Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (44-46)

Εἶἑν, ταῦτα ἡμῖν δεδόχθω καὶ ἀνδρικῶς ἐμμένωμεν αὐτοῖς. [45] πλὴν ἀλλὰ περὶ πολλοῦ ἂν ἐποιησάμην ἅπασι γνώριμά πως ταῦτα γενέσθαι, διότι ὑπερπλουτῶ· ἀγχόνη γὰρ ἂν τὸ πρᾶγμα γένοιτο αὐτοῖς. καίτοι τί τοῦτο; φεῦ τοῦ τάχους. πανταχόθεν συνθέουσιν κεκονιμένοι καὶ πνευστιῶντες, οὐκ οἶδα ὅθεν ὀσφραινόμενοι τοῦ χρυσίου. πότερον οὖν ἐπὶ τὸν πάγον τοῦτον ἀναβὰς ἀπελαύνω αὐτοὺς τοῖς λίθοις ἐξ ὑπερδεξίων ἀκροβολιζόμενος, ἢ τό γε τοσοῦτον παρανομήσομεν εἰσάπαξ αὐτοῖς ὁμιλήσαντες, ὡς πλέον ἀνιῷντο ὑπερορώμενοι; τοῦτο οἶμαι καὶ ἄμεινον. ὥστε δεχώμεθα ἤδη αὐτοὺς ὑποστάντες. φέρε ἴδω, τίς ὁ πρῶτος αὐτῶν οὗτός ἐστι; Γναθωνίδης ὁ κόλαξ, ὁ πρῴην ἔρανον αἰτήσαντί μοι ὀρέξας τὸν βρόχον, πίθους ὅλους παρ᾽ ἐμοὶ πολλάκις ἐμημεκώς. ἀλλ᾽ εὖ γε ἐποίησεν ἀφικόμενος· οἰμώξεται γὰρ πρὸ τῶν ἄλλων.
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
[46] Οὐκ ἐγὼ ἔλεγον ὡς οὐκ ἀμελήσουσι Τίμωνος ἀγαθοῦ ἀνδρὸς οἱ θεοί; χαῖρε Τίμων εὐμορφότατε καὶ ἥδιστε καὶ συμποτικώτατε.
ΤΙΜΩΝ
Νὴ καὶ σύ γε, ὦ Γναθωνίδη, γυπῶν ἁπάντων βορώτατε καὶ ἀνθρώπων ἐπιτριπτότατε.
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Ἀεὶ φιλοσκώμμων σύ γε. ἀλλὰ ποῦ τὸ συμπόσιον; ὡς καινόν τί σοι ᾆσμα τῶν νεοδιδάκτων διθυράμβων ἥκω κομίζων.
ΤΙΜΩΝ
Καὶ μὴν ἐλεγεῖά γε ᾄσῃ μάλα περιπαθῶς ὑπὸ ταύτῃ τῇ δικέλλῃ.
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Τί τοῦτο; παίεις, ὦ Τίμων; μαρτύρομαι· ὦ Ἡράκλεις, ἰοὺ ἰού, προκαλοῦμαί σε τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον.
ΤΙΜΩΝ
Καὶ μὴν ἄν γε μικρὸν ἐπιβραδύνῃς, φόνου τάχα προκεκλήσομαι.
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Μηδαμῶς· ἀλλὰ σύ γε πάντως τὸ τραῦμα ἴασαι μικρὸν ἐπιπάσας τοῦ χρυσίου· δεινῶς γὰρ ἴσχαιμόν ἐστι τὸ φάρμακον.
ΤΙΜΩΝ
Ἔτι γὰρ μένεις;
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Ἄπειμι· σὺ δὲ οὐ χαιρήσεις οὕτω σκαιὸς ἐκ χρηστοῦ γενόμενος.

Πολύ καλά. Αυτά ας έχουμε αποφασισμένα και αντρίκεια πιστοί ας μείνουμε σε τούτα. [45] Πάρα πολύ θα ᾽θελα ωστόσο σε όλους να γίνουν αυτά κάπως γνωστά, ότι δηλαδή είμαι ζάπλουτος. Γιατί αυτό το πράγμα θα τους γινόταν θηλιά στο λαιμό. Μα τί είναι τούτο; πω, πω τί βιασύνη!

(Καταφθάνουν οι κόλακες και πρώτος ο Γναθωνίδης, πολύ διαχυτικός).
Από παντού τρέχουν σκονισμένοι και λαχανιασμένοι, γιατί μυρίστηκαν, δεν ξέρω από πού, το χρυσάφι. Τί να κάνω λοιπόν, να ανέβω σ᾽ αυτόν το βράχο και να τους διώξω με τις πέτρες χτυπώντας τους από ψηλά ή θα είναι μεγάλη η παράβαση να τους μιλήσουμε για μια φορά και μόνο, να πικραθούν ακόμα πιο πολύ, που περιφρονούνται; Αυτό είναι νομίζω το καλύτερο. Ώστε λοιπόν ας τους υποδεχτούμε τηρώντας τη θέση μας. Για να δω, ποιός είναι αυτός ο πρώτος; Ο Γναθωνίδης ο κόλακας, που προχθές, όταν του ζήτησα μια χάρη, μου πέταξε το βρόχο και ας είχε ξεράσει πιθάρια ολόκληρα κρασί πολλές φορές στο σπίτι μου. Μα έκανε καλά και ήρθε, θα βογκήξει πριν από τους άλλους.
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
[46] Δεν το ᾽λεγα εγώ πως οι θεοί δε θα παραμελήσουν τον Τίμωνα, έναν καλό άνθρωπο; Γεια και χαρά, Τίμων, ομορφάνθρωπε, γλυκύτατε και ανοιχτόκαρδε.
ΤΙΜΩΝ
Χαίρε και συ, Γναθωνίδη, πιο αχόρταγε απ᾽ όλους τους γύπες και πιο δόλιε απ᾽ όλους τους ανθρώπους.
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Πάντα σού αρέσει να περιπαίζεις. Μα πού είναι το συμπόσιο; Σου φέρνω ένα καινούριο τραγούδι, από τους διθυράμβους που τελευταία παρουσιάστηκαν.
ΤΙΜΩΝ
Πραγματικά κάτω απ᾽ αυτό το δικέλλι θα τραγουδήσεις ελεγείες με πολύ πάθος.
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Τί είναι αυτό; Τίμων, χτυπάς; Να είστε μάρτυρες· ω Ηρακλή, όχου όχου, θα σε καταγγείλω στον Άρειο Πάγο για τραυματισμό.
ΤΙΜΩΝ
Λίγο αν βραδύνεις, χωρίς άλλο θα κατηγορηθώ για φόνο.
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Όχι, όχι μα γιάτρεψε τουλάχιστον την πληγή μου, πασπαλίζοντας επάνω λίγο χρυσάφι, είναι φοβερά αιμοστατικό αυτό το φάρμακο.
ΤΙΜΩΝ
Ακόμη εδώ είσαι;
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Θα φύγω. Κι εσύ όμως δε θα καλοπεράσεις, που από καλός άνθρωπος τόσο σκληρός έχεις γίνει.