ΚΡΕ. (στον Κορυφαίο)
Μα άκουσε αυτό που θα σου πω· πως το μεγάλο πείσμα,
αυτό πρωτοσωριάζεται· και το σκληρό τ᾽ ατσάλι,
που το παράψησε η φωτιά, σαν το γυαλί ραγίζει.
Και τ᾽ αγριότερα άλογα, μικρό χαλιναράκι
βάζει σε τάξη. Και ποτές εκείνος που ᾽ναι δούλος
480δεν πρέπει να ᾽ν᾽ περήφανος. Μα ετούτη εδώ, και τότε
με πρόσβαλε, που πάτησε τον νόμο που ᾽χα βγάλει·
και τώρα κι άλλη προσβολή, για δαύτο να παινιέται
και να γελά που το ᾽καμε. Τότε δεν είμαι κι άντρας,
αλλ᾽ είναι αυτή, σα μείνουνε με δίχως τιμωρία
τέτοιες παρανομίες της. Αλλ᾽ είτε είν᾽ ανεψιά μου
είτε και πιο συγγένισσα κι απ᾽ όλους τους δικούς μου
που του σπιτιού ο θεός κρατά, κι ετούτη κι η αδερφή της
κακό θα βρούνε ριζικό. Γιατί βέβαια κι εκείνην
490κατηγορώ για την ταφή. Κι εδώ φωνάξετέ την.
Την είδα μέσα και προτού κι ήταν σα λυσσιασμένη·
Δεν ήξερε τί έκανε. Γιατί συχνά η ψυχή τους,
αυτών που μηχανεύουνε κακά μες στο σκοτάδι,
προδίδεται μονάχη της. Αλλά μισώ προπάντων
εκείνονα, π᾽ αφού πιαστεί στα κακουργήματά του,
με λόγια τότε προσπαθεί κι αυτά να τα στολίσει.
ΑΝΤ. Γυρεύεις άλλο τίποτε, παρά να με σκοτώσεις;
ΚΡΕ. Όχι· γιατί σαν έχω αυτό, μου φαίνεται όλα τα ᾽χω.
ΑΝΤ. Τότε λοιπόν τί κάθεσαι; γιατί και δεν μ᾽ αρέσει
500κανένα από τα λόγια σου, μηδέ και θα μ᾽ αρέσει·
και τα δικά μου βέβαια στενοχωρούν εσένα.
Μα δόξα μεγαλύτερη σαν πού μπορούσα νά ᾽βρω,
παρά στον τάφο βάζοντας τον φίλτατο αδερφό μου;
Κι αυτοί, που τώρα δεν μιλούν, θα μ᾽ επαινούσαν όλοι,
ο φόβος αν δεν κράταγε τη γλώσσα τους δεμένη.
Κι είν᾽ ένα από τα προνόμια τους πὄχουν οι βασιλιάδες,
πως ό,τι θέλουνε μπορούν να λένε και να κάνουν.
|