[6.83.1] Λοιπόν το Άργος σε τέτοιο βαθμό ορφάνεψε από άντρες, που όλες οι υποθέσεις της πόλης έπεσαν στα χέρια των δούλων, που πήραν την εξουσία και κυβερνούσαν, ώσπου αντρώθηκαν τα παιδιά των σκοτωμένων. Γιατί αυτά, παίρνοντας πίσω το Άργος που τους ανήκε, έδιωχναν τους άλλους· κι οι δούλοι, αποδιωγμένοι, κυρίεψαν με πόλεμο την Τίρυνθα. [6.83.2] Για κάποιο διάστημα επικρατούσε ειρήνη ανάμεσά τους· αργότερα όμως πήγε στους δούλους ένας μάντης, ο Κλέανδρος, που η γενιά του ήταν από τη Φιγάλεια της Αρκαδίας· αυτός ξεσήκωσε τους δούλους να κάνουν επίθεση στους αφέντες τους. Από κείνη την ώρα είχαν πόλεμο ανάμεσά τους για πολύ καιρό, ώσπου οι Αργείοι με πολλή δυσκολία νίκησαν. [6.84.1] Λοιπόν οι Αργείοι λένε πως αυτά στάθηκαν η αιτία να τρελαθεί ο Κλεομένης και να κακοθανατίσει, όμως οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες λένε πως δεν ήταν κάποια θεία δίκη που προκάλεσε την τρέλα του Κλεομένη, αλλά η συναναστροφή του με τους Σκύθες είναι που τον έκανε να πίνει το κρασί ανέρωτο, κι απ᾽ αυτό τρελάθηκε. [6.84.2] Δηλαδή, πως οι νομάδες Σκύθες, μετά την εισβολή του Δαρείου στη χώρα τους, αργότερα, βάλθηκαν μ᾽ όλη τους την ψυχή να τον εκδικηθούν· πως έστειλαν απεσταλμένους στη Σπάρτη κι έκαναν συμμαχία και συνομολόγησαν αυτή την τακτική: οι ίδιοι οι Σκύθες να προσπαθήσουν να κάνουν εισβολή στη χώρα των Περσών απ᾽ τη μεριά του ποταμού Φάση· με παρακίνησή τους, οι Σπαρτιάτες εξορμώντας από την Έφεσο να βαδίσουν προς το εσωτερικό και κατόπι να συναντηθούν στο ίδιο σημείο. [6.84.3] Λένε λοιπόν πως, όταν ήρθαν οι Σκύθες, ο Κλεομένης σχετίστηκε μαζί τους με το παραπάνω, κι απ᾽ αυτές τις σχέσεις του, στενότερες απ᾽ όσο έπρεπε, πήρε τη συνήθεια να πίνει κρασί ανέρωτο· σ᾽ αυτή την αιτία αποδίδουν την τρέλα του Κλεομένη οι Σπαρτιάτες. Κι από τότε, όπως λεν οι ίδιοι, όταν θέλουν να πιουν κρασί λιγότερο νερωμένο απ᾽ το κανονικό, φωνάζουν: «Κάν᾽ το να σκυθοφέρνει!»· αυτή την εξήγηση δίνουν οι Σπαρτιάτες για την περίπτωση του Κλεομένη· όμως η προσωπική μου άποψη είναι πως ο Κλεομένης μ᾽ αυτό τον τρόπο πλήρωσε για το κρίμα που έκανε στον Δημάρατο. [6.85.1] Κι όταν οι Αιγινήτες έμαθαν το θάνατο του Κλεομένη, έστειλαν απεσταλμένους στη Σπάρτη ν᾽ απαγγείλουν βαριές κατηγορίες εναντίον του Λεωτυχίδα για τους ανθρώπους τους που κρατούσαν ομήρους οι Αθηναίοι. Και οι Λακεδαιμόνιοι συγκρότησαν δικαστήριο κι έβγαλαν ετυμηγορία πως ο Λεωτυχίδας κατεξευτέλισε τους Αιγινήτες και τον καταδίκασαν να εκδοθεί για να οδηγηθεί στην Αίγινα όμηρος, στη θέση των πολιτών της που ήταν κρατούμενοι στην Αθήνα. [6.85.2] Την ώρα που οι Αιγινήτες ήταν να πάρουν μαζί τους τον Λεωτυχίδα, τους είπε ο Θεασίδας, ο γιος του Λεωπρέπη, που η γνώμη του μετρούσε στη Σπάρτη: «Άνδρες Αιγινήτες, τί σκέφτεστε να κάνετε; Να πάρετε όμηρο στη χώρα σας το βασιλιά των Σπαρτιατών που σας τον παρέδωσαν οι συμπολίτες του; Μπορεί τώρα, πάνω στο θυμό τους, οι Σπαρτιάτες να έβγαλαν αυτή την απόφαση· μήπως όμως αργότερα, αν κάνετε αυτά, κάνουν καμιά εισβολή στη χώρα σας και σας εξοντώσουν συθέμελα;» [6.85.3] Με το που άκουσαν αυτά οι Αιγινήτες παραιτήθηκαν από τη μεταφορά του στην πόλη τους και συνομολόγησαν τα εξής· να τους συνοδεύσει ο Λεωτυχίδας στην Αθήνα, για να σταλούν οι όμηροι πίσω στην Αίγινα. [6.86.1] Φτάνοντας ο Λεωτυχίδας στην Αθήνα ζητούσε πίσω τους ομήρους που τους είχε αφήσει στη φύλαξή τους, οι Αθηναίοι όμως, μη θέλοντας να τους δώσουν πίσω, τραβούσαν σε μάκρος την υπόθεση με προφάσεις, επιμένοντας πως, όταν τους παρέλαβαν για φύλαξη, ήταν και οι δυο βασιλιάδες παρόντες, άρα δεν έβρισκαν σωστό να τους δώσουν πίσω στον ένα από τους δυο τους, την ώρα που απουσιάζει ο άλλος· [6.86α.1] ο Λεωτυχίδας, στην άρνηση των Αθηναίων να τους δώσουν πίσω, τους είπε: «Αθηναίοι, κάντε όποιο απ᾽ τα δυο θέλετε εσείς οι ίδιοι· βέβαια δίνοντάς τους πίσω κάνετε θεάρεστη πράξη, ενώ, αν δεν τους δώσετε, το αντίθετο· θέλω όμως να σας διηγηθώ μια ιστορία με παρακαταθήκη που έγινε παλιότερα στη Σπάρτη. [6.86α.2] Εμείς στη Σπάρτη έχουμε να λέμε πως, δυο γενιές πριν από τη δική μου, ζούσε στη Σπάρτη ο Γλαύκος, ο γιος του Επικύδη. Λέμε πως ο άνθρωπος αυτός δεν είχε τον δεύτερό του σ᾽ όλα τα πάντα, αλλά προπάντων είχε την καλύτερη φήμη για τη δικαιοσύνη του απ᾽ όλους όσοι κατοικούσαν εκείνη την εποχή στη Λακωνία. [6.86α.3] Διηγούμαστε λοιπόν πως, όταν ήρθε η ώρα, του συνέβη το εξής περιστατικό: έφτασε στη Σπάρτη ένας Μιλήσιος κι ήθελε να τον συναντήσει και να του κάνει την ακόλουθη πρόταση: «Εγώ είμαι Μιλήσιος, Γλαύκε, κι έχω έρθει θέλοντας να ευεργετηθώ από τη δικαιοσύνη σου. [6.86α.4] Γιατί, όπως και σ᾽ όλη την Ελλάδα, ιδιαίτερα στην Ιωνία ένα γύρο η φήμη για τη δικαιοσύνη σου είναι μεγάλη· γυρόφερνα λοιπόν στο μυαλό μου από τη μια πως στην Ιωνία ποτέ δεν απολείπει ο κίνδυνος, ενώ η Πελοπόννησος είναι ο πιο σίγουρος τόπος, κι από την άλλη πως δε βλέπεις ποτέ να μένουν τα χρήματα σταθερά στα ίδια χέρια. [6.86α.5] Αυτά λοιπόν αναλογιζόμουν και μελετούσα κι αποφάσισα τη μισή απ᾽ όλη μου την περιουσία να την κάνω ρευστό και να την εμπιστευθώ στη φύλαξή σου, ξέροντας καλά πως στο σπίτι σου τα χρήματά μου θα βρίσκονται άθικτα. Σε παρακαλώ λοιπόν, δέξου τα χρήματά μου και πάρε και φύλαγε κι αυτά τα σύμβολα αναγνώρισης· κι όποιος έχοντάς τα σου ζητήσει πίσω τα χρήματα, να του τα δώσεις». [6.86β.1] Λοιπόν τόσα είπε ο ξένος που ήρθε από τη Μίλητο κι ο Γλαύκος δέχτηκε να του τα κρατήσει στη φύλαξή του, με τη συμφωνία που έκλεισαν. Πέρασε λοιπόν πολύς καιρός κι ήρθαν στη Σπάρτη τα παιδιά εκείνου που άφησε τα χρήματά του για φύλαξη, συναντήθηκαν με τον Γλαύκο και δείχνοντάς του τα σύμβολα αναγνώρισης ζητούσαν πίσω τα χρήματα. [6.86β.2] Κι αυτός τους έκανε πέρα μ᾽ αυτή την απόκριση: «Δε θυμάμαι αυτή την υπόθεση ούτε μου λέει τίποτε αυτή η ιστορία, θέλω όμως να ξαναμελετήσω το πράμα και να πράξω ό,τι είναι δίκαιο· δηλαδή, αν τα πήρα, να σας τα δώσω πίσω απείραχτα, αν όμως ούτε από μακριά τα είδα, θα κάνω για σας ό,τι γράφουν οι νόμοι των Ελλήνων. Λοιπόν, όχι τώρα, αργότερα, σε τέσσερες μήνες από σήμερα θα σας δώσω την οριστική απάντηση». [6.86γ.1] Οι Μιλήσιοι απ᾽ τη μεριά τους σηκώθηκαν κι έφυγαν με βαριά καρδιά — οι άνθρωποι έβλεπαν πως έχασαν τα χρήματά τους. Κι ο Γλαύκος κατευθύνθηκε στους Δελφούς, για να πάρει χρησμό απ᾽ το μαντείο. Όταν λοιπόν ρωτούσε το μαντείο για την περίπτωση που, δίνοντας όρκο, θ᾽ άρπαζε τα χρήματα, η Πυθία τον κατσάδιασε μ᾽ αυτό τον χρησμό: [6.86γ.2] Γλαύκε, του Επικύδη γιε, το κέρδος σου προσώρας θα ᾽ναι μεγάλο, αν έτσι, τον άλλο κάτω βάζοντας με όρκο, θα μπορέσεις το έχει του ν᾽ αρπάξεις. Δώσε τον όρκο, σάματις κι αυτός που τον κρατάει ξεφεύγει του θανάτου; Αλλά ο γιος, ανώνυμος, του Όρκου, κι ας του λείπουν χέρια και πόδια, αδράχνει ολάκερη γενιά, πανάξιος κυνηγάρης, και την ξεθεμελιώνει. Του που κρατά τον όρκο του ως οι θεοί το θέλουν, ευλογημένη κι η γενιά. Τ᾽ άκουσε αυτά ο Γλαύκος κι άρχισε να παρακαλεί το θεό να τον συγχωρέσει για όσα είπε. Κι η Πυθία αποκρίθηκε πως, είτε πας να μπλέξεις το θεό στο κρίμα είτε το πράξεις, το ίδιο κάνει. [6.86δ.1] Λοιπόν ο Γλαύκος έστειλε και κάλεσε τους Μιλησίους ξένους και τους δίνει πίσω τα χρήματα. Τώρα, Αθηναίοι, θα σας πω για ποιό λόγο ξεκίνησα να σας διηγηθώ αυτή την ιστορία· σήμερα η γενιά του Γλαύκου εξαφανίστηκε απ᾽ το πρόσωπο της γης κι ούτε υπάρχει σπιτικό που να λεν πως είναι από τον Γλαύκο, ξεθεμελιώθηκε με τον χειρότερο τρόπο από τη Σπάρτη. Έτσι, όποιος θέλει το καλό του, ούτε να περνά από το νου του άλλη σκέψη για τα ξένα που έχει στη φύλαξή του — το μόνο που έχει να κάνει είναι να δίνει πίσω σ᾽ αυτόν που ζητά το δίκιο του». Ο Λεωτυχίδας τελείωσε την ομιλία του και, καθώς ούτε ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τον άκουσαν οι Αθηναίοι, σηκώθηκε κι έφυγε. [6.87.1] Οι Αιγινήτες τώρα, πριν δώσουν ικανοποίηση για τις προηγούμενες άδικες πράξεις τους, όταν, για χάρη των Θηβαίων, ταπείνωσαν τους Αθηναίους, έκαναν μια τέτοια επιχείρηση: κατηγορώντας τους Αθηναίους κι υποστηρίζοντας ότι αδικιούνται, ετοιμάζονταν να τιμωρήσουν τους Αθηναίους. Και, καθώς οι Αθηναίοι είχαν τη γιορτή που κάθε πέμπτο χρόνο γιορτάζουν στο Σούνιο, έστησαν καρτέρι κι αιχμαλώτισαν το ιερό πλοίο γεμάτο με άντρες, τους πρώτους της Αθήνας, κι αφού αιχμαλώτισαν τους άντρες, τους έριξαν στη φυλακή. [6.88.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό το πάθημά τους από τους Αιγινήτες οι Αθηναίοι χωρίς να χάσουν στιγμή μηχανεύονταν τα πάντα για να χτυπήσουν τους Αιγινήτες. Και λοιπόν, ήταν ένας πολίτης με υπόληψη στην Αίγινα, ο Νικόδρομος, ο γιος του Κνοίθου, ονομαστός· ετούτος τα ᾽χε με τους Αιγινήτες για μια προηγούμενη εξορία του απ᾽ το νησί· λοιπόν, όταν έμαθε πως οι Αθηναίοι ήταν αποφασισμένοι να χτυπήσουν τους Αιγινήτες, έρχεται σε συνεννόηση με τους Αθηναίους για να προδώσει την Αίγινα, λέγοντάς τους τη μέρα που θα βάλει μπροστά την επιχείρηση και τη μέρα που θα έπρεπε να πάνε εκείνοι να τον βοηθήσουν. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Νικόδρομος, όπως είχε συμφωνήσει με τους Αθηναίους, κυριεύει την Παλιά, όπως τη λένε, πόλη· όμως οι Αθηναίοι δε βρέθηκαν εκεί την ώρα που έπρεπε. [6.89.1] Γιατί έτυχε να μην έχουν αρκετά καράβια, ώστε να είναι σε θέση να συγκρουστούν με το στόλο της Αίγινας. Στο διάστημα λοιπόν που παρακαλούσαν τους Κορινθίους να τους δανείσουν τα καράβια τους, η επιχείρηση ναυάγησε. Κι οι Κορίνθιοι, γιατί αυτή την εποχή οι φιλικές τους σχέσεις με τους Αθηναίους ήταν στο καλύτερό τους σημείο, ύστερ᾽ από την έκκλησή τους τούς δίνουν είκοσι καράβια — και τα έδωσαν στην τιμή των πέντε δραχμών το καθένα, γιατί η νομοθεσία τους απαγόρευε να τα δίνουν δωρεάν. Τα πήραν λοιπόν αυτά οι Αθηναίοι, αρμάτωσαν κι όλα τα δικά τους, και με εβδομήντα καράβια συνολικά έβαλαν πλώρη προς την Αίγινα, κι έφτασαν μια μέρα αργότερα απ᾽ αυτή που είχε συμφωνηθεί. [6.90.1] Κι ο Νικόδρομος, καθώς δεν έφτασαν στην ώρα που έπρεπε οι Αθηναίοι, μπήκε σε καράβι και δραπέτευσε απ᾽ την Αίγινα· στη φυγή του τον ακολούθησαν και άλλοι Αιγινήτες και σ᾽ αυτούς οι Αθηναίοι παραχώρησαν το Σούνιο, για να κατοικήσουν· κι έχοντας εκεί το ορμητήριό τους ρήμαζαν τους Αιγινήτες που έμεναν στο νησί. [6.91.1] Βέβαια αυτά συνέβαιναν αργότερα· λοιπόν, οι ευκατάστατοι Αιγινήτες κατέπνιξαν την επανάσταση που ξεσήκωσαν οι δημοκρατικοί μαζί με τον Νικόδρομο, τους αιχμαλώτισαν και τους οδηγούσαν έξω από την πόλη, για να τους σκοτώσουν. Μάλιστα αυτή τους η πράξη θεωρήθηκε ιεροσυλία, απ᾽ την οποία, μ᾽ όσες θυσίες κι αν έκαναν, ό,τι κι αν έβαλαν σ᾽ ενέργεια, δεν μπόρεσαν να εξιλεωθούν, αλλά τους πρόλαβαν τα γεγονότα· εξορίστηκαν απ᾽ την πόλη τους πριν εξευμενίσουν τη θεά. [6.91.2] Γιατί έπιασαν ζωντανούς εφτακόσιους από τους δημοκρατικούς και τους οδηγούσαν έξω από την πόλη για να τους εκτελέσουν, ένας όμως απ᾽ αυτούς ξέφυγε από τις αλυσίδες και ζήτησε άσυλο στο ναό της Δήμητρας της Θεσμοφόρου και γαντζώθηκε απ᾽ τους χαλκάδες της πύλης του ναού. Κι οι άλλοι, επειδή όσο κι αν τον τραβούσαν δεν μπορούσαν να τον αποσπάσουν, του έκοψαν τα χέρια κι έτσι τον έσερναν, ενώ εκείνα τα χέρια έμεναν γαντζωμένα στους χαλκάδες. [6.92.1] Αυτά τα δεινά προκάλεσαν από μόνοι τους οι Αιγινήτες στην πόλη τους· κι όταν έφτασαν οι Αθηναίοι, βγήκαν και τους αντιμετώπισαν με εβδομήντα καράβια, νικήθηκαν όμως στη ναυμαχία και καλούσαν σε βοήθεια, όπως και την προηγούμενη φορά, τους Αργείους. Αυτή τη φορά λοιπόν οι Αργείοι δεν πήγαν να βοηθήσουν, καταλογίζοντας στους Αιγινήτες ότι τα καράβια τους (που τα πήρε ο Κλεομένης με τη βία) έπιασαν στεριά στην παραλία της Αργολίδας και πήραν μέρος στην απόβαση των Λακεδαιμονίων· στην απόβαση πήραν μέρος και οπλίτες από καράβια των Σικυωνίων, σ᾽ αυτή την ίδια επιδρομή. [6.92.2] Κι οι Αργείοι τούς επέβαλαν να πληρώσουν αποζημίωση χίλια τάλαντα, πεντακόσια ο καθένας από τους δυο τους. Λοιπόν οι Σικυώνιοι παραδέχτηκαν την ενοχή τους και συμβιβάστηκαν να πληρώσουν εκατό τάλαντα και ν᾽ απαλλαγούν, ενώ οι Αιγινήτες και δεν την παραδέχτηκαν και γενικά η συμπεριφορά τους ήταν αλαζονική. Αυτός ήταν ο λόγος που, όταν ζητούσαν βοήθεια, το Άργος επίσημα δεν τους την έστελνε, περίπου όμως χίλιοι πήγαν εθελοντικά· κι αρχηγό τους είχαν τον Ευρυβάτη, που ήταν αθλητής του πεντάθλου. [6.92.3] Οι περισσότεροι απ᾽ αυτούς δε γύρισαν στην πόλη τους, αλλά τους σκότωσαν οι Αθηναίοι στην Αίγινα· κι ο ίδιος ο αρχηγός τους ο Ευρυβάτης, που ήταν εξασκημένος στη μονομαχία, αφού σκότωσε τρεις εχθρούς μονομαχώντας, σκοτώθηκε από τον τέταρτο, τον Σωφάνη από τη Δεκέλεια. [6.93.1] Οι Αιγινήτες πάλι, βρίσκοντας τους Αθηναίους σε αταξία, έδωσαν μάχη με τα καράβια, τους νίκησαν κι αιχμαλώτισαν τέσσερα καράβια μ᾽ όλο το πλήρωμά τους. |