Του γονιού την καρδιά σπάραξε η λύπη, [στρ. γ]
παράξενη έγνοια μπήκε μες στο νου
και δίκοπο μαχαίρι
μελέτησε στο στήθος του να μπήξει·
μα οι δορυφόροι
90με λόγια μαλακά τον συγκρατούσαν
ή και με το στανιό. Οι τρελές κοπέλες
αλήτευαν σωστούς δεκατρείς μήνες
στο λόγγο το βαθίσκιωτο,
και στην προβατοθρόφα γη
την Αρκαδία τριγύριζαν.
Έφτασε τέλος ο γονιός
κοντά στο Λούσο ποταμό· παίρνει νερό απ᾽ το ρέμα
τ᾽ όμορφο εκείνο, νίβεται, και προς του αρματοδρόμου
ήλιου τη λάμψη υψώνοντας τα χέρια δέηση κάνει·
τη γελαδόματη Άρτεμη ικετεύει,
κόρη κυράς κρεμεζομαντιλούσας, [αντ. γ]
100απ᾽ την καταραμένη αυτή μανία,
που τα μυαλά ταράζει,
τα δύστυχα παιδιά του να λυτρώσει.
«Και είκοσι βόδια
θυσία εγώ, θεά, θα σου προσφέρω,
κοκκίνηδες, και που άζευτα είναι ακόμα.»
Η θυγατέρα του ύψιστου πατέρα,
η αγριμοφόνισσα θεά,
άκουσε αυτή την προσευχή·
κάνει της Ήρας την καρδιά
κι απ᾽ τη μανία την άθεη
110τις νέες γιατρεύει· τότε αυτές, οι ανθοστεφανωμένες,
γρήγορα για την Άρτεμη μετόχι ξεχωρίζουν,
στήνουν βωμό, τον βάφουνε με αίμα πολλών προβάτων
και γυναικείους χορούς για κείνη ορίζουν.
Απ᾽ τον τόπο αυτόν κατόπι, [επωδ. γ]
ω χρυσή λαών αφέντρα,
σε μια πόλη αλογοθρόφα
πολεμόχαρους συνόδεψες Αχαιούς·
ναι, στο Μεταπόντιο
μένεις τώρα, κι η ευτυχία εδρεύει εκεί·
πλάι στα ωραία νερά του Κάσα
άλσος έκαμαν για σε λαχταριστό
οι λαμπροί αρχηγοί γυρνώντας απ᾽ την Τροία·
120με τους γιους τους χαλκαρμάτωτους του Ατρέα
είχαν πάει κι αυτοί και πάτησαν το κάστρο
το καλόχτιστο του Πρίαμου με καιρό,
των μακάριων όταν τ᾽ όρισε η βουλή.
Όποιος δίκια και σωστά να κρίνει θέλει,
μες στο πέρασμα όλων θά βρει των καιρών
χίλιες μύριες των Αχαιών αντραγαθίες.
|