14. Ο ΒΡΑΔΥΝΟΥΣ [14.1] [Η βραδύνοια είναι, για να την ορίσουμε, μια νωθρότητα της ψυχής στα λόγια και τις πράξεις,] [14.2] ενώ ο βραδύνους το είδος του ανθρώπου που, αφού κάνει έναν υπολογισμό χρησιμοποιώντας λιθαράκια και βρει το άθροισμα, ρωτά κατόπιν τον διπλανό του: «Πόσο μας κάνει;» [14.3] Όταν είναι κατηγορούμενος σε δίκη και πρόκειται να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, το ξεχνά και πάει στην εξοχή. [14.4] Όταν είναι θεατής στο θέατρο, πέφτει σε ύπνο κι απομένει μόνος του. [14.5] Αν έχει φάει πολύ, σηκώνεται τη νύχτα να πάει στο μέρος και τον δαγκώνει το σκυλί του γείτονα. [14.6] Αν αποκτήσει κάτι και το αποθέσει ο ίδιος σε κάποιο σημείο, το ψάχνει και δεν μπορεί να το βρει. [14.7] Σ᾽ αυτόν που του αναγγέλλει ότι πέθανε κάποιος από τους φίλους του, για να παρευρεθεί στην κηδεία, λέει σκυθρωπιάζοντας και δακρύζοντας: «Η ώρα η καλή». [14.8] Είναι ικανός να πάρει μαζί του μάρτυρες, όταν είναι να εισπράξει χρήματα που του οφείλονται. [14.9] Ενώ είναι χειμώνας, μαλώνει με το δούλο του, γιατί δεν του αγόρασε αγγούρια. [14.10] Αναγκάζοντας τα παιδιά του να παλέψουν μαζί του και να τρέξουν, τα κάνει να εξαντληθούν. [14.11] Όταν μαγειρεύει ο ίδιος φακή στην ύπαιθρο, ρίχνει δυο φορές στη χύτρα αλάτι και κάνει τη σούπα να μην τρώγεται. [14.12] Όταν βρέχει ο Δίας, αυτός λέει «μοσχοβολούν τα άστρα», ενώ οι άλλοι λένε «μοσχοβολά η γη». [14.13] Αν του πει κάποιος «Πόσοι και πόσοι νεκροί δεν πέρασαν τις Ιερές Πύλες για να ταφούν!», εκείνος του απαντά: «Μακάρι να είχαμε κι εγώ κι εσύ τόσους».
|