Τρίτος μετά φτάνει ο Φοιλίτιος, από τους δουλευτές ο πρώτος.
Μαζί του έσερνε για τους μνηστήρες γελάδι θηλυκό και στείρο,
αλλά και γίδες καλοθρεμμένες και παχιές.
Αυτούς τους είχαν φέρει απ᾽ την αντικρινή στεριά περαματάρηδες,
που κι άλλους μεταφέρουν, όποιος συμπέσει στο πέραμά τους.
Τα ζώα έδεσε ο βουκόλος έξω στο βουερό υπόστεγο,
190μετά προς τον χοιροβοσκό προχώρησε κι από κοντά τού μίλησε:
«Ποιος είναι αυτός, χοιροβοσκέ, νιόφερτος ξένος που μας ήλθε
στο παλάτι; για ποια φύτρα παινεύεται; ποια η γενιά του;
ποια τα πατρικά του χώματα;
Παρότι δύσμοιρος μ᾽ άρχοντα μοιάζει η βασιλική θωριά του.
Αλλά ρημάζουν οι θεοί όσους στα ξένα παραδέρνουν, ακόμη κι ένα βασιλιά
στη συμφορά τον παγιδεύουν.»
Μιλώντας έτσι στον χοιροβοσκό, πήγε μετά κοντά στον ξένο,
του δίνει το δεξί του χέρι, κι όπως τον προσφωνούσε, τα λόγια του
πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, πατέρα ξένε! Άμποτε πάλι να σου φέξει η τύχη,
200μα τώρα βάσανα πολλά σ᾽ έχουν δεμένο.
Δία πατέρα, πιο τρομερός θεός άλλος δεν είναι από σένα!
Που δεν σπλαχνίζεσαι καθόλου τους ανθρώπους, κι ας είναι
αναστήματά σου. Μόνο στης συμφοράς το δίχτυ τούς μπερδεύεις,
με πάθη τούς παιδεύεις αλγεινά.
Μ᾽ έκοψε που τον είδα ιδρώτας, έχουν τα μάτια μου βουρκώσει, γιατί
τον Οδυσσέα μού θύμισε· έτσι, φαντάζομαι, κι εκείνος,
ντυμένος στα κουρέλια, θα παραδέρνει εδώ κι εκεί, αν βέβαια
ζει, αν βλέπει ακόμη ηλίου φως.
Αν όμως πεθαμένος κατέβηκε στον Άδη, ω,
τι πόνος για τον άψογο Οδυσσέα· αυτός απ᾽ τα μικράτα μου
210μ᾽ έβαλε στα γελάδια του επιστάτη, στη γη των Κεφαλλήνων.
Στο μεταξύ αμέτρητα σαν στάχυα βοσκούνε πια τα βόδια του,
κανείς και πουθενά δεν βρίσκεται με τόσα φαρδοκούτελα γελάδια.
Κι όμως άνθρωποι ξένοι μ᾽ αναγκάζουν να τα φέρνω εδώ,
για να τα τρων· κυκλοφορούνε στο παλάτι δίχως καθόλου να τους μέλει
ο γιος εκείνου, καν δεν τρομάζουν την οργή των αθανάτων.
Το ᾽βαλαν πείσμα να μοιράσουν μεταξύ τους τ᾽ αγαθά του βασιλιά μου,
που τόσα χρόνια λείπει άφαντος στα ξένα.
Αλλά κι εμένα μέσα στο μυαλό μου στριφογυρίζει πάντα
η ίδια σκέψη· αν, μαζί με τα γελάδια, σηκωθώ να φύγω,
αλλού πηγαίνοντας, σ᾽ αλλοδαπούς ανθρώπους, μάλλον μου φαίνεται κακό,
220όσο ο γιος του μένει εδώ· χειρότερο όμως άπρακτος που παραμένω,
αφού με τρώει εμένα ο πόνος, που άλλοι τρων τα βόδια.
Θα είχα φύγει από καιρό, γυρεύοντας την τύχη μου σε κάποιον
βασιλιά περήφανο — το πράγμα αυτό δεν υποφέρεται·
αλλά φαντάζομαι τον δύστυχο Οδυσσέα, αν από κάπου φτάσει
ξαφνικά, και τους μνηστήρες τούς σκορπίσει απ᾽ το παλάτι έξω.»
Ανταποκρίθηκε με τον πολύστροφό του νου ο Οδυσσέας:
«Βουκόλε, δεν μοιάζεις άνθρωπος ασήμαντος κι ανόητος·
αναγνωρίζω μόνος μου τη φρόνησή σου και το φρόνημα.
Γι᾽ αυτό πιο καθαρά θα σου μιλήσω, θα πάρω και μεγάλο όρκο:
230ας είναι μάρτυς μου ο πρώτος των θεών, ο Δίας, και το φιλόξενο τούτο
τραπέζι, του Οδυσσέα η πατρική εστία, όπου έχω φτάσει·
θα βρίσκεσαι λέω εδώ, που θα γυρίσει ο Οδυσσέας σπίτι του, κι αν θες,
θα δεις και με τα μάτια σου πώς θα σκοτώνονται οι μνηστήρες,
αυτοί που παριστάνουν τώρα τους αφέντες.»
Επάνω εκεί είπε ο βουκόλος, επιστάτης των βοδιών:
«Μακάρι, ξένε, ο γιος του Κρόνου τον λόγο σου να συντελέσει·
τότε θα μάθεις και τη δική μου δύναμη, πόσο κρατούν τα χέρια μου.»
Μαζί του ευχήθηκε κι ο Εύμαιος σ᾽ όλους τους αθανάτους
τον νόστο του πολύφρονα Οδυσσέα, σπίτι του να γυρίσει.
240Αυτοί μιλούσαν συναλλάσσοντας τα λόγια τους, ενώ οι μνηστήρες
έκλωθαν τον φόνο και τον θάνατο του Τηλεμάχου. Και ξαφνικά,
στ᾽ αριστερά τους, φάνηκε σημαδιακό πουλί· ένας αετός,
ψηλά πετώντας, στα νύχια του κρατώντας τρομαγμένη περιστέρα.
Οπότε ο Αμφίνομος πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Φίλοι, δεν βγαίνει βλέπω σε καλό αυτή μας η επιβουλή,
του Τηλεμάχου ο φόνος· καλύτερα στο φαγοπότι να το ρίξουμε.»
|