Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (4.126.1-4.128.5)

[4.126.1] «Εἰ μὲν μὴ ὑπώπτευον, ἄνδρες Πελοποννήσιοι, ὑμᾶς τῷ τε μεμονῶσθαι καὶ ὅτι βάρβαροι οἱ ἐπιόντες καὶ πολλοὶ ἔκπληξιν ἔχειν, οὐκ ἂν ὁμοίως διδαχὴν ἅμα τῇ παρακελεύσει ἐποιούμην· νῦν δὲ πρὸς μὲν τὴν ἀπόλειψιν τῶν ἡμετέρων καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἐναντίων βραχεῖ ὑπομνήματι καὶ παραινέσει τὰ μέγιστα πειράσομαι πείθειν. [4.126.2] ἀγαθοῖς γὰρ εἶναι ὑμῖν προσήκει τὰ πολέμια οὐ διὰ ξυμμάχων παρουσίαν ἑκάστοτε, ἀλλὰ δι᾽ οἰκείαν ἀρετήν, καὶ μηδὲν πλῆθος πεφοβῆσθαι ἑτέρων, οἵ γε μηδὲ ἀπὸ πολιτειῶν τοιούτων ἥκετε, ἐν αἷς οὐ πολλοὶ ὀλίγων ἄρχουσιν, ἀλλὰ πλεόνων μᾶλλον ἐλάσσους, οὐκ ἄλλῳ τινὶ κτησάμενοι τὴν δυναστείαν ἢ τῷ μαχόμενοι κρατεῖν. [4.126.3] βαρβάρους δὲ οὓς νῦν ἀπειρίᾳ δέδιτε μαθεῖν χρή, ἐξ ὧν τε προηγώνισθε τοῖς Μακεδόσιν αὐτῶν καὶ ἀφ᾽ ὧν ἐγὼ εἰκάζω τε καὶ ἄλλων ἀκοῇ ἐπίσταμαι, οὐ δεινοὺς ἐσομένους. [4.126.4] καὶ γὰρ ὅσα μὲν τῷ ὄντι ἀσθενῆ ὄντα τῶν πολεμίων δόκησιν ἔχει ἰσχύος, διδαχὴ ἀληθὴς προσγενομένη περὶ αὐτῶν ἐθάρσυνε μᾶλλον τοὺς ἀμυνομένους· οἷς δὲ βεβαίως τι πρόσεστιν ἀγαθόν, μὴ προειδώς τις ἂν αὐτοῖς τολμηρότερον προσφέροιτο. [4.126.5] οὗτοι δὲ τὴν μέλλησιν μὲν ἔχουσι τοῖς ἀπείροις φοβεράν· καὶ γὰρ πλήθει ὄψεως δεινοὶ καὶ βοῆς μεγέθει ἀφόρητοι, ἥ τε διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων ἔχει τινὰ δήλωσιν ἀπειλῆς. προσμεῖξαι δὲ τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὰ οὐχ ὁμοῖοι· οὔτε γὰρ τάξιν ἔχοντες αἰσχυνθεῖεν ἂν λιπεῖν τινὰ χώραν βιαζόμενοι ἥ τε φυγὴ καὶ ἡ ἔφοδος αὐτῶν ἴσην ἔχουσα δόξαν τοῦ καλοῦ ἀνεξέλεγκτον καὶ τὸ ἀνδρεῖον ἔχει (αὐτοκράτωρ δὲ μάχη μάλιστ᾽ ἂν καὶ πρόφασιν τοῦ σῴζεσθαί τινι πρεπόντως πορίσειε), τοῦ τε ἐς χεῖρας ἐλθεῖν πιστότερον τὸ ἐκφοβῆσαι ὑμᾶς ἀκινδύνως ἡγοῦνται· ἐκείνῳ γὰρ ἂν πρὸ τούτου ἐχρῶντο. [4.126.6] σαφῶς τε πᾶν τὸ προϋπάρχον δεινὸν ἀπ᾽ αὐτῶν ὁρᾶτε ἔργῳ μὲν βραχὺ ὄν, ὄψει δὲ καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον. ὃ ὑπομείναντες ἐπιφερόμενον καί, ὅταν καιρὸς ᾖ, κόσμῳ καὶ τάξει αὖθις ὑπαγαγόντες, ἔς τε τὸ ἀσφαλὲς θᾶσσον ἀφίζεσθε καὶ γνώσεσθε τὸ λοιπὸν ὅτι οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι τοῖς μὲν τὴν πρώτην ἔφοδον δεξαμένοις ἄπωθεν ἀπειλαῖς τὸ ἀνδρεῖον μελλήσει ἐπικομποῦσιν, οἳ δ᾽ ἂν εἴξωσιν αὐτοῖς, κατὰ πόδας τὸ εὔψυχον ἐν τῷ ἀσφαλεῖ ὀξεῖς ἐνδείκνυνται.»
[4.127.1] Τοιαῦτα ὁ Βρασίδας παραινέσας ὑπῆγε τὸ στράτευμα. οἱ δὲ βάρβαροι ἰδόντες πολλῇ βοῇ καὶ θορύβῳ προσέκειντο, νομίσαντες φεύγειν τε αὐτὸν καὶ καταλαβόντες διαφθερεῖν. [4.127.2] καὶ ὡς αὐτοῖς αἵ τε ἐκδρομαὶ ὅπῃ προσπίπτοιεν ἀπήντων καὶ αὐτὸς ἔχων τοὺς λογάδας ἐπικειμένους ὑφίστατο, τῇ τε πρώτῃ ὁρμῇ παρὰ γνώμην ἀντέστησαν καὶ τὸ λοιπὸν ἐπιφερομένους μὲν δεχόμενοι ἠμύνοντο, ἡσυχαζόντων δὲ αὐτοὶ ὑπεχώρουν, τότε δὴ τῶν μετὰ τοῦ Βρασίδου Ἑλλήνων ἐν τῇ εὐρυχωρίᾳ οἱ πολλοὶ τῶν βαρβάρων ἀπέσχοντο, μέρος δέ τι καταλιπόντες αὐτοῖς ἐπακολουθοῦν προσβάλλειν, οἱ λοιποὶ χωρήσαντες δρόμῳ ἐπί τε τοὺς φεύγοντας τῶν Μακεδόνων οἷς ἐντύχοιεν ἔκτεινον καὶ τὴν ἐσβολήν, ἥ ἐστι μεταξὺ δυοῖν λόφοιν στενὴ ἐς τὴν Ἀρραβαίου, φθάσαντες προκατέλαβον, εἰδότες οὐκ οὖσαν ἄλλην τῷ Βρασίδᾳ ἀναχώρησιν. καὶ προσιόντος αὐτοῦ ἐς αὐτὸ ἤδη τὸ ἄπορον τῆς ὁδοῦ κυκλοῦνται ὡς ἀποληψόμενοι. [4.128.1] ὁ δὲ γνοὺς προεῖπε τοῖς μεθ᾽ αὑτοῦ τριακοσίοις, ὃν ᾤετο μᾶλλον ἂν ἑλεῖν τῶν λόφων, χωρήσαντας πρὸς αὐτὸν δρόμῳ, ὡς τάχιστα ἕκαστος δύναται, ἄνευ τάξεως, πειρᾶσαι ἀπ᾽ αὐτοῦ ἐκκροῦσαι τοὺς ἤδη ἐπόντας βαρβάρους, πρὶν καὶ τὴν πλέονα κύκλωσιν σφῶν αὐτόσε προσμεῖξαι. [4.128.2] καὶ οἱ μὲν προσπεσόντες ἐκράτησάν τε τῶν ἐπὶ τοῦ λόφου, καὶ ἡ πλείων ἤδη στρατιὰ τῶν Ἑλλήνων ῥᾷον πρὸς αὐτὸν ἐπορεύοντο· οἱ γὰρ βάρβαροι καὶ ἐφοβήθησαν, τῆς τροπῆς αὐτοῖς ἐνταῦθα γενομένης σφῶν ἀπὸ τοῦ μετεώρου, καὶ ἐς τὸ πλέον οὐκέτ᾽ ἐπηκολούθουν, νομίζοντες καὶ ἐν μεθορίοις εἶναι αὐτοὺς ἤδη καὶ διαπεφευγέναι. [4.128.3] Βρασίδας δὲ ὡς ἀντελάβετο τῶν μετεώρων, κατὰ ἀσφάλειαν μᾶλλον ἰὼν αὐθημερὸν ἀφικνεῖται ἐς Ἄρνισαν πρῶτον τῆς Περδίκκου ἀρχῆς. [4.128.4] καὶ αὐτοὶ ὀργιζόμενοι οἱ στρατιῶται τῇ προαναχωρήσει τῶν Μακεδόνων, ὅσοις ἐνέτυχον κατὰ τὴν ὁδὸν ζεύγεσιν αὐτῶν βοεικοῖς ἢ εἴ τινι σκεύει ἐκπεπτωκότι, οἷα ἐν νυκτερινῇ καὶ φοβερᾷ ἀναχωρήσει εἰκὸς ἦν ξυμβῆναι, τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῦντο. [4.128.5] ἀπὸ τούτου τε πρῶτον Περδίκκας Βρασίδαν τε πολέμιον ἐνόμισε καὶ ἐς τὸ λοιπὸν Πελοποννησίων τῇ μὲν γνώμῃ δι᾽ Ἀθηναίους οὐ ξύνηθες μῖσος εἶχε, τῶν δὲ ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστὰς ἔπρασσεν ὅτῳ τρόπῳ τάχιστα τοῖς μὲν ξυμβήσεται, τῶν δὲ ἀπαλλάξεται.

[4.126.1] «Πελοποννήσιοι. Αν δεν υποπτευόμουν ότι έχετε τρομάξει επειδή απομονωθήκατε κι επειδή οι εχθροί μας είναι βάρβαροι και πολλοί, θα σας έλεγα μερικά προτρεπτικά μόνο λόγια χωρίς να σας κάνω διδαχή. Αλλά τώρα που μας εγκατέλειψαν οι σύμμαχοί μας και αντικρίζομε πολυάριθμο εχθρό, θα προσπαθήσω, θυμίζοντάς σας με λίγα παραινετικά λόγια μερικά πράγματα, να σας δώσω τις βασικές μου οδηγίες. [4.126.2] Στον πόλεμο είστε γενναίοι από την αρετή που έχετε σεις οι ίδιοι και όχι επειδή σας βοηθούν σύμμαχοι. Δεν πρέπει να φοβάστε το πλήθος των εχθρών, αφού δεν κατάγεστε από πολιτεία όπου οι πολλοί εξουσιάζουν τους λίγους, αλλά, αντίθετα, στην πολιτεία σας τους πολλούς εξουσιάζουν οι λίγοι, οι οποίοι δεν έχουν αποκτήσει την εξουσία τους με άλλον τρόπο παρά με την αγωνιστική τους υπεροχή. [4.126.3] Όσο για τους βαρβάρους, τους οποίους τώρα φοβάστε επειδή δεν τους γνωρίζετε, πρέπει να είστε πεπεισμένοι, και από τις επιχειρήσεις όπου συγκρουστήκατε εναντίον τους μαζί με τους Μακεδόνες, και από τα όσα συμπεραίνω εγώ και πληροφορήθηκα από άλλους, ότι δεν είναι τρομερός αντίπαλος. [4.126.4] Όταν ένας εχθρός, ενώ είναι αδύνατος, παρουσιάζεται σαν να είναι ισχυρός, τότε, αν πληροφορηθεί κανείς την πραγματική του αξία, τον αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη τόλμη, ενώ αν δεν ξέρει από πριν την αξία ενός πραγματικά δυνατού εχθρού, τότε τον αντιμετωπίζει με υπερβολική τόλμη. [4.126.5] Οι εχθροί μας αυτοί, όταν κάνουν επίθεση εναντίον όσων δεν τους ξέρουν, είναι βέβαια τρομεροί. Το πλήθος τους είναι φοβερό, οι αλαλαγμοί τους αφόρητοι και σείοντας τα όπλα τους στο κενό, προκαλούν τον τρόμο. Αλλ᾽ αν κανείς δεν τρομάξει μ᾽ αυτά και προβάλει αντίσταση και γίνει συμπλοκή, αλλάζουν όψη τα πράγματα. Δεν πολεμούν σε παράταξη μάχης και δεν ντρέπονται να εγκαταλείψουν μια θέση αν πιεστούν σε κάποιο σημείο. Γι᾽ αυτούς η έφοδος και η φυγή είναι το ίδιο κι έτσι δεν κρίνουν την ανδρεία με κριτήρια αρετής —γιατί ο καθένας τους πολεμάει όπως θέλει κι έτσι μπορεί να δικαιολογήσει την φυγή του με πρόφαση την σωτηρία— και νομίζουν ότι είναι ασφαλέστερο γι᾽ αυτούς να σας πανικοβάλουν φοβερίζοντας από μακριά, παρά να αγωνιστούν σώμα προς σώμα. Αλλιώς θα μας είχαν κιόλας επιτεθεί. [4.126.6] Βλέπετε, λοιπόν, ότι ο τρόμος τον οποίον προκαλούν στην αρχή, δεν κρατάει —πραγματικά— πολύ και μόνο τα μάτια σας και τ᾽ αυτιά σας εντυπωσιάζουν. Αν αντισταθείτε στην πρώτη έφοδό τους και, όταν έρθει η στιγμή, αρχίσετε πάλι να υποχωρείτε με τάξη και πειθαρχία, θα φτάσετε γρήγορα σε ασφαλισμένο μέρος και θα έχετε μάθει ότι τέτοιοι συρφετοί, αν αντισταθεί κανείς στην πρώτη κρούση τους, δείχνουν από μακριά μόνο θάρρος, με απειλητικές φωνές. Ενώ, αν υποχωρήσει κανείς στις φωνές αυτές, τότε μόνο δείχνουν γενναιότητα χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο».
[4.127.1] Μετά τα ενθαρρυντικά αυτά λόγια ο Βρασίδας άρχισε την υποχώρηση. Οι βάρβαροι, βλέποντάς το, όρμησαν, με πολλή βοή και θόρυβο, νομίζοντας ότι είχε αρχίσει φυγή και ότι θα πέσουν απάνω τους για να τους εξοντώσουν. [4.127.2] Αλλά οι νεότεροι στρατιώτες τούς αποκρούαν σ᾽ όποιο σημείο έκαναν επίθεση και ο ίδιος ο Βρασίδας με τους διαλεχτούς του, τους αντίκρουε. Αντιστάθηκαν στην πρώτη έφοδο —και τούτο ξάφνιασε τους Ιλλυριούς— και μετά, όταν οι βάρβαροι έκαναν επίθεση, τους αποκρούαν, ενώ όταν δεν τους πίεζαν, υποχωρούσαν. Το μεγαλύτερο μέρος των βαρβάρων άφησε τον Βρασίδα και τους Έλληνες που υποχωρούσαν στον ανοιχτό κάμπο —άφησαν όμως ένα τμήμα τους να τους παρακολουθεί και να τους παρενοχλεί— και οι άλλοι έτρεξαν να προλάβουν τους Μακεδόνες που έφευγαν και όσους προλάβαιναν τους σκότωναν. Έπιασαν ένα στενό πέρασμα (ανάμεσα σε δύο λόφους) που οδηγεί στην χώρα του Αρραβαίου, γιατί ήξεραν ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος για να υποχωρήσει ο Βρασίδας. Καθώς πλησίαζε στο πιο δύσκολο σημείο, τον κύκλωσαν για να τον πιάσουν στην παγίδα.
[4.128.1] Ο Βρασίδας το κατάλαβε κι έδωσε διαταγή στους τριακόσιους διαλεχτούς να τρέξουν όσο μπορούν πιο γρήγορα και χωρίς να κρατούν τάξη, στον ένα από τους δύο λόφους, από τον οποίο θεωρούσε ότι ήταν ευκολότερο να εκτοπιστούν οι βάρβαροι οι οποίοι ήσαν κιόλας στην κορυφή του, και τούτο προτού συμπληρώσουν την κύκλωση τα άλλα τμήματα που θα ενώνονταν μαζί τους. [4.128.2] Οι τριακόσιοι έκαναν έφοδο εναντίον των βαρβάρων που ήσαν στον λόφο και τους νίκησαν. Έτσι το κύριο σώμα των Ελλήνων μπόρεσε να πορευτεί ευκολότερα προς τα εκεί, επειδή οι βάρβαροι, όταν είδαν ότι νικήθηκαν σ᾽ εκείνο το σημείο κι αναγκάστηκαν ν᾽ αφήσουν τον λόφο, φοβήθηκαν και σταμάτησαν την καταδίωξη. Θεωρούσαν, άλλωστε, ότι οι Έλληνες είχαν φτάσει στα σύνορα και τους είχαν ξεφύγει. [4.128.3] Ο Βρασίδας, αφού έπιασε τα υψώματα, προχώρησε με μεγαλύτερη ασφάλεια κι έφτασε, την ίδια μέρα, στην Άρνισσα, πολιτεία του Περδίκκα. [4.128.4] Οι στρατιώτες του, οργισμένοι επειδή οι Μακεδόνες τους είχαν εγκαταλείψει, όταν βρίσκαν κανένα ζευγάρι βόδια ζεμένα ή εφόδια που είχαν αφήσει στην φυγή τους οι Μακεδόνες, όπως είναι φυσικό να συμβεί όταν πανικόβλητος στρατός υποχωρεί νύχτα, έλυναν τα βόδια και τα σκότωναν ή έπαιρναν τα εφόδια. [4.128.5] Από την στιγμή εκείνη ο Περδίκκας άρχισε να θεωρεί τον Βρασίδα εχθρό του και να μισεί τους Πελοποννησίους, τόσο ώστε, παρά την αντιπάθειά του για τους Αθηναίους, παραγνώρισε τα πραγματικά του συμφέροντα και άρχισε να ενεργεί για να συμβιβαστεί με τους Αθηναίους και ν᾽ απαλλαγεί από τους Πελοποννησίους.