Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΡΙΑΝΟΣ
Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (7.11.1-7.11.9)
[7.11.1] Ταῦτα εἰπὼν κατεπήδησέ τε ἀπὸ τοῦ βήματος ὀξέως καὶ ἐς τὰ βασίλεια παρελθὼν οὔτε ἐθεράπευσε τὸ σῶμα οὔτε τῳ ὤφθη τῶν ἑταίρων· ἀλλ᾽ οὐδὲ ἐς τὴν ὑστεραίαν ὤφθη. τῇ τρίτῃ δὲ καλέσας εἴσω τῶν Περσῶν τοὺς ἐπιλέκτους τάς τε ἡγεμονίας αὐτοῖς τῶν τάξεων διένειμε καὶ ὅσους συγγενεῖς ἀπέφηνε, τούτοις δὲ νόμιμον ἐποίησε φιλεῖν αὐτὸν μόνοις. [7.11.2] οἱ δὲ Μακεδόνες ἔν τε τῷ παραυτίκα ἀκούσαντες τῶν λόγων ἐκπεπληγμένοι σιγῇ ἔμενον αὐτοῦ πρὸς τῷ βήματι οὐδέ τις ἠκολούθησε τῷ βασιλεῖ ἀπαλλαττομένῳ ὅτι μὴ οἱ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροί τε καὶ οἱ σωματοφύλακες, οἱ δὲ πολλοὶ οὔτε μένοντες ὅ τι πράττωσιν ἢ λέγωσιν εἶχον, οὔτε ἀπαλλάσσεσθαι ἤθελον. [7.11.3] ὡς δὲ τὰ Περσῶν τε καὶ Μήδων αὐτοῖς ἐξηγγέλλετο, αἵ τε ἡγεμονίαι Πέρσαις διδόμεναι καὶ ἡ στρατιὰ ἡ βαρβαρικὴ ἐς λόχους τε καταλεγομένη καὶ τὰ Μακεδονικὰ ὀνόματα ἄγημά τι Περσικὸν καλούμενον καὶ πεζέταιροι Πέρσαι [καὶ ἀσθέτεροι ἄλλοι] καὶ ἀργυρασπίδων τάξις Περσικὴ καὶ ἡ τῶν ἑταίρων ἵππος καὶ ταύτης ἄλλο ἄγημα βασιλικόν, οὐκέτι καρτεροὶ σφῶν ἦσαν, [7.11.4] ἀλλὰ ξυνδραμόντες ὡς πρὸς τὰ βασίλεια τὰ μὲν ὅπλα αὐτοῦ πρὸ τῶν θυρῶν ἐρρίπτουν, ἱκετηρίας ταύτας τῷ βασιλεῖ, αὐτοὶ δ᾽ ἐβόων πρὸ τῶν θυρῶν ἑστηκότες δεόμενοι παρελθεῖν εἴσω· τούς τε αἰτίους τῆς ἐν τῷ τότε ταραχῆς καὶ τοὺς ἄρξαντας τῆς βοῆς ἐκδιδόναι ἐθέλειν· οὔκουν ἀπαλλαγήσεσθαι τῶν θυρῶν οὔτε ἡμέρας οὔτε νυκτός, εἰ μή τινα οἶκτον σφῶν ἕξει Ἀλέξανδρος. |
[7.11.1] Μόλις είπε αυτά, πήδησε γρήγορα κάτω από το βήμα και μπήκε στα ανάκτορα και ούτε το σώμα του περιποιήθηκε ούτε τον είδε κανένας από τους εταίρους, αλλά ούτε και την επομένη μέρα τον είδε κανένας. Την τρίτη όμως μέρα προσκάλεσε μέσα στα ανάκτορα τους εκλεκτούς Πέρσες και διαμοίρασε σε αυτούς τις διοικήσεις των ταγμάτων και σε όσους παραχώρησε τον τίτλο του συγγενούς σε αυτούς και μόνο έδωσε το δικαίωμα να τον φιλούν. [7.11.2] Αμέσως μόλις άκουσαν οι Μακεδόνες τους λόγους του Αλεξάνδρου, παρέμειναν εκεί κοντά στο βήμα κατάπληκτοι και σιωπηλοί· ούτε κανείς από αυτούς ακολούθησε τον βασιλιά ενώ αποχωρούσε, εκτός από τους εταίρους που τον περιστοίχιζαν και τους σωματοφύλακες, ενώ οι περισσότεροι, αν και έμεναν πίσω, ούτε είχαν τίποτε να κάνουν ή να πουν ούτε όμως ήθελαν να φύγουν. [7.11.3] Όταν όμως πληροφορήθηκαν τα σχετικά με τους Πέρσες και τους Μήδους, ότι δηλαδή και οι διοικήσεις δίνονταν στους Πέρσες και ο βαρβαρικός στρατός είχε συγκροτηθεί σε λόχους και ότι χρησιμοποιήθηκαν μακεδονικά ονόματα —κάποιο άγημα ονομάσθηκε περσικό και κάποιοι Πέρσες πεζέταιροι [και άλλοι ασθέτεροι] και ένα περσικό τάγμα, των αργυρασπίδων, και περσικό ιππικό, των εταίρων, και ένα άλλο άγημα της μονάδας αυτής βασιλικό— δεν μπόρεσαν πλέον να συγκρατηθούν, [7.11.4] αλλά έτρεξαν όλοι μαζί προς τα ανάκτορα και άρχισαν να ρίχνουν εκεί, μπροστά στις πόρτες, τα όπλα τους ως ένδειξη ικεσίας προς τον βασιλιά τους. Οι ίδιοι στέκονταν στις πόρτες και φώναζαν δυνατά παρακαλώντας να τους αφήσουν να περάσουν μέσα. Έλεγαν ότι ήταν πρόθυμοι να παραδώσουν τους πρωταίτιους των ταραχών που έγιναν τότε και εκείνους που άρχισαν πρώτοι τη βοή και ότι δεν θα έφευγαν από τις πόρτες ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα, αν δεν τους δείξει κάποιον οίκτο ο Αλέξανδρος. |