Μιλώντας, έχυσε τον ύπνο πάνω στα βλέφαρά του — μετά πάλι
στον Όλυμπο γυρίζει, θεία θεά μες στις θεές.
Κι ενώ εκείνον ύπνος λυσιμελής τον πήρε, λύνοντας τα βάρη
της ψυχής του, την ίδια ώρα η στοχαστική γυναίκα του απότομα
ξυπνά και, καθισμένη στη μαλακή της κλίνη, άρχισε να θρηνεί.
Όταν τον θρήνο χόρτασε η ψυχή της, πρώτα στην Άρτεμη ευχήθηκε,
60των γυναικών το θάμβος:
«Άρτεμη εσύ, θεά και δέσποινα, του Δία θυγατέρα, χάρη
θα μου προσφέρεις, αν ένα από τα βέλη σου τα στήθη μου
χτυπούσε κι έπαιρνες τη ζωή μου — τώρα. Ή άγρια θύελλα
να μ᾽ άρπαζε ψηλά, κι από κατήφορους μετά που τους σκεπάζει ομίχλη
να μ᾽ έριχνε στου Ωκεανού το στόμα, με τα νερά του που σε κύκλο κλείνουν.
Σαν τότε που τις άρπαξε τις κόρες του Πανδάρεου της θύελλας η δίνη.
Όταν αφάνισαν οι αθάνατοι τους δυο γονείς τους, εκείνες ξέμειναν
μες στο παλάτι ορφανές· οπότε η θεία Αφροδίτη τις μεγάλωσε
μ᾽ ανθότυρο, μέλι γλυκό, ηδύποτο κρασί· η Ήρα πάλι,
70τέτοια ομορφιά τούς χάρισε και γνώση, που δεν εγνώρισε στον κόσμο
άλλη γυναίκα· παρθένα η Άρτεμη, σαν κυπαρίσσι το κορμί τους ψήλωσε,
κι η Αθηνά τούς έμαθε να υφαίνουν εξαίσια φαντά.
Ώσπου η θεά Αφροδίτη, ψηλά στον Όλυμπο περιδιαβάζοντας,
επήγε για τις κόρες να γυρέψει γάμο θαλερό, να πάρει
ο Δίας απόφαση, θεός που ο κεραυνός τον τέρπει —
μόνος εκείνος είναι ο παντογνώστης, ξέρει τη μοίρα των θνητών ανθρώπων,
καλή ή κακή. Μα τότε οι Άρπυιες ανάρπαξαν τις κόρες,
στις στυγερές τις παραδίνουν Ερινύες, να τις φυλάν αυτές.
Άφαντη άμποτε κι εμένα να με κάνουν οι θεοί του Ολύμπου,
80ή μ᾽ ένα βέλος καλλιπλόκαμη να με χτυπούσε η Άρτεμη,
να δουν τον Οδυσσέα τα μάτια μου, σαν κατεβώ κάτω απ᾽ το χώμα τούτο
που μισώ, να μην ευφράνω εγώ την όρεξη κάποιου που δεν το αξίζει.
Αλλά κι αυτό το ασήκωτο κακό, μπορεί κανείς να το σηκώσει,
φτάνει μόνο τις μέρες να θρηνεί, με τόση πίκρα που βαραίνει
την καρδιά του· τις νύχτες όμως αν βυθίζεται στον ύπνο που, κλείνοντας
βλέφαρα, κάνει τον άνθρωπο να λησμονεί τα πάντα, και τα καλά και τα κακά.
Εμένα ωστόσο ο δαίμονας όνειρα αλλόκοτα μου στέλνει.
Τη νύχτα απόψε πλάγιαζε πλάι μου πάλι το είδωλο του,
ίδιος στην όψη όπως τη μέρα που έφυγε με τον στρατό του·
από χαρά πλημμύρισε η καρδιά μου, είπα δεν είναι όνειρο κι αυτό απατηλό,
90πως ήταν η αλήθεια.»
Μονολογούσε ακόμη εκείνη, όταν επρόβαλε η Αυγή χρυσόθρονη.
Κι όπως συνέχιζε τον θρήνο της, άκουσε ο θείος Οδυσσέας τη φωνή της.
Μέσα στον λήθαργο, δούλευε ο νους του· φαντάστηκε πως πια
τον είχε αναγνωρίσει η Πηνελόπη, κι έστεκε τώρα,
πάνω απ᾽ το κεφάλι του.
Μαζεύει αμέσως κάπα και προβιές που σκέπαζαν τον ύπνο του,
τ᾽ απίθωσε σε κάποιο κάθισμα μέσα στην αίθουσα, ενώ
το δέρμα του βοδιού το ᾽φερε έξω από την πόρτα.
Μετά, τα χέρια υψώνοντας, στον Δία ευχήθηκε:
«Δία πατέρα, αν με το θέλημά σας οι θεοί, από πελάγη και στεριές,
εδώ με φέρατε στην πατρική μου γη πολυβασανισμένο,
100τώρα για μένα ας ακουστεί σημαδιακή φωνή μέσα απ᾽ αυτό το σπίτι
κάποιου που ξύπνησε, αλλά κι απέξω να φανερωθεί Διός σημάδι.»
Ευχήθηκε, κι ο Δίας βαθυστόχαστος άκουσε την ευχή του.
Από τον Όλυμπο που λάμπει, ψηλά απ᾽ τα νέφη στέλνει
τη βροντή του, κι ένιωσε μέσα του χαρά ο θείος Οδυσσέας.
Συνάμα μια φωνή μέσα απ᾽ το σπίτι ακούστηκε,
κάποιας γυναίκας που άλεθε εκεί κοντά, όπου οι χερόμυλοι
του βασιλιά ήσαν στημένοι — γυναίκες δώδεκα,
όλες μαζί, συνήθιζαν να αλέθουν σιτάρι και κριθάρι, αυτό που γίνεται
μεδούλι στα οστά του ανθρώπου.
Οι άλλες τότε το ᾽ριξαν ξανά στον ύπνο, μόλις το άλεσμά τους
110αποτέλειωσαν. Και μόνο μια δεν έλεγε να σταματήσει ακόμη,
μικρή αυτή κι αδύναμη. Που ξαφνικά αφήνει τη μυλόπετρά της
και πήρε να μιλά — καλό σημάδι για τον βασιλιά της:
«Δία πατέρα, που θεούς κι ανθρώπους κυβερνάς,
βροντή μεγάλη βρόντηξες από τον ουρανό ψηλά, που τον στολίζουν
τ᾽ άστρα, αλλά δεν βλέπω εδώ να φαίνεται κανένα συννεφάκι —
σε κάποιον σίγουρα φανέρωσες ετούτο το παράδοξο σημάδι.
Μα τώρα δώσε τέλος και στον δικό μου λόγο,
εμένα της ασήμαντης, ό,τι κι αν πω· ας βγει αυτή η τελευταία μέρα τους,
στερνή φορά που οι μνηστήρες κάθονται στου Οδυσσέα το σπίτι
και χαίρονται το φαγοπότι τους — κι εμένα αυτοί μου λύγισαν τα γόνατα,
που πρέπει με σφιγμένη την καρδιά να τους αλέθω
αλεύρι. Ας γίνει απόψε να δειπνήσουν πια στερνή φορά.»
120Με την ευχή και την κατάρα της ένιωσε μέσα του χαρά
ο θείος Οδυσσέας, όπως και με του Δία τη βροντή — είπε,
θα τιμωρήσει έτσι τους κακούργους.
|