Στο μεταξύ κι οι άλλες δούλες στου Οδυσσέα μαζεύτηκαν τα ωραία δώματα
κι ακάματη άναβαν φωτιά στη σχάρα της εστίας.
Την ίδια ώρα, ισόθεος ο νεαρός Τηλέμαχος,
από το στρώμα του πετάχτηκε· φόρεσε ρούχα, στον ώμο πέρασε
το κοφτερό σπαθί, στ᾽ άσπρα του πόδια ωραία σαντάλια,
κι έπιασε με το χέρι του άλκιμο δόρυ, καλοξυσμένο
ως τη χάλκινή του αιχμή.
Μετά, στημένος στο κατώφλι, φώναξε στην Ευρύκλεια:
«Καλή κυρά μου, στο σπίτι αυτό τον ξένο τον φροντίσατε
130στον ύπνο και στο φαγητό του; ή τον αφήσατε έτσι αφρόντιστο;
Τα κάνει αυτά η μάνα μου, παρά τη φρόνησή της·
στην τύχη κάποτε, τον ένα ξένο τον τιμά,
κι ας είναι κι ο χειρότερος, ενώ συχνά καταφρονώντας
τον καλύτερο τον διώχνει.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του η μυαλωμένη Ευρύκλεια:
«Μη θες, παιδί μου, να ρίξεις τώρα φταίξιμο σε μιαν αθώα.
Έπινε ο ξένος το κρασί του καθισμένος, όσο τραβούσε η όρεξή του,
και νηστικός δεν έμεινε, όταν πεινούσε — εκείνη τον ρωτούσε.
Αλλά, σαν ήλθε η ώρα να θυμηθεί τον ύπνο και να πέσει,
έδωσε η Πηνελόπη εντολή στις δούλες να του στρώσουν κλίνη.
140Όμως αυτός, νιώθοντας άμοιρος και τρισδυστυχισμένος,
δεν θέλησε κρεβάτι με σωστά σκεπάσματα·
στον πρόδομο έξω κούρνιασε πάνω σε βοϊδοτόμαρο και με προβιές
σκεπάστηκε — εμείς του ρίξαμε μετά μια κάπα πάνω του.»
Τόσα του είπε, κι ο Τηλέμαχος, κρατώντας το κοντάρι, άφησε
πίσω του τ᾽ αρχοντικό, με δυο στο πλάι του γοργά σκυλιά
που τον ακολουθούσαν. Έτσι προχώρησε να πάει στην αγορά,
όπου μαζεύονται οι Αχαιοί του τόπου στολισμένοι.
Τις άλλες τότε δούλες καλεί η Ευρύκλεια, γυναίκα αξιοθαύμαστη,
του Ώπου θυγατέρα και του Πεισίνορα εγγονή.
«Εμπρός λοιπόν, κουνήστε πια τα χέρια σας: εσείς,
150την κάμαρη σαρώστε και ραντίστε, βάλτε απάνω στα περίτεχνα καθίσματα
κιλίμια πορφυρά· εσείς, με τα σφουγγάρια παστρέψετε τις τάβλες όλες,
πλύνετε τους κρατήρες, τις όμορφες δίδυμες κούπες·
εσείς, τραβάτε για την κρήνη να φέρετε νερό, και γρήγορα γυρίστε πίσω.
Δεν θα βραδύνουν λέω να κοπιάσουν οι μνηστήρες
στο παλάτι, τους βλέπω να ᾽ρχονται πρωί πρωί, σήμερα είναι
πάνδημη γιορτή.»
Έτσι τους μίλησε, και πρόθυμα την άκουσαν αυτές κι υπάκουσαν:
είκοσι τράβηξαν στην κρήνη τη μελάνυδρη· οι υπόλοιπες
μείναν εκεί και με την τέχνη τους συγύριζαν το σπίτι.
160Στην ώρα φτάνουν ζωηρά παιδόπουλα, έσχιζαν ξύλα
με τη μεγάλη μαστοριά τους — στο μεταξύ γύρισαν πίσω κι οι γυναίκες
απ᾽ τη βρύση. Ήλθε κατόπι ο Εύμαιος με τρεις καλοθρεμμένους χοίρους,
τους πιο καλούς στο χοιροστάσι· τους άφησε να βόσκουν
στον ωραίο αυλόγυρο, κι ο ίδιος σίμωσε τον Οδυσσέα,
μιλώντας του με καλοσύνη:
«Για πες μου, ξένε, κάπως καλύτερα οι Αχαιοί τώρα σου φέρονται;
ή συνεχίζουν μέσα στο παλάτι να σε καταφρονούν, όπως και πριν;»
Ανταποκρίθηκε με το πολύστροφο μυαλό του ο Οδυσσέας:
«Άμποτε, Εύμαιε, να εκδικηθούνε οι θεοί την ατιμία!
170Που αυτοί οι ξετσίπωτοι μέσα σε ξένο σπίτι μηχανεύονται
τ᾽ άνομα έργα τους, δίχως καμιά ντροπή και τσίπα.»
Έτσι μιλώντας μεταξύ τους συναλλάσσονταν, όταν σε λίγο
ο Μελάνθιος φτάνει, γιδοβοσκός αυτός, ερίφια φέρνοντας
από τη μάντρα, τα καλύτερα, να φαν και να χορτάσουν
οι μνηστήρες — μαζί του κι άλλοι δυο βοσκοί.
Κι αφού τις γίδες έδεσε στο υπόστεγο που αντιλαλούσε,
στον Οδυσσέα γύρισε, μιλώντας με βρισιές:
«Ε ξένε, ακόμη εδώ ψωμοζητώντας θα τη βγάζεις, φόρτωμα
στο παλάτι; αλήθεια, πότε θα ξεκουμπιστείς;
180Πάντως εμείς οι δυο δεν θα χωρίσουμε, προτού
ανταλλάξουμε γροθιές, γιατί του λόγου σου μας ζητιανεύεις άτσαλα —
κι αλλού υπάρχει φαγητό, να λιγουρεύεσαι.»
Έτσι του μίλησε, αλλά δεν αντιμίλησε ο Οδυσσέας πολύστροφος·
κούνησε μόνο το κεφάλι του, το στόμα του κλειστό κρατώντας,
μέσα του μελετώντας το κακό.
|