Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Θεογονία (729-774)

ἔνθα θεοὶ Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ ἠερόεντι
730 κεκρύφαται βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο,
χώρῳ ἐν εὐρώεντι, πελώρης ἔσχατα γαίης.
τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, θύρας δ᾽ ἐπέθηκε Ποσειδέων
χαλκείας, τεῖχος δ᾽ ἐπελήλαται ἀμφοτέρωθεν.
[ἔνθα Γύγης Κόττος τε καὶ Ὀβριάρεως μεγάθυμος
735 ναίουσιν, φύλακες πιστοὶ Διὸς αἰγιόχοιο.
ἔνθα δὲ γῆς δνοφερῆς καὶ ταρτάρου ἠερόεντος
πόντου τ᾽ ἀτρυγέτοιο καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἑξείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ᾽ ἔασιν,
ἀργαλέ᾽ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ·
740 χάσμα μέγ᾽, οὐδέ κε πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
οὖδας ἵκοιτ᾽, εἰ πρῶτα πυλέων ἔντοσθε γένοιτο,
ἀλλά κεν ἔνθα καὶ ἔνθα φέροι πρὸ θύελλα θυέλλης
ἀργαλέη· δεινὸν δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι.]
[τοῦτο τέρας· καὶ Νυκτὸς ἐρεμνῆς οἰκία δεινὰ
745 ἕστηκεν νεφέλῃς κεκαλυμμένα κυανέῃσι.]
τῶν πρόσθ᾽ Ἰαπετοῖο πάις ἔχει οὐρανὸν εὐρὺν
ἑστηὼς κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσιν
ἀστεμφέως, ὅθι Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι
ἀλλήλας προσέειπον ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν
750 χάλκεον· ἡ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἡ δὲ θύραζε
ἔρχεται, οὐδέ ποτ᾽ ἀμφοτέρας δόμος ἐντὸς ἐέργει,
ἀλλ᾽ αἰεὶ ἑτέρη γε δόμων ἔκτοσθεν ἐοῦσα
γαῖαν ἐπιστρέφεται, ἡ δ᾽ αὖ δόμου ἐντὸς ἐοῦσα
μίμνει τὴν αὐτῆς ὥρην ὁδοῦ, ἔστ᾽ ἂν ἵκηται·
755 ἡ μὲν ἐπιχθονίοισι φάος πολυδερκὲς ἔχουσα,
ἡ δ᾽ Ὕπνον μετὰ χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο,
Νὺξ ὀλοή, νεφέλῃ κεκαλυμμένη ἠεροειδεῖ.
ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί᾽ ἔχουσιν,
Ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί· οὐδέ ποτ᾽ αὐτοὺς
760 Ἠέλιος φαέθων ἐπιδέρκεται ἀκτίνεσσιν
οὐρανὸν εἰσανιὼν οὐδ᾽ οὐρανόθεν καταβαίνων.
τῶν ἕτερος μὲν γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
ἥσυχος ἀνστρέφεται καὶ μείλιχος ἀνθρώποισι,
τοῦ δὲ σιδηρέη μὲν κραδίη, χάλκεον δέ οἱ ἦτορ
765 νηλεὲς ἐν στήθεσσιν· ἔχει δ᾽ ὃν πρῶτα λάβῃσιν
ἀνθρώπων· ἐχθρὸς δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
ἔνθα θεοῦ χθονίου πρόσθεν δόμοι ἠχήεντες
[ἰφθίμου τ᾽ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης]
ἑστᾶσιν, δεινὸς δὲ κύων προπάροιθε φυλάσσει,
770 νηλειής, τέχνην δὲ κακὴν ἔχει· ἐς μὲν ἰόντας
σαίνει ὁμῶς οὐρῇ τε καὶ οὔασιν ἀμφοτέροισιν,
ἐξελθεῖν δ᾽ οὐκ αὖτις ἐᾷ πάλιν, ἀλλὰ δοκεύων
ἐσθίει, ὅν κε λάβῃσι πυλέων ἔκτοσθεν ἰόντα.
[ἰφθίμου τ᾽ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης.]

Εκεί οι θεοί Τιτάνες, κάτω απ᾽ το νεφελώδη ζόφο,
730είναι κρυμμένοι μ᾽ απόφαση του Δία που τα σύννεφα μαζεύει,
σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης.
Έξοδο αποκεί δεν έχουν: χάλκινες θύρες ο Ποσειδώνας
έβαλε από πάνω τους και τείχος κι από τις δυο μεριές τούς ζώνει.
[Εκεί μένουν ο Κόττος, ο Γύγης κι ο μεγαλόψυχος Βριάρεως,
φύλακες του Δία πιστοί που την αιγίδα του βαστάει.
Εκεί της ζοφερής της γης, του νεφελώδη Τάρταρου,
του πόντου του ατρύγητου και τ᾽ ουρανού του έναστρου
είναι στη σειρά οι πηγές και τα πέρατα όλων,
πικρά και μουχλιασμένα, που κι θεοί μισούνε.
740Χάσμα μεγάλο που και σ᾽ ένα ολόκληρο έτος, αυτό που φέρνει των καρπών τ᾽ ωρίμασμα,
δε θα ᾽φτανες μέχρι τον πυθμένα του —αν πρώτα πέρναγες μέσα από τις πύλες—
μα εδώ κι εκεί θα σε παρέσερνε η μια πάνω στην άλλη η φοβερή η θύελλα.
Είναι φοβερό και για τους αθάνατους θεούς ακόμα.]
[Πράγμα παράδοξο αυτό. Και τρομερή η οικία της σκοτεινής της Νύχτας
στέκει εκεί με μαύρες νεφέλες καλυμμένη.]
Μπροστά απ᾽ αυτές ο γιος του Ιαπετού όρθιος τον πλατύ ουρανό
βαστά με το κεφάλι και τα ακάματα τα χέρια του
ακλόνητος, στο μέρος που ζυγώνουνε η Νύχτα και η Ημέρα
κι η μια την άλλη χαιρετούν καθώς περνούν το χάλκινο κατώφλι
750το μεγάλο: η μία μες στην οικία κατεβαίνει κι η άλλη βγαίνει έξω
και ποτέ δεν τις κρατά το σπίτι εντός του και τις δυο μαζί,
μα πάντα η μια απ᾽ τις δυο έξω απ᾽ το σπίτι
κυκλογυρνά τη γη, ενώ η άλλη μες στο σπίτι
μέχρι να φτάσει η ώρα της δικής της πορείας περιμένει.
Η μια κατέχει για όσους ζουν πάνω στη γη το φως που τα πάντα βλέπει,
κι η άλλη, η ολέθρια Νύχτα, έχει στα χέρια της τον Ύπνο,
τον αδερφό του Θανάτου, με ομιχλώδη νεφέλη καλυμμένη.
Εκεί και τα παιδιά της σκοτεινής της Νύχτας σπίτι έχουνε,
ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί. Ποτέ αυτούς
760ο Ήλιος ο λαμπρός δεν τους κοιτά με τις ακτίνες του,
ούτε σαν ανεβαίνει, ούτε σαν κατεβαίνει από τον ουρανό.
Ο ένας απ᾽ τους δυο τη γη και την πλατιά της θάλασσας τη ράχη
ήσυχος γυρνά και στους ανθρώπους ήπιος,
ενώ του άλλου σιδερένια η καρδιά και χάλκινη η ψυχή
ανελέητη στα στήθια του είναι. Κι όποιον απ᾽ τους ανθρώπους πάρει
τον κρατά. Και είναι μισητός και στους αθάνατους θεούς ακόμα.
Εκεί μπροστά και του χθονίου θεού το ηχηρό το σπίτι,
[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης,]
στέκεται, και σκύλος σκληρός από εμπρός φυλάγει,
770ανελέητος, και ένα τέχνασμα κακό κατέχει:
σε όσους έρχονται κουνάει την ουρά και τα δυο του αυτιά συνάμα,
μα δεν αφήνει έξω να βγούνε πάλι, αλλά παραμονεύει
και καταβροχθίζει όποιον τυχόν θα πιάσει να βγαίνει έξω από τις πύλες
[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης.]