Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (20.247-20.298)


Ὣς ἔφατ᾽ Ἀμφίνομος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος.
ἐλθόντες δ᾽ ἐς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο
χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
250 οἱ δ᾽ ἱέρευον ὄϊς μεγάλους καὶ πίονας αἶγας,
ἵρευον δὲ σύας σιάλους καὶ βοῦν ἀγελαίην·
σπλάγχνα δ᾽ ἄρ᾽ ὀπτήσαντες ἐνώμων, ἐν δέ τε οἶνον
κρητῆρσιν κερόωντο· κύπελλα δὲ νεῖμε συβώτης.
σῖτον δέ σφ᾽ ἐπένειμε Φιλοίτιος, ὄρχαμος ἀνδρῶν,
255 καλοῖς ἐν κανέοισιν, ἐοινοχόει δὲ Μελανθεύς.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
Τηλέμαχος δ᾽ Ὀδυσῆα καθίδρυε, κέρδεα νωμῶν,
ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, παρὰ λάϊνον οὐδόν,
δίφρον ἀεικέλιον καταθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν·
260 πὰρ δ᾽ ἐτίθει σπλάγχνων μοίρας, ἐν δ᾽ οἶνον ἔχευεν
ἐν δέπαϊ χρυσέῳ, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«ἐνταυθοῖ νῦν ἧσο μετ᾽ ἀνδράσιν οἰνοποτάζων·
κερτομίας δέ τοι αὐτὸς ἐγὼ καὶ χεῖρας ἀφέξω
πάντων μνηστήρων, ἐπεὶ οὔ τοι δήμιός ἐστιν
265 οἶκος ὅδ᾽, ἀλλ᾽ Ὀδυσῆος, ἐμοὶ δ᾽ ἐκτήσατο κεῖνος.
ὑμεῖς δέ, μνηστῆρες, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς
καὶ χειρῶν, ἵνα μή τις ἔρις καὶ νεῖκος ὄρηται.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες
Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε.
270 τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«καὶ χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον Ἀχαιοὶ
Τηλεμάχου· μάλα δ᾽ ἧμιν ἀπειλήσας ἀγορεύει.
οὐ γὰρ Ζεὺς εἴασε Κρονίων· τῶ κέ μιν ἤδη
παύσαμεν ἐν μεγάροισι, λιγύν περ ἐόντ᾽ ἀγορητήν.»
275Ὣς ἔφατ᾽ Ἀντίνοος· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οὐκ ἐμπάζετο μύθων.
κήρυκες δ᾽ ἀνὰ ἄστυ θεῶν ἱερὴν ἑκατόμβην
ἦγον· τοὶ δ᾽ ἀγέροντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
ἄλσος ὕπο σκιερὸν ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος.
Οἱ δ᾽ ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ᾽ ὑπέρτερα καὶ ἑρύσαντο,
280 μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα·
πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆϊ μοῖραν θέσαν οἳ πονέοντο
ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον· ὣς γὰρ ἀνώγει
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο.
Μνηστῆρας δ᾽ οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη
285 λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον
δύη ἄχος κραδίην Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.
ἦν δέ τις ἐν μνηστῆρσιν ἀνὴρ ἀθεμίστια εἰδώς,
Κτήσιππος δ᾽ ὄνομ᾽ ἔσκε, Σάμῃ δ᾽ ἐνὶ οἰκία ναῖεν·
ὃς δή τοι κτεάτεσσι πεποιθὼς θεσπεσίοισι
290 μνάσκετ᾽ Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα.
ὅς ῥα τότε μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι μετηύδα·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, ὄφρα τι εἴπω·
μοῖραν μὲν δὴ ξεῖνος ἔχει πάλαι, ὡς ἐπέοικεν,
ἴσην· οὐ γὰρ καλὸν ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον
295 ξείνους Τηλεμάχου, ὅς κεν τάδε δώμαθ᾽ ἵκηται.
ἀλλ᾽ ἄγε οἱ καὶ ἐγὼ δῶ ξείνιον, ὄφρα καὶ αὐτὸς
ἠὲ λοετροχόῳ δώῃ γέρας ἠέ τῳ ἄλλῳ
δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο.»


Έτσι τους μίλησε, κι ο λόγος του καλάρεσε. Όλοι τους τότε
πέρασαν στα δώματα του θεϊκού Οδυσσέα· πρώτα τις χλαίνες τους
ακούμπησαν σε θρόνους και καθίσματα, πήραν μετά να σφάζουν
250κριάρια μεγαλόσωμα, ερίφια παχιά, γουρούνια σιτεμένα,
κι ένα γελάδι, φερμένο απ᾽ το κοπάδι.
Κι αφού έψησαν τα σπλάχνα στη φωτιά, τα μοιράστηκαν μεταξύ τους
και συγκερνούσαν στους κρατήρες το κρασί. Κούπες τούς έδωσε
ο χοιροβοσκός, ψωμί ο Φιλοίτιος, των δούλων επιστάτης,
σ᾽ ωραία πανέρια, κρασί τούς κέρασε ο Μελάνθιος, κι αυτοί
τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι.
Τότε ο Τηλέμαχος, που πονηρά το σκέφτηκε, τον Οδυσσέα βάζει
να καθήσει στη στέρεη αίθουσα, πλάι στο πέτρινο κατώφλι·
έσυρε μπρος του ένα σκαμνί ασχημούτσικο, ένα τραπέζι μίζερο,
260αλλά του πρόσφερε καλή μερίδα από τα σπλάχνα, γεμίζοντας
και τη μαλαματένια κούπα του κρασί. Μετά γύρισε και του μίλησε:
«Κάθησε εδώ, μ᾽ όλους μαζί, ανέμελος να πίνεις το κρασί σου.
Απ᾽ όλων των μνηστήρων τ᾽ άσχημα πειράγματα κι από τα χέρια τους
θα σε φυλάξω εγώ· το σπίτι αυτό δεν είναι πανδοχείο, στον Οδυσσέα
ανήκει, θα γίνει κάποτε δικό μου.
Αλλά κι εσείς, μνηστήρες, να λείπουν απειλές με λόγια
και με χέρια, μήπως προκύψουν τίποτε μαλώματα κι έπειτα ανάψει
γερός καβγάς.»
Ακούγοντας τον λόγο του, όλοι τους δάγκωσαν τα χείλη τους,
κατάπληκτοι με τον Τηλέμαχο που τόσο θαρρετά μιλούσε.
270Οπότε ο Αντίνοος, του Ευπείθη ο γιος, πήρε τον λόγο κι είπε:
«Βαριά, Αχαιοί, τα λόγια του Τηλέμαχου, ας τα δεχτούμε ωστόσο,
όσο κι αν μας ξεστόμισε άσχημες απειλές.
Ο Δίας όμως, ο Κρονίδης, δεν αφήνει· αλλιώς εμείς, στο σπίτι αυτό,
το στόμα του από καιρό θα το βουλώναμε, που κάνει τώρα
τον σπουδαίο ρήτορα.»
Τον άκουσε ο Τηλέμαχος, αλλά δεν υπολόγισε τα λόγια του.
Στο μεταξύ μέσα στην πόλη κήρυκες έσερναν, για τους θεούς θυσία,
μιαν εκατόμβη ιερή, ενώ του τόπου οι Αχαιοί, με το μακρύ μαλλί τους,
στο ισκιωμένο δάσος συναθροίζονταν, άλσος του Απόλλωνα,
τοξότη ασυναγώνιστου.
Οι άλλοι πάλι στο παλάτι, ψημένα πια τα πανωκρέατα, τα τράβηξαν
280απ᾽ τη φωτιά, τα μοιραστήκαν μεταξύ τους, απολαμβάνοντας
το πλούσιο γεύμα. Έβαλε όμως και στον Οδυσσέα μπροστά
ο τραπεζάρχης μερίδα ίση με των άλλων, όση τους έλαχε κι αυτούς,
όπως το πρόσταξε ο Τηλέμαχος, αγαπημένος γιος του ισόθεου πατέρα του.
Ωστόσο η Αθηνά δεν ήθελε με τίποτα να σταματήσουν οι μνηστήρες
την πικρόχολή τους χλεύη, ώστε να φτάσει η πίκρα πιο βαθιά
στου Οδυσσέα την καρδιά, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
Ήταν λοιπόν ανάμεσό τους κάποιος μνηστήρας βάναυσος και ανίερος,
Κτήσιππος τ᾽ όνομά του, μ᾽ αρχοντικό πέρα στη Σάμη, όπου κατοικούσε.
Αυτός, περήφανος για τα μεγάλα πλούτη του, γύρευε γυναίκα του να κάνει
290του Οδυσσέα το ταίρι, που εκείνος έλειπε χρόνια στα ξένα.
Πήρε λοιπόν τον λόγο λέγοντας στους αλαζονικούς μνηστήρες:
«Ακούστε με, περήφανοι μνηστήρες, τι θα πω:
ο ξένος από ώρα τώρα πήρε τη μερίδα του, ίση μ᾽ εμάς,
όπως ταιριάζει στην περίσταση· άσχημο θα ᾽ταν ασφαλώς
κι άδικο να μείνουν του Τηλέμαχου οι ξένοι στερημένοι,
όποιος κι αν φτάσει σπίτι του.
Γι᾽ αυτό κι εγώ θα δώσω τώρα το δικό μου μερτικό,
φιλόξενο κι αυτό, που, αν θέλει, το χαρίζει αυτός στη σκλάβα του λουτρού
ή και σε κάποιον δούλο, απ᾽ τους πολλούς που υπηρετούν
στου Οδυσσέα τα δώματα.»