[6.94.1] Λοιπόν οι Αθηναίοι είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με τους Αιγινήτες, ενώ ο Πέρσης συνέχιζε τις προετοιμασίες του, καθώς κι ο υπηρέτης συνεχώς του επαναλάμβανε να μη ξεχνά τους Αθηναίους κι οι Πεισιστρατίδες που ζούσαν στην αυλή του κακολογούσαν τους Αθηναίους· επίσης ο Δαρείος ήθελε, προβάλλοντας αυτές τις προφάσεις, να υποδουλώσει όσους Έλληνες δεν του έδωσαν γην και ύδωρ. [6.94.2] Λοιπόν τον Μαρδόνιο, επειδή η εκστρατεία του κατέληξε σε πανωλεθρία, τον παύει από στρατηγό· διόρισε άλλους στρατηγούς και τους έστελνε εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας, τον Δάτη, που ήταν Μήδος στην καταγωγή, και τον Αρταφρένη, ανεψιό του από αδερφό (γιο του Αρταφρένη)· και τους έστελνε με την εντολή να κυριέψουν την Αθήνα και την Ερέτρια και τους κατοίκους τους να τους κάνουν ανδράποδα και να τους φέρουν μπροστά του. [6.95.1] Κι οι στρατηγοί αυτοί που διορίστηκαν άφησαν την έδρα του βασιλιά κι έφτασαν στην πεδιάδα Αλήιο της Κιλικίας, οδηγώντας μαζί τους πεζικό στράτευμα πολυάριθμο και καλά εξοπλισμένο· κι είχαν στρατοπεδεύσει εκεί, όταν ήρθε και τους συνάντησε όλο το ναυτικό που ετοίμασαν οι χώρες που είχαν πάρει εντολή, η καθεμιά το δικό της, και τα καράβια για τη μεταφορά του ιππικού, που ο Δαρείος είχε δώσει εντολή από τον προηγούμενο χρόνο στις υποτελείς χώρες να ετοιμάζουν. [6.95.2] Κι αφού έβαλαν τ᾽ άλογα μες σ᾽ αυτά, επιβίβασαν και το πεζικό κι αρμένιζαν, εξακόσιες τριήρεις στόλος, στην Ιωνία. Κι αποκεί δεν πήραν το γιαλό γιαλό με κατεύθυνση ίσια προς τον Ελλήσποντο και τη Θράκη, αλλά, ανοίγοντας πανιά από τη Σάμο έπλεαν προσπερνώντας την Ικαρία κι αρμενίζοντας ανάμεσ᾽ από τα νησιά, επειδή, όπως πιστεύω, μεγάλο φόβο τούς προκαλούσε ο γύρος του Άθω, αφού τον προηγούμενο χρόνο επιχειρώντας να περάσουν αποκεί έπαθαν μεγάλη συμφορά· έπειτα, ήταν και η Νάξος που τους υποχρέωνε να πάρουν αυτό το δρόμο, μια και την προηγούμενη φορά δεν έπεσε στα χέρια τους. [6.96.1] Κι όταν συνεχίζοντας την πορεία τους από το Ικάριο πέλαγος έπιασαν στεριά στη Νάξο (γιατί ο πρώτος στόχος της εκστρατείας των Περσών ήταν η Νάξος), οι Νάξιοι θυμήθηκαν τον κίνδυνο που τους απείλησε την προηγούμενη φορά και κατέφυγαν βιαστικά στα βουνά χωρίς να προβάλουν αντίσταση. Κι οι Πέρσες έπιασαν κι έκαναν ανδράποδα όσους πρόλαβαν απ᾽ αυτούς κι ύστερα παρέδωσαν στις φλόγες και τους ναούς και την πόλη. Αυτά έκαναν κι ύστερα άπλωσαν πανιά για τα υπόλοιπα νησιά. [6.97.1] Κι όσο καιρό οι Πέρσες έκαναν αυτά, οι Δήλιοι εγκατέλειψαν κι αυτοί τη Δήλο και κατέφυγαν βιαστικά στην Τήνο. Κι όταν το εκστρατευτικό σώμα ήταν να πιάσει στεριά, ο Δάτης που είχε φτάσει πρωτύτερα με το καράβι του δεν άφηνε τα καράβια να ρίξουν άγκυρα στη Δήλο, αλλά στο αντικρινό νησί, τη Ρήνεια· κι όταν έμαθε πού βρίσκονται οι Δήλιοι, με κήρυκα που έστειλε τους μηνούσε τα εξής: [6.97.2] «Άνθρωποι του θεού, γιατί φύγατε βιαστικά ενοχοποιώντας με άδικα; γιατί κι εγώ ο ίδιος ωστόσο έχω φρόνηση, αλλά κι ο βασιλιάς αυτή την εντολή μού έδωσε, να μη πειράξουμε καθόλου τον τόπο όπου γεννήθηκαν δυο θεοί, ούτε τον ίδιο ούτε τους κατοίκους του. Τώρα λοιπόν γυρίστε στα σπιτικά σας και ζήστε στο νησί σας». Αυτό το μήνυμα έστειλε με κήρυκες στους Δηλίους κι ύστερα σώρεψε πάνω στο βωμό τριακόσια τάλαντα λιβάνι και το έκαψε, για να θυμιάσει τον τόπο. [6.98.1] Αυτά έκανε ο Δάτης και κατόπιν αρμένιζε με το εκστρατευτικό σώμα πρώτα εναντίον της Ερέτριας, έχοντας μαζί του και τους Ίωνες και τους Αιολείς· και μόλις αυτός έκανε πανιά αποκεί, σεισμός τράνταξε τη Δήλο, όπως διηγούνται οι Δήλιοι, που για πρώτη και τελευταία φορά σείστηκε ώς την εποχή μου. Κι ήταν βέβαια προφητικό σημάδι που έστειλε ο θεός για τις συμφορές που ήταν ν᾽ ακολουθήσουν. [6.98.2] Γιατί τον καιρό της βασιλείας του Δαρείου, του γιου του Υστάσπη, και του Ξέρξη, του γιου του Δαρείου, και του Αρτοξέρξη, του γιου του Ξέρξη, σ᾽ αυτές τις τρεις συνεχόμενες γενιές, η Ελλάδα έπαθε περισσότερες συμφορές απ᾽ ό,τι στις άλλες είκοσι γενιές που έζησαν πριν απ᾽ τον Δαρείο· άλλες απ᾽ αυτές τις προκάλεσαν σ᾽ αυτήν οι Πέρσες, άλλες όμως οι ελληνικές πόλεις που είχαν τα πρωτεία, όταν πολεμούσαν ανάμεσά τους για την ηγεμονία της. [6.98.3] Έτσι δεν ήταν καθόλου παράξενο να τραντάξει σεισμός τη Δήλο, που πρωτύτερα ήταν ασάλευτη. Κι υπήρχε χρησμός γραμμένος γι᾽ αυτήν, μ᾽ αυτά τα λόγια: Τη Δήλο την ακίνητη, κι αυτή θα την κινήσω. Τώρα, νά τί σημαίνουν στα ελληνικά τα ονόματά τους: Δαρείος, ο Δαμαστής· Ξέρξης, ο Πολεμιστής· Αρτοξέρξης, ο Μέγας Πολεμιστής. Μ᾽ αυτά τα ονόματα θα ᾽ταν σωστό να καλούν οι Έλληνες στη γλώσσα τους αυτούς τους βασιλιάδες. [6.99.1] Κι οι βάρβαροι σήκωσαν άγκυρα από τη Δήλο κι ύστερα έπιαναν στεριά στα νησιά, απ᾽ όπου στρατολογούσαν άντρες κι έπαιρναν ομήρους τα παιδιά των νησιωτών. [6.99.2] Κι όταν, πλέοντας απ᾽ το ένα νησί στο άλλο, έπιασαν στεριά και στην Κάρυστο (γιατί οι Καρύστιοι ούτε ομήρους τούς έδιναν ούτε δέχονταν να πάρουν μέρος στην εκστρατεία εναντίον γειτονικών πόλεων — κι εννοούσαν την Ερέτρια και την Αθήνα), τότε και την πόλη τους πολιορκούσαν και την ύπαιθρό τους ρήμαζαν, ώσπου οι Καρύστιοι πήγαν και αυτοί με το μέρος των Περσών. [6.100.1] Κι οι Ερετριείς, με το που πληροφορήθηκαν πως το εκστρατευτικό σώμα των Περσών αρμενίζει εναντίον τους, παρακάλεσαν τους Αθηναίους να σταθούν βοηθοί τους. Κι οι Αθηναίοι δεν αρνήθηκαν να τους βοηθήσουν, αλλά τους έστειλαν για βοηθούς τούς τέσσερες χιλιάδες κληρούχους τους που είχαν εγκατασταθεί στα κτήματα των ευκατάστατων Χαλκιδέων. Όμως οι βουλές των Ερετριέων δεν ήταν καθόλου παστρικές, που από τη μια μεριά καλούσαν τους Αθηναίους κι από την άλλη ήταν μοιρασμένοι στα δυο: [6.100.2] δηλαδή άλλοι ήθελαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να πιάσουν τις κορυφές των βουνών της Ευβοίας, ενώ άλλοι, προσδοκώντας ν᾽ αποκομίσουν προσωπικό όφελος από τον Πέρση, έβαλαν στα σκαριά προδοσία. [6.100.3] Ο Αισχίνης, ο γιος του Νόθωνος, που ήταν ανάμεσα στους πρώτους στην Ερέτρια, βλέποντας τη στάση και της μιας και της άλλης μεριάς, λέει στους Αθηναίους που είχαν φτάσει τη γενική κατάσταση της πόλης και τους παρακινούσε να σηκωθούν και να φύγουν, για να μη πάνε χαμένοι άδικα κι αυτοί. Κι οι Αθηναίοι άκουσαν αυτή τη συμβουλή του Αισχίνη. [6.101.1] Κι αυτοί πέρασαν στον Ωρωπό και σώθηκαν· κι οι Πέρσες απ᾽ τη μεριά τους ήρθαν από τη θάλασσα κι έπιασαν στεριά στις περιοχές Ταμύνες και Χοιρέες και Αιγίλια της Ερέτριας· πιάνουν στεριά σ᾽ αυτά τα μέρη κι αμέσως έβγαζαν απ᾽ τα καράβια τα άλογα κι ετοιμάζονταν να κάνουν έφοδο εναντίον των εχθρών. [6.101.2] Οι Ερετριείς πάλι δεν είχαν πρόθεση να βγουν ν᾽ αντιπαραταχτούν και να δώσουν μάχη, αλλά η έγνοια τους ήταν πώς θα υπερασπιστούν τα τείχη της πόλης τους, μια και υπερίσχυσε η πρόταση να μη εγκαταλείψουν την πόλη. Κι όταν έγινε ορμητική έφοδος εναντίον των τειχών τους, για έξι μέρες έπεφταν πολλοί νεκροί κι από τα δυο μέρη, αλλά την έβδομη ο Εύφορβος, ο γιος τους Αλκιμάχου, και ο Φίλαγρος, ο γιος του Κυνέα, πολίτες με επιρροή στην πόλη, την προδίνουν στους Πέρσες. [6.101.3] Κι αυτοί μπήκαν στην πόλη και κατόπι από τη μια σύλησαν τους ναούς και τους παρέδωσαν στις φλόγες, παίρνοντας εκδίκηση για τους ναούς των Σάρδεων που πυρπολήθηκαν, κι από την άλλη, σύμφωνα με τις εντολές του Δαρείου, έκαναν ανδράποδα τους κατοίκους. [6.102.1] Έβαλαν λοιπόν στο χέρι την Ερέτρια κι ύστερα, αφήνοντας να περάσουν λίγες μέρες, κίνησαν με τα καράβια τους για τις ακτές της Αττικής ασκώντας μεγάλη πίεση και πιστεύοντας πως, τα όσα έκαναν στην Ερέτρια, θα τα κάνουν και στους Αθηναίους. Και, καθώς ο Μαραθώνας ήταν η πιο κατάλληλη απ᾽ όλες τις περιοχές της Αττικής για επιχειρήσεις ιππικού και η πιο κοντινή στην Ερέτρια, εκεί τους οδήγησε ο Ιππίας, ο γιος του Πεισιστράτου. [6.103.1] Οι Αθηναίοι, όταν τα πληροφορήθηκαν αυτά, πήραν τα όπλα τους και έσπευδαν στον Μαραθώνα. Κι αρχηγοί τους ήταν δέκα στρατηγοί, με δέκατό τους τον Μιλτιάδη, που ο πατέρας του ο Κίμων, γιος του Στησαγόρα, αναγκάστηκε να ζει μακριά απ᾽ την Αθήνα, εξόριστος, για να γλιτώσει από τον Πεισίστρατο, το γιο του Ιπποκράτη. [6.103.2] Και, εξόριστος, πέτυχε ν᾽ ανακηρυχτεί ολυμπιονίκης σε αγώνα τεθρίππων, και κερδίζοντας αυτή τη νίκη να πάρει το ίδιο έπαθλο με τον αδερφό του, από την ίδια μητέρα, τον Μιλτιάδη. Κατόπιν, στην επόμενη Ολυμπιάδα, παίρνοντας τη νίκη με τα ίδια άλογα, έστερξε ν᾽ ανακηρυχτεί νικητής στη θέση του ο Πεισίστρατος· [6.103.3] με το να παραχωρήσει τη νίκη σ᾽ αυτόν, γύρισε με εγγυήσεις από την εξορία στα κτήματά του. Κι αφού ανακηρύχτηκε και για τρίτη φορά ολυμπιονίκης με τα ίδια άλογα, βρήκε θάνατο από τους γιους του Πεισιστράτου — ο Πεισίστρατος δεν ήταν πια στη ζωή. Και τον σκότωσαν νύχτα στην περιοχή του πρυτανείου βάζοντας κρυφά ανθρώπους τους να του στήσουν καρτέρι. Κι ο τάφος του Κίμωνος βρίσκεται έξω από την είσοδο της πόλης, αντίπερα απ᾽ το δρόμο που διασχίζει το δήμο της Κοίλης (κι απ᾽ αυτή πήρε τ᾽ όνομά του). Κι αντικριστά βρίσκεται ο τάφος των αλόγων που κέρδισαν αυτές τις τρεις νίκες· [6.103.4] παρόμοιο άθλο μονάχα τ᾽ άλογα του Ευαγόρα από τη Λακωνία έκαναν, κανενός άλλου δεν κέρδισαν περισσότερες νίκες. Λοιπόν, ο μεγαλύτερος γιος του Κίμωνος, ο Στησαγόρας, αυτή την εποχή βρισκόταν στη Χερσόνησο και ζούσε στην αυλή του θείου του, του Μιλτιάδη, ενώ ο νεότερος στο σπίτι του Κίμωνος στην Αθήνα, και πήρε το όνομα Μιλτιάδης απ᾽ τον οικιστή της Χερσονήσου Μιλτιάδη. [6.104.1] Λοιπόν στρατηγός των Αθηναίων τότε ήταν αυτός ο Μιλτιάδης που ήρθε από τη Χερσόνησο και ξέφυγε δυο φορές το θάνατο. Γιατί τη μια φορά οι Φοίνικες που τον καταδίωξαν ώς την Ίμβρο βάλθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο να τον πιάσουν και να τον οδηγήσουν επάνω, στο βασιλιά· [6.104.2] και την άλλη, όταν ξέφυγε από την καταδίωξή τους και φτάνοντας στην πόλη του πίστευε ότι δεν έχει να φοβάται τίποτε πια, όμως αποκεί και πέρα οι εχθροί του μηχανορραφώντας τον έσυραν στο δικαστήριο ζητώντας την καταδίκη του, επειδή εξουσίασε ως τύραννος τη Χερσόνησο. Αθωώθηκε όμως και ξέφυγε κι αυτών τις διώξεις και τέλος αναδείχτηκε στρατηγός των Αθηναίων, με την ψήφο της δημοκρατικής μερίδας. |