Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (7.9.1-7.9.9)

[7.9.1] Οὐχ ὑπὲρ τοῦ καταπαῦσαι ὑμῶν, ὦ Μακεδόνες, τὴν οἴκαδε ὁρμὴν λεχθήσεταί μοι ὅδε ὁ λόγος, ἔξεστι γὰρ ὑμῖν ἀπιέναι ὅποι βούλεσθε ἐμοῦ γε ἕνεκα, ἀλλὰ ὡς γνῶναι ὑμᾶς πρὸς ὁποίους τινὰς ἡμᾶς ὄντας ὁποῖοί τινες αὐτοὶ γενόμενοι ἀπαλλάσσεσθε. [7.9.2] καὶ πρῶτά γε ἀπὸ Φιλίππου τοῦ πατρός, ᾗπερ καὶ εἰκός, τοῦ λόγου ἄρξομαι. Φίλιππος γὰρ παραλαβὼν ὑμᾶς πλανήτας καὶ ἀπόρους, ἐν διφθέραις τοὺς πολλοὺς νέμοντας ἀνὰ τὰ ὄρη πρόβατα ὀλίγα καὶ ὑπὲρ τούτων κακῶς μαχομένους Ἰλλυριοῖς καὶ Τριβαλλοῖς καὶ τοῖς ὁμόροις Θρᾳξίν, χλαμύδας μὲν ὑμῖν ἀντὶ τῶν διφθερῶν φορεῖν ἔδωκεν, κατήγαγε δὲ ἐκ τῶν ὀρῶν ἐς τὰ πεδία, ἀξιομάχους καταστήσας τοῖς προσχώροις τῶν βαρβάρων, ὡς μὴ χωρίων ἔτι ὀχυρότητι πιστεύοντας μᾶλλον ἢ τῇ οἰκείᾳ ἀρετῇ σώζεσθαι, πόλεών τε οἰκήτορας ἀπέφηνε καὶ νόμοις καὶ ἔθεσι χρηστοῖς ἐκόσμησεν. [7.9.3] αὐτῶν δὲ ἐκείνων τῶν βαρβάρων, ὑφ᾽ ὧν πρόσθεν ἤγεσθε καὶ ἐφέρεσθε αὐτοί τε καὶ τὰ ὑμέτερα, ἡγεμόνας κατέστησεν ἐκ δούλων καὶ ὑπηκόων, καὶ τῆς Θρᾴκης τὰ πολλὰ τῇ Μακεδονίᾳ προσέθηκεν, καὶ τῶν ἐπὶ θαλάττῃ χωρίων τὰ ἐπικαιρότατα καταλαβόμενος τὴν ἐμπορίαν τῇ χώρᾳ ἀνεπέτασε, καὶ τῶν μετάλλων τὴν ἐργασίαν ἀδεῆ παρέσχε, [7.9.4] Θεσσαλῶν δὲ ἄρχοντας, οὓς πάλαι ἐτεθνήκειτε τῷ δέει, ἀπέφηνε, καὶ τὸ Φωκέων ἔθνος ταπεινώσας τὴν ἐς τὴν Ἑλλάδα πάροδον πλατεῖαν καὶ εὔπορον ἀντὶ στενῆς τε καὶ ἀπόρου ὑμῖν ἐποίησεν, Ἀθηναίους τε καὶ Θηβαίους ἐφεδρεύοντας ἀεὶ τῇ Μακεδονίᾳ ἐς τοσόνδε ἐταπείνωσεν, ἤδη ταῦτά γε καὶ ἡμῶν αὐτῷ ξυμπονούντων, ὡς ἀντὶ τοῦ φόρους τελεῖν Ἀθηναίοις καὶ ὑπακούειν Θηβαίων, παρ᾽ ἡμῶν ἐν τῷ μέρει ἐκείνους τὴν ἀσφάλειάν σφισι πορίζεσθαι. [7.9.5] ἐς Πελοπόννησον δὲ παρελθὼν τὰ ἐκεῖ αὖ ἐκόσμησε καὶ ἡγεμὼν αὐτοκράτωρ συμπάσης τῆς ἄλλης Ἑλλάδος ἀποδειχθεὶς τῆς ἐπὶ τὸν Πέρσην στρατιᾶς οὐχ ἑαυτῷ μᾶλλόν τι τὴν δόξαν τήνδε ἢ τῷ κοινῷ τῶν Μακεδόνων προσέθηκεν.
[7.9.6] Ταῦτα μὲν τὰ ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ ἐμοῦ ἐς ὑμᾶς ὑπηργμένα, ὡς μὲν αὐτὰ ἐφ᾽ ἑαυτῶν σκέψασθαι μεγάλα, μικρὰ δὲ ὥς γε δὴ πρὸς τὰ ἡμέτερα ξυμβαλεῖν. ὃς παραλαβὼν παρὰ τοῦ πατρὸς χρυσᾶ μὲν καὶ ἀργυρᾶ ἐκπώματα ὀλίγα, τάλαντα δὲ οὐδὲ ἑξήκοντα ἐν τοῖς θησαυροῖς, χρεῶν δὲ ὀφειλόμενα ὑπὸ Φιλίππου ἐς πεντακόσια τάλαντα, δανεισάμενος ἐπὶ τούτοις αὐτὸς ἄλλα ὀκτακόσια ὁρμηθεὶς ἐκ τῆς χώρας τῆς γε οὐδὲ ὑμᾶς αὐτοὺς βοσκούσης καλῶς εὐθὺς μὲν τοῦ Ἑλλησπόντου ὑμῖν τὸν πόρον θαλασσοκρατούντων ἐν τῷ τότε Περσῶν ἀνεπέτασα· [7.9.7] κρατήσας δὲ τῇ ἵππῳ τοὺς σατράπας τοὺς Δαρείου τήν τε Ἰωνίαν πᾶσαν τῇ ὑμετέρᾳ ἀρχῇ προσέθηκα καὶ τὴν Αἰολίδα πᾶσαν καὶ Φρύγας ἀμφοτέρους καὶ Λυδούς, καὶ Μίλητον εἷλον πολιορκίᾳ· τὰ δὲ ἄλλα πάντα ἑκόντα προσχωρήσαντα λαβὼν ὑμῖν καρποῦσθαι ἔδωκα· [7.9.8] καὶ τὰ ἐξ Αἰγύπτου καὶ Κυρήνης ἀγαθά, ὅσα ἀμαχεὶ ἐκτησάμην, ὑμῖν ἔρχεται, ἥ τε κοίλη Συρία καὶ ἡ Παλαιστίνη καὶ ἡ μέση τῶν ποταμῶν ὑμέτερον κτῆμά εἰσι, καὶ Βαβυλὼν καὶ Βάκτρα καὶ Σοῦσα ὑμέτερα, καὶ ὁ Λυδῶν πλοῦτος καὶ οἱ Περσῶν θησαυροὶ καὶ τὰ Ἰνδῶν ἀγαθὰ καὶ ἡ ἔξω θάλασσα ὑμέτερα· ὑμεῖς σατράπαι, ὑμεῖς στρατηγοί, ὑμεῖς ταξιάρχαι. [7.9.9] ὡς ἔμοιγε αὐτῷ τί περίεστιν ἀπὸ τούτων τῶν πόνων ὅτι μὴ αὕτη ἡ πορφύρα καὶ τὸ διάδημα τοῦτο; κέκτημαι δὲ ἰδίᾳ οὐδέν, οὐδὲ ἔχει τις ἀποδεῖξαι θησαυροὺς ἐμοὺς ὅτι μὴ ταῦτα, ὑμέτερα κτήματα ἢ ὅσα ἕνεκα ὑμῶν φυλάττεται. ἐπεὶ οὐδὲ ἔστιν ἰδίᾳ μοι ἐς ὅ τι φυλάξω αὐτούς, σιτουμένῳ τε τὰ αὐτὰ ὑμῖν σιτία καὶ ὕπνον τὸν αὐτὸν αἱρουμένῳ· καίτοι οὐδὲ σιτία ἐμοὶ δοκῶ τὰ αὐτὰ τοῖς τρυφῶσιν ὑμῶν σιτεῖσθαι· προαγρυπνῶν δὲ ὑμῶν οἶδα, ὡς καθεύδειν ἔχοιτε ὑμεῖς.

[7.9.1] «Μακεδόνες, με αυτόν εδώ τον λόγο που σας απευθύνω δεν επιδιώκω να ανακόψω την ορμή σας για επιστροφή στην πατρίδα —μπορείτε να πάτε όπου θέλετε χάρη σε μένα— αλλά να σας κάνω να καταλάβετε πώς εσείς φερθήκατε σε μένα και τί έχετε γίνει τώρα που φεύγετε. [7.9.2] Και θα αρχίσω τον λόγο μου πρώτα από τον πατέρα μου τον Φίλιππο, όπως άλλωστε και ταιριάζει. Γιατί ο Φίλιππος σας παρέλαβε περιπλανώμενους και φτωχούς να βόσκετε οι περισσότεροι από εσάς επάνω στα βουνά λίγα πρόβατα ντυμένοι με προβιές και να πολεμάτε για να τα εξασφαλίσετε με δυσκολία τους Ιλλυριούς και τους Τριβαλλούς και τους γείτονές μας Θράκες. Αντί για τις προβιές σάς έδωσε να φοράτε χλαμύδες και σας κατέβασε από τα βουνά στις πεδιάδες και σας έκανε ικανούς να πολεμάτε τους βαρβάρους γείτονές μας, έτσι ώστε για την ασφάλειά σας να στηρίζεσθε όχι πλέον στην οχυρότητα των τόπων σας, αλλά πολύ περισσότερο στη δική σας ανδρεία. Και σας ανέδειξε σε κατοίκους πόλεων και τη ζωή σας οργάνωσε με χρήσιμους νόμους και έθιμα. [7.9.3] Από δούλους και υπηκόους σάς κατέστησε ηγεμόνες εκείνων ακριβώς των βαρβάρων που έκαναν προηγουμένως ό,τι ήθελαν και σας και τα υπάρχοντά σας. Και προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης στη Μακεδονία και άνοιξε τον δρόμο για το εμπόριο της χώρας κυριεύοντας τις πιο επίκαιρες παραθαλάσσιες περιοχές. Και κατέστησε ακίνδυνη την εργασία των μεταλλείων. [7.9.4] Και σας ανέδειξε άρχοντες των Θεσσαλών, μπροστά στους οποίους παλαιότερα πεθαίνατε από τον φόβο σας. Ταπείνωσε και τους Φωκείς και έτσι την είσοδό σας στην Ελλάδα από στενή και δυσκολοδιάβατη την έκανε πλατιά και ευκολοδιάβατη. Με τη βοήθεια τότε και τη δική μας ταπείνωσε σε τέτοιο βαθμό τους Αθηναίους και τους Θηβαίους, που συνεχώς καιροφυλακτούσαν να βλάψουν τη Μακεδονία, ώστε αντί να πληρώνομε εμείς φόρους στους Αθηναίους και να είμαστε υπήκοοι των Θηβαίων, εκείνοι με τη σειρά τους να ζητούν από μας να τους παρέχομε τη δική τους ασφάλεια. [7.9.5] Αφού δε κατέβηκε στην Πελοπόννησο, τακτοποίησε και εκεί τα πράγματα. Και όταν αναγορεύτηκε αρχηγός με απόλυτη εξουσία και ολόκληρης της υπόλοιπης Ελλάδας για την εκστρατεία εναντίον των Περσών, δεν απέδωσε τη δόξα αυτή στον εαυτό του αλλά συνολικά στους Μακεδόνες.
[7.9.6] Αυτές, λοιπόν, είναι οι ευεργεσίες του πατέρα μου σε σας· αν αυτές εξετασθούν μόνες τους, είναι μεγάλες, είναι όμως βέβαια μικρές, αν συγκριθούν με τις δικές μου. Παρέλαβα από τον πατέρα μου λίγα χρυσά και αργυρά κύπελλα και στο δημόσιο ταμείο δεν βρήκα ούτε εξήντα τάλαντα, ενώ τα χρέη που όφειλε ο Φίλιππος έφθαναν τα πεντακόσια περίπου τάλαντα. Ξεκίνησα από τη χώρα μας, που δεν μπορούσε καλά-καλά ούτε εσάς τους ίδιους να διαθρέψει, αφού ο ίδιος δανείσθηκα, εκτός από αυτά που βρήκα, άλλα οχτακόσια τάλαντα και σας άνοιξα αμέσως τα στενά του Ελλησπόντου, αν και κατά την εποχή εκείνη κυριαρχούσαν οι Πέρσες στην θάλασσα.
[7.9.7] Με το ιππικό μου νίκησα τους σατράπες του Δαρείου και προσάρτησα στο κράτος σας ολόκληρη την Ιωνία και ολόκληρη την Αιολίδα, καθώς και τις δύο Φρυγίες και τη Λυδία και με πολιορκία κυρίευσα τη Μίλητο. Όλες τις άλλες περιοχές που προσχώρησαν θεληματικά σε μένα, αφού τις κατέλαβα, τις έδωσα σε σας να τις εκμεταλλεύεσθε. [7.9.8] Και όσα αγαθά παράγει η Αίγυπτος και η Κυρήνη τα οποία απέκτησα χωρίς να πολεμήσω περιέρχονται σε σας· και η Κοίλη Συρία και η Παλαιστίνη και η Μεσοποταμία είναι δικές σας κτήσεις· δική σας η Βαβυλώνα και τα Βάκτρα και τα Σούσα· δικός σας είναι ο πλούτος των Λυδών και οι θησαυροί των Περσών και τα αγαθά της Ινδίας και η έξω θάλασσα. Εσείς σατράπες, εσείς στρατηγοί, εσείς ταξίαρχοι. [7.9.9] Ώστε ύστερα από τόσους κόπους τί απομένει σε μένα τον ίδιο εκτός από αυτήν εδώ την πορφύρα και αυτό το στέμμα; Δεν έχω κρατήσει τίποτε για τον εαυτό μου ούτε μπορεί κανένας να αποδείξει ότι έχω δικούς μου θησαυρούς εκτός από αυτά, τα οποία είναι δικά σας πράγματα ή όσα φυλάγονται για σας. Ούτε άλλωστε έχω λόγους να φυλάγω για τον εαυτό μου θησαυρούς, εφόσον τρώγω την ίδια με σας τροφή και κοιμάμαι όπως και σεις, αν και νομίζω ότι δεν τρώγω ούτε τα ίδια φαγητά με όσους από σας ζούνε στη χλιδή. Και ξέρω καλά ότι μένω άγρυπνος για χάρη σας, ώστε να μπορείτε εσείς να κοιμάσθε ήσυχοι.