον ἐγὼ ξυμφέρομαι, Πτολεμαῖος ὁ Λάγου καὶ Ἀριστόβουλος· οὐδὲ τῷ Ῥωμαίων πολιτεύματι ἐπεοικὸς ἦν ἐλευθέρῳ δὴ τότε ἐς τὰ μάλιστα ὄντι, παρὰ βασιλέα ἀλλόφυλον ἄλλως τε καὶ ἐς τοσόνδε ἀπὸ τῆς οἰκείας πρεσβεῦσαι, οὔτε φόβου ἐξαναγκάζοντος οὔτε κατ᾽ ἐλπίδα ὠφελείας, μίσει τε, εἴπερ τινὰς ἄλλους, τοῦ τυραννικοῦ γένους τε καὶ ὀνόματος κατεχομένους.

[7.14.8] Όλοι όμως συμφωνούν σε τούτο, ότι δηλαδή ως την τρίτη μέρα από τον θάνατο του Ηφαιστίωνα ούτε γεύθηκε φαγητό ούτε πρόσεξε με οποιοδήποτε τρόπο το σώμα του, αλλά ήταν πεσμένος καταγής και ή θρηνούσε ή ήταν βυθισμένος σε πένθιμη σιωπή· και ότι διέταξε να ετοιμάσουν γι᾽ αυτόν πυρά στη Βαβυλώνα αξίας δέκα χιλιάδων ταλάντων ή και περισσοτέρων, όπως έγραψαν άλλοι συγγραφείς· [7.14.9] και ότι παράγγειλε να πενθήσει ολόκληρη η χώρα των βαρβάρων· και ότι πολλοί από τους εταίρους του Αλεξάνδρου για να τον τιμήσουν αφιέρωσαν στον Ηφαιστίωνα, όταν πέθανε, τους εαυτούς τους και τα όπλα τους· λένε μάλιστα ότι το τέχνασμα αυτό σοφίστηκε πρώτος ο Ευμένης, για τον οποίο αναφέραμε ότι λίγο πριν φιλονίκησε με τον Ηφαιστίωνα, και ότι το έκανε αυτό ο Ευμένης, για να μη νομίσει ο Αλέξανδρος ότι χάρηκε για τον θάνατο του Ηφαιστίωνα. [7.14.10] Πάντως ο Αλέξανδρος δεν διόρισε κανέναν άλλο χιλίαρχο στο ιππικό των εταίρων στη θέση του Ηφαιστίωνα, έτσι ώστε να μην εξαφανισθεί το όνομα του Ηφαιστίωνα από τη μονάδα, αλλά η χιλιαρχία έφερε το όνομα του Ηφαιστίωνα και προπορευόταν αυτής η σημαία που είχε κατασκευάσει ο Ηφαιστίων. Ο Αλέξανδρος σχεδίαζε επίσης να τελέσει γυμνικό και μουσικό αγώνα κατά πολύ λαμπρότερο από κάθε άλλον προηγούμενο και ως προς το πλήθος των αθλητών και ως προς τη δαπάνη για την τέλεση, εφόσον είχε προετοιμάσει τρεις χιλιάδες συνολικά αθλητές. Και αυτοί αγωνίσθηκαν, όπως λένε, λίγο αργότερα κατά την ταφή του Αλεξάνδρου.
[7.15.1] Το πένθος είχε κρατήσει πολύ χρόνο και ο ίδιος πια άρχισε να συνέρχεται· σε αυτό συνέβαλαν αρκετά και οι εταίροι. Τότε λοιπόν, ο Αλέξανδρος επιχείρησε εκστρατεία κατά των Κοσσαίων, ενός πολεμικού λαού γειτονικού των Ουξίων. [7.15.2] Οι Κοσσαίοι είναι ορεινοί και κατοικούν σε κώμες που βρίσκονται σε οχυρές τοποθεσίες· κάθε φορά που πλησιάζει εχθρική δύναμη, αποχωρούν στις κορυφές των βουνών τους όλοι μαζί ή όπως μπορεί ο καθένας και έτσι διαφεύγουν φέρνοντας σε αμηχανία όσους αναλαμβάνουν επίθεση εναντίον τους με στρατιωτικές δυνάμεις. Όταν αυτές αποχωρήσουν, στρέφονται πάλι στη ληστεία, από την οποία προμηθεύονται τα απαραίτητα για τη ζωή τους. [7.15.3] Ο Αλέξανδρος όμως υπέταξε και αυτόν τον λαό, αν και εξεστράτευσε μέσα στον χειμώνα. Αλλά ούτε ο χειμώνας ούτε οι κακοτοπιές εμπόδισαν τον Αλέξανδρο τον ίδιο ούτε τον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, ο οποίος οδηγούσε ένα μέρος του στρατού εναντίον τους. Καμιά πράγματι πολεμική επιχείρηση που θα αναλάμβανε ο Αλέξανδρος δεν έμενε ακατόρθωτη.
[7.15.4] Και ενώ ο Αλέξανδρος κατέβαινε στη Βαβυλώνα, τον συνάντησαν πρεσβείες των Λιβύων συγχαίροντάς τον και προσφέροντάς του στεφάνια για την ανακήρυξή του σε βασιλιά της Ασίας. Για τον ίδιο λόγο απέστειλαν πρέσβεις και οι Βρούττιοι και οι Λευκανοί και οι Τυρρηνοί από την Ιταλία. Λένε ότι τότε έστειλαν πρέσβεις και οι Καρχηδόνιοι και ότι ήρθαν πρέσβεις από τους Αιθίοπες και τους Σκύθες, που κατοικούν στην Ευρώπη, όπως και Κέλτες και Ίβηρες, για να ζητήσουν τη φιλία του. Τα ονόματα και τις στολές τους οι Έλληνες και οι Μακεδόνες γνώρισαν για πρώτη φορά τότε. [7.15.5] Αυτοί ανέθεσαν στον Αλέξανδρο, όπως λέγεται, ακόμη και τη διαιτησία των μεταξύ τους διαφορών και τότε κυρίως έγινε φανερό και στον ίδιο τον Αλέξανδρο και στους ανθρώπους που τον περιστοίχιζαν ότι αυτός ήταν κυρίαρχος όλης της γης και της θάλασσας. Από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου ο Άριστος και ο Ασκληπιάδης αναφέρουν ότι και οι Ρωμαίοι έστειλαν πρέσβεις και ότι, όταν ο Αλέξανδρος συνάντησε τους πρέσβεις, προμάντευσε κάπως την μελλοντική δύναμη των Ρωμαίων κατά τους κατόπιν χρόνους, επειδή παρατήρησε το παράστημα των ανδρών, την εργατικότητα και την γενναιοφροσύνη τους και επειδή συγχρόνως συγκέντρωσε πληροφορίες για το πολίτευμά τους. [7.15.6] Και το ανέφερα αυτό ούτε ως πραγματικό ούτε ως τελείως απίστευτο. Μόνο βέβαια που κανένας Ρωμαίος ιστορικός δεν έκαμε μνεία αυτής της πρεσβείας ότι στάλθηκε προς τον Αλέξανδρο, ούτε κανένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου, με τους οποίους εγώ περισσότερο συμφωνώ, δηλαδή ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, και ο Αριστόβουλος. Ούτε ταίριαζε στο πολίτευμα των Ρωμαίων, οι οποίοι μάλιστα ήταν τότε πάρα πολύ φιλελεύθεροι, να στείλουν πρέσβεις προς ένα ξένο βασιλιά που βρισκόταν άλλωστε τόσο μακριά από τη χώρα τους, χωρίς ούτε φόβος να τους εξαναγκάζει ούτε προσδοκία για κάποιο κέρδος, και μισούσαν περισσότερο από κάθε άλλο και το μοναρχικό καθεστώς και το όνομά του.