Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (4.113.1-4.116.3)

[4.113.1] Τῶν δὲ Τορωναίων γιγνομένης τῆς ἁλώσεως τὸ μὲν πολὺ οὐδὲν εἰδὸς ἐθορυβεῖτο, οἱ δὲ πράσσοντες καὶ οἷς ταῦτα ἤρεσκε μετὰ τῶν ἐσελθόντων εὐθὺς ἦσαν. [4.113.2] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι (ἔτυχον γὰρ ἐν τῇ ἀγορᾷ ὁπλῖται καθεύδοντες ὡς πεντήκοντα) ἐπειδὴ ᾔσθοντο, οἱ μέν τινες ὀλίγοι διαφθείρονται ἐν χερσὶν αὐτῶν, τῶν δὲ λοιπῶν οἱ μὲν πεζῇ, οἱ δὲ ἐς τὰς ναῦς, αἳ ἐφρούρουν δύο, καταφυγόντες διασῴζονται ἐς τὴν Λήκυθον τὸ φρούριον, ὃ εἶχον αὐτοὶ καταλαβόντες, ἄκρον τῆς πόλεως ἐς τὴν θάλασσαν ἀπειλημμένον ἐν στενῷ ἰσθμῷ. [4.113.3] κατέφυγον δὲ καὶ τῶν Τορωναίων ἐς αὐτοὺς ὅσοι ἦσαν σφίσιν ἐπιτήδειοι. [4.114.1] γεγενημένης δὲ ἡμέρας ἤδη καὶ βεβαίως τῆς πόλεως ἐχομένης ὁ Βρασίδας τοῖς μὲν μετὰ τῶν Ἀθηναίων Τορωναίοις καταπεφευγόσι κήρυγμα ἐποιήσατο τὸν βουλόμενον ἐπὶ τὰ ἑαυτοῦ ἐξελθόντα ἀδεῶς πολιτεύειν, τοῖς δὲ Ἀθηναίοις κήρυκα προσπέμψας ἐξιέναι ἐκέλευεν ἐκ τῆς Ληκύθου ὑποσπόνδους καὶ τὰ ἑαυτῶν ἔχοντας ὡς οὔσης Χαλκιδέων. [4.114.2] οἱ δὲ ἐκλείψειν μὲν οὐκ ἔφασαν, σπείσασθαι δὲ σφίσιν ἐκέλευον ἡμέραν τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι. ὁ δὲ ἐσπείσατο δύο. ἐν ταύταις δὲ αὐτός τε τὰς ἐγγὺς οἰκίας ἐκρατύνατο καὶ Ἀθηναῖοι τὰ σφέτερα. [4.114.3] καὶ ξύλλογον τῶν Τορωναίων ποιήσας ἔλεξε τοῖς ἐν τῇ Ἀκάνθῳ παραπλήσια, ὅτι οὐ δίκαιον εἴη οὔτε τοὺς πράξαντας πρὸς αὐτὸν τὴν λῆψιν τῆς πόλεως χείρους οὐδὲ προδότας ἡγεῖσθαι (οὐ γὰρ ἐπὶ δουλείᾳ οὐδὲ χρήμασι πεισθέντας δρᾶσαι τοῦτο, ἀλλ᾽ ἐπὶ ἀγαθῷ καὶ ἐλευθερίᾳ τῆς πόλεως) οὔτε τοὺς μὴ μετασχόντας οἴεσθαι μὴ τῶν αὐτῶν τεύξεσθαι· ἀφῖχθαι γὰρ οὐ διαφθερῶν οὔτε πόλιν οὔτε ἰδιώτην οὐδένα. [4.114.4] τὸ δὲ κήρυγμα ποιήσασθαι τούτου ἕνεκα τοῖς παρ᾽ Ἀθηναίους καταπεφευγόσιν, ὡς ἡγούμενος οὐδὲν χείρους τῇ ἐκείνων φιλία· οὐδ᾽ ἂν σφῶν πειρασαμένους αὐτοὺς [τῶν Λακεδαιμονίων] δοκεῖν ἧσσον, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον, ὅσῳ δικαιότερα πράσσουσιν, εὔνους ἂν σφίσι γενέσθαι, ἀπειρίᾳ δὲ νῦν πεφοβῆσθαι. [4.114.5] τούς τε πάντας παρασκευάζεσθαι ἐκέλευεν ὡς βεβαίους τε ἐσομένους ξυμμάχους καὶ τὸ ἀπὸ τοῦδε ἤδη ὅτι ἂν ἁμαρτάνωσιν αἰτίαν ἕξοντας· τὰ δὲ πρότερα οὐ σφεῖς ἀδικεῖσθαι, ἀλλ᾽ ἐκείνους μᾶλλον ὑπ᾽ ἄλλων κρεισσόνων, καὶ ξυγγνώμην εἶναι εἴ τι ἠναντιοῦντο. [4.115.1] καὶ ὁ μὲν τοιαῦτα εἰπὼν καὶ παραθαρσύνας διελθουσῶν τῶν σπονδῶν τὰς προσβολὰς ἐποιεῖτο τῇ Ληκύθῳ· οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἠμύνοντό τε ἐκ φαύλου τειχίσματος καὶ ἀπ᾽ οἰκιῶν ἐπάλξεις ἐχουσῶν, [4.115.2] καὶ μίαν μὲν ἡμέραν ἀπεκρούσαντο· τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ μηχανῆς μελλούσης προσάξεσθαι αὐτοῖς ἀπὸ τῶν ἐναντίων, ἀφ᾽ ἧς πῦρ ἐνήσειν διενοοῦντο ἐς τὰ ξύλινα παραφράγματα, καὶ προσιόντος ἤδη τοῦ στρατεύματος, ᾗ ᾤοντο μάλιστα αὐτοὺς προσκομιεῖν τὴν μηχανὴν καὶ ἦν ἐπιμαχώτατον, πύργον ξύλινον ἐπ᾽ οἴκημα ἀντέστησαν, καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν καὶ λίθους μεγάλους, ἄνθρωποί τε πολλοὶ ἀνέβησαν. [4.115.3] τὸ δὲ οἴκημα λαβὸν μεῖζον ἄχθος ἐξαπίνης κατερράγη καὶ ψόφου πολλοῦ γενομένου τοὺς μὲν ἐγγὺς καὶ ὁρῶντας τῶν Ἀθηναίων ἐλύπησε μᾶλλον ἢ ἐφόβησεν, οἱ δὲ ἄπωθεν, καὶ μάλιστα οἱ διὰ πλείστου, νομίσαντες ταύτῃ ἑαλωκέναι ἤδη τὸ χωρίον, φυγῇ ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὰς ναῦς ὥρμησαν. [4.116.1] καὶ ὁ Βρασίδας ὡς ᾔσθετο αὐτοὺς ἀπολείποντάς τε τὰς ἐπάλξεις καὶ τὸ γιγνόμενον ὁρῶν, ἐπιφερόμενος τῷ στρατῷ εὐθὺς τὸ τείχισμα λαμβάνει, καὶ ὅσους ἐγκατέλαβε διέφθειρεν. [4.116.2] καὶ οἱ μὲν Ἀθηναῖοι τοῖς τε πλοίοις καὶ ταῖς ναυσὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ ἐκλιπόντες τὸ χωρίον ἐς Παλλήνην διεκομίσθησαν· ὁ δὲ Βρασίδας (ἔστι γὰρ ἐν τῇ Ληκύθῳ Ἀθηνᾶς ἱερόν, καὶ ἔτυχε κηρύξας, ὅτε ἔμελλε προσβαλεῖν, τῷ ἐπιβάντι πρώτῳ τοῦ τείχους τριάκοντα μνᾶς ἀργυρίου δώσειν) νομίσας ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ ἢ ἀνθρωπείῳ τὴν ἅλωσιν γενέσθαι, τάς τε τριάκοντα μνᾶς τῇ θεῷ ἀπέδωκεν ἐς τὸ ἱερὸν καὶ τὴν Λήκυθον καθελὼν καὶ ἀνασκευάσας τέμενος ἀνῆκεν ἅπαν. [4.116.3] καὶ ὁ μὲν τὸ λοιπὸν τοῦ χειμῶνος ἅ τε εἶχε τῶν χωρίων καθίστατο καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπεβούλευεν· καὶ τοῦ χειμῶνος διελθόντος ὄγδοον ἔτος ἐτελεύτα τῷ πολέμῳ.

[4.113.1] Ενώ χανόταν έτσι η πολιτεία τους, οι περισσότεροι από τους Τορωναίους, που δεν ήξεραν τίποτε, ήσαν σε μεγάλη ταραχή. Αλλά εκείνοι που ήσαν συνεννοημένοι με τον Βρασίδα και όσοι τον συμπαθούσαν, είχαν ενωθεί αμέσως μαζί του. [4.113.2] Από τους Αθηναίους πενήντα οπλίτες κοιμόνταν στην αγορά, και όταν κατάλαβαν τί γίνεται, μερικοί αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι σώθηκαν πηγαίνοντας στο φρούριο της Ληκύθου, είτε πεζή είτε με τα δυο καράβια που φρουρούσαν την Τορώνη. Η Λήκυθος είναι φρούριο που το είχαν οι Αθηναίοι και βρίσκεται επάνω σε ακρωτήρι που το συνδέει με την Τορώνη ένας στενός ισθμός. [4.113.3] Εκεί κατάφυγαν και όσοι Τορωναίοι ήσαν οπαδοί των Αθηναίων.
[4.114.1] Όταν ξημέρωσε εντελώς και ο Βρασίδας είχε στο μεταξύ ασφαλίσει την κατοχή της πολιτείας, έστειλε μήνυμα στους Τορωναίους που είχαν καταφύγει κοντά στους Αθηναίους, λέγοντάς τους ότι, όποιος ήθελε, μπορούσε άφοβα να γυρίσει στην πολιτεία και να διατηρήσει όλα τα πολιτικά του δικαιώματα. Έστειλε άλλον κήρυκα στους Αθηναίους και τους παράγγειλε να φύγουν από την Λήκυθο που ανήκει στους Χαλκιδείς. Θα τους άφηνε να φύγουν αποκομίζοντας και τα πράγματά τους. [4.114.2] Οι Αθηναίοι αποκρίθηκαν ότι δεν θα φύγουν και ζήτησαν μιας ημέρας ανακωχή, για να σηκώσουν τους νεκρούς. Ο Βρασίδας τους έδωσε δυο μέρες. Στο διάστημα αυτό οχύρωσε τα σπίτια που ήσαν κοντά στην Λήκυθο, ενώ οι Αθηναίοι οχύρωσαν και αυτοί τις θέσεις τους. [4.114.3] Συγκάλεσε και τον λαό της Τορώνης και τους μίλησε, λέγοντας, περίπου, τα όσα είχε πει στην Άκανθο, ότι, δηλαδή, δεν θα ήταν δίκαιο να θεωρήσουν προδότες ή κακούς πολίτες εκείνους που είχαν συνεννοηθεί μαζί του για να τον βοηθήσουν να κυριέψει την πολιτεία τους, αφού δεν είχαν ενεργήσει ούτε για να υποδουλώσουν την πολιτεία ούτε επειδή είχαν δωροδοκηθεί, αλλά για να την απελευθερώσουν και για να την ωφελήσουν. Είπε ότι δεν έπρεπε ούτε καν να νομίσουν ότι δεν θα μεταχειριζόταν με τον ίδιο τρόπο όσους δεν είχαν συμπράξει μαζί του. Δεν είχε έρθει για να καταστρέψει την πολιτεία ούτε για να βλάψει κανένα ιδιώτη. [4.114.4] Γι᾽ αυτόν τον λόγο είχε στείλει, είπε, και το μήνυμα στους Τορωναίους οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Λήκυθο. Δεν τους θεωρούσε κακούς πολίτες επειδή ήσαν φίλοι των Αθηναίων. Πρόσθεσε ότι, τώρα που θα δοκίμαζαν την φιλία των Λακεδαιμονίων, θα τους εκτιμούσαν πολύ περισσότερο από τους Αθηναίους, γιατί η συμπεριφορά τους θα ήταν πολύ δικαιότερη. Τώρα, βέβαια, τους φοβόνταν επειδή δεν τους ήξεραν. [4.114.5] Τους είπε πως έπρεπε να θεωρούν ότι η Τορώνη είναι τώρα πια βέβαιος σύμμαχος των Λακεδαιμονίων και ότι από τότε και ύστερα όσοι αντιδρούν θα θεωρούνται ένοχοι. Όσο για το παρελθόν, είπε, οι Λακεδαιμόνιοι δεν θεωρούν ότι οι Τορωναίοι τους είχαν βλάψει, αλλά μάλλον ότι είχαν αδικηθεί από άλλους πιο δυνατούς και γι᾽ αυτό τους συγχωρούν για ό,τι έκαναν εναντίον τους.
[4.115.1] Αυτά τους είπε για να τους ενθαρρύνει και όταν πέρασε η προθεσμία της ανακωχής άρχισε την επίθεση εναντίον της Ληκύθου. Οι Αθηναίοι αμύνονταν και από το τείχος που ήταν σε κακή κατάσταση και από σπίτια που είχαν οχυρώσει. [4.115.2] Την πρώτη μέρα κατόρθωσαν ν᾽ αποκρούσουν τις επιθέσεις. Την επομένη, όμως, οι εχθροί ετοιμάζονταν να φέρουν κοντά στο τείχος πολιορκητική μηχανή με την οποία σκόπευαν να βάλουν φωτιά στα σημεία όπου το τείχος είχε επισκευαστεί με ξύλινες κατασκευές. Πλησίαζε κιόλας ο στρατός στο σημείο όπου οι Αθηναίοι νόμιζαν ότι θα έφερναν την μηχανή και το οποίο ήταν ευπρόσβλητο, και στο ίδιο σημείο έχτισαν κι αυτοί, στην στέγη ενός σπιτιού, έναν ξύλινο πύργο όπου ανέβασαν μεγάλες πέτρες, πολλά σταμνιά και πιθάρια γεμάτα νερό. Ανέβηκαν και πολλοί στρατιώτες. [4.115.3] Το σπίτι δεν άντεξε στο ξαφνικό βάρος και γκρεμίστηκε με μεγάλο κρότο. Οι Αθηναίοι που ήσαν σ᾽ εκείνο το σημείο, ένιωσαν περισσότερη στενοχώρια παρά φόβο, αλλά εκείνοι που ήσαν μακρύτερα και μάλιστα όσοι ήσαν σε μεγάλη απόσταση, νόμισαν ότι κυριεύτηκε το τείχος στο σημείο εκείνο και όρμησαν να φύγουν στην θάλασσα και τα καράβια.
[4.116.1] Ο Βρασίδας, μόλις κατάλαβε ότι εγκαταλείπουν το τείχος και είδε τί γινόταν, έκανε έφοδο με τον στρατό και κυρίεψε αμέσως το τείχος. Όσους Αθηναίους πρόφτασε, τους σκότωσε. [4.116.2] Έτσι έχασαν οι Αθηναίοι την Λήκυθο. Μπήκαν σ᾽ εμπορικά και πολεμικά καράβια και πήγαν στην Παλλήνη. Στην Λήκυθο υπήρχε ναός της Αθηνάς και ο Βρασίδας, όταν είχε διατάξει την έφοδο, είχε τάξει τριάντα μνες ασήμι στον στρατιώτη που θ᾽ ανέβαινε πρώτος στο τείχος. Θεώρησε, όμως, ότι το μέρος κυριεύτηκε από ανώτερη και όχι από ανθρώπινη δύναμη. Δώρισε, λοιπόν, τις τριάντα μνες στον ναό, κατεδάφισε την Λήκυθο και, αφού διαρρύθμισε το μέρος, το αφιέρωσε ολόκληρο στην Θεά. [4.116.3] Τον υπόλοιπο χειμώνα τον πέρασε οργανώνοντας τις πολιτείες που είχε κυριέψει και ετοιμάζοντας σχέδια για να κυριέψει άλλες. Με τον χειμώνα αυτόν τέλειωσε ο όγδοος χρόνος του πολέμου.