Έτσι τους μίλησε, κι ο λόγος του καλάρεσε. Όλοι τους τότε
πέρασαν στα δώματα του θεϊκού Οδυσσέα· πρώτα τις χλαίνες τους
ακούμπησαν σε θρόνους και καθίσματα, πήραν μετά να σφάζουν
250κριάρια μεγαλόσωμα, ερίφια παχιά, γουρούνια σιτεμένα,
κι ένα γελάδι, φερμένο απ᾽ το κοπάδι.
Κι αφού έψησαν τα σπλάχνα στη φωτιά, τα μοιράστηκαν μεταξύ τους
και συγκερνούσαν στους κρατήρες το κρασί. Κούπες τούς έδωσε
ο χοιροβοσκός, ψωμί ο Φιλοίτιος, των δούλων επιστάτης,
σ᾽ ωραία πανέρια, κρασί τούς κέρασε ο Μελάνθιος, κι αυτοί
τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι.
Τότε ο Τηλέμαχος, που πονηρά το σκέφτηκε, τον Οδυσσέα βάζει
να καθήσει στη στέρεη αίθουσα, πλάι στο πέτρινο κατώφλι·
έσυρε μπρος του ένα σκαμνί ασχημούτσικο, ένα τραπέζι μίζερο,
260αλλά του πρόσφερε καλή μερίδα από τα σπλάχνα, γεμίζοντας
και τη μαλαματένια κούπα του κρασί. Μετά γύρισε και του μίλησε:
«Κάθησε εδώ, μ᾽ όλους μαζί, ανέμελος να πίνεις το κρασί σου.
Απ᾽ όλων των μνηστήρων τ᾽ άσχημα πειράγματα κι από τα χέρια τους
θα σε φυλάξω εγώ· το σπίτι αυτό δεν είναι πανδοχείο, στον Οδυσσέα
ανήκει, θα γίνει κάποτε δικό μου.
Αλλά κι εσείς, μνηστήρες, να λείπουν απειλές με λόγια
και με χέρια, μήπως προκύψουν τίποτε μαλώματα κι έπειτα ανάψει
γερός καβγάς.»
Ακούγοντας τον λόγο του, όλοι τους δάγκωσαν τα χείλη τους,
κατάπληκτοι με τον Τηλέμαχο που τόσο θαρρετά μιλούσε.
270Οπότε ο Αντίνοος, του Ευπείθη ο γιος, πήρε τον λόγο κι είπε:
«Βαριά, Αχαιοί, τα λόγια του Τηλέμαχου, ας τα δεχτούμε ωστόσο,
όσο κι αν μας ξεστόμισε άσχημες απειλές.
Ο Δίας όμως, ο Κρονίδης, δεν αφήνει· αλλιώς εμείς, στο σπίτι αυτό,
το στόμα του από καιρό θα το βουλώναμε, που κάνει τώρα
τον σπουδαίο ρήτορα.»
Τον άκουσε ο Τηλέμαχος, αλλά δεν υπολόγισε τα λόγια του.
Στο μεταξύ μέσα στην πόλη κήρυκες έσερναν, για τους θεούς θυσία,
μιαν εκατόμβη ιερή, ενώ του τόπου οι Αχαιοί, με το μακρύ μαλλί τους,
στο ισκιωμένο δάσος συναθροίζονταν, άλσος του Απόλλωνα,
τοξότη ασυναγώνιστου.
Οι άλλοι πάλι στο παλάτι, ψημένα πια τα πανωκρέατα, τα τράβηξαν
280απ᾽ τη φωτιά, τα μοιραστήκαν μεταξύ τους, απολαμβάνοντας
το πλούσιο γεύμα. Έβαλε όμως και στον Οδυσσέα μπροστά
ο τραπεζάρχης μερίδα ίση με των άλλων, όση τους έλαχε κι αυτούς,
όπως το πρόσταξε ο Τηλέμαχος, αγαπημένος γιος του ισόθεου πατέρα του.
Ωστόσο η Αθηνά δεν ήθελε με τίποτα να σταματήσουν οι μνηστήρες
την πικρόχολή τους χλεύη, ώστε να φτάσει η πίκρα πιο βαθιά
στου Οδυσσέα την καρδιά, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
Ήταν λοιπόν ανάμεσό τους κάποιος μνηστήρας βάναυσος και ανίερος,
Κτήσιππος τ᾽ όνομά του, μ᾽ αρχοντικό πέρα στη Σάμη, όπου κατοικούσε.
Αυτός, περήφανος για τα μεγάλα πλούτη του, γύρευε γυναίκα του να κάνει
290του Οδυσσέα το ταίρι, που εκείνος έλειπε χρόνια στα ξένα.
Πήρε λοιπόν τον λόγο λέγοντας στους αλαζονικούς μνηστήρες:
«Ακούστε με, περήφανοι μνηστήρες, τι θα πω:
ο ξένος από ώρα τώρα πήρε τη μερίδα του, ίση μ᾽ εμάς,
όπως ταιριάζει στην περίσταση· άσχημο θα ᾽ταν ασφαλώς
κι άδικο να μείνουν του Τηλέμαχου οι ξένοι στερημένοι,
όποιος κι αν φτάσει σπίτι του.
Γι᾽ αυτό κι εγώ θα δώσω τώρα το δικό μου μερτικό,
φιλόξενο κι αυτό, που, αν θέλει, το χαρίζει αυτός στη σκλάβα του λουτρού
ή και σε κάποιον δούλο, απ᾽ τους πολλούς που υπηρετούν
στου Οδυσσέα τα δώματα.»
|