ΚΛΥ. Και πώς θες να με μέλη για μια κόρη,
και μάλιστα σ᾽ αυτή την ηλικία,
που προσβάλλει έτσι τη μητέρα της;
Δεν παραδέχεσαι λοιπόν πως σ᾽ όλα
μπορεί χωρίς καμιά ντροπή να φτάσει;
ΗΛΕ. Ξέρε τώρα καλά πως και γω νιώθω
ντροπή γι᾽ αυτά κι αν συ δεν το πιστεύεις·
καταλαβαίνω πως το φέρσιμό μου
ούτε της ηλικίας μου είναι κι ούτε
στη θέση μου ταιριάζει· μα με βιάζει
να φέρνομαι έτσι η έχθρα που μου δείχνεις
620και τα δικά σου τα έργα, κι άθελά μου·
γιατί τα αισχρά τα παραδείγματα είναι
που μας μαθαίνουν τα αισχρά. ΚΛΥ. Ω πλάσμα
ξεδιάντροπο, εγώ βέβαια, και τα λόγια
και τα έργα τα δικά μου, που σε κάνουν
τόσα πολλά να λες. ΗΛΕ. Εσύ ᾽σαι η ίδια
που τα λες κι όχι εγώ, γιατί εσύ κάνεις
τα έργα· και τα έργα βρίσκουνε τα λόγια.
ΚΛΥ. Ναι, μα τη δέσποιν᾽ Άρτεμη, το θράσος
αυτό σου απλέρωτο, όχι, δε θα μείνει
σα θα γυρίσει ο Αίγιστος. ΗΛΕ. Το βλέπεις;
αφήνεις και σε παρασέρν᾽ η οργή σου,
αν και μου επέτρεψες να πω όσα είχα
ελεύθερα, κι ούτε ν᾽ ακούς δεν ξέρεις.
ΚΛΥ. Κι έτσι ούτε τη θυσία μου δε θ᾽ αφήσεις
630δίχως φωνές απαίσιες να προσφέρω,
γιατί σου επέτρεψα να πεις όσα είχες;
ΗΛΕ. Σ᾽ αφήνω, εμπρός, θυσίαζε, και δε θέλω
να τα ᾽χεις με το στόμα μου, γιατί
δε θα τ᾽ ανοίξω πια απ᾽ εδώ και πέρα.
ΚΛΥ. Σήκωνε τώρα εσύ λοιπόν, γυναίκα,
τις πάγκαρπές μου προσφορές, να κάμω
δέηση σ᾽ αυτόν τον κύριο και Θεό μου,
τους τρόμους πὄχω τώρα να ξορκίσει.
Φοίβε προστάτη, εισάκουσε, ικετεύω,
τα κρυμμένα τα λόγια μου, γιατί
δεν είμαι μες σε φίλους κι ουδέ πρέπει
640να ξεσκεπάσω όλα στο φως, όσο είναι
μπροστά κι αυτή, μην πάει κι από κακία
σ᾽ όλη την πόλη με φωνές κι αντάρες
σπείρει ψεύτικες φήμες· μ᾽ άκουσέ μου
κι έτσι, γιατί κι εγώ έτσι θα μιλήσω.
Αν η οπτασία που είδα αυτή τη νύχτα,
σ᾽ όνειρ᾽ αμφίβολα, ήταν για καλό,
δώσ᾽ να μου στρέξει, Λύκειε βασιλιά μου·
μ᾽ αν για κακό, κάμε που στο κεφάλι
να πέσει των εχθρών· κι αν απ᾽ τα πλούτη
τα τωρινά μου να με βγάλουν κάποιοι
κρυφά σχεδιάζουν, μην τους το επιτρέψεις·
650μα είθ᾽ έτσι πάντα να περνά η ζωή μου
δίχως κακό, κι έχω στην εξουσία μου
των Ατρειδών τα σπίτια και τα σκήπτρα
μαζί μ᾽ αυτούς πὄχω και τώρα φίλους
κι ευτυχισμένη ζω, κι ακόμα, μ᾽ όσα
παιδιά μου δε μου θέλουν το κακό μου
κι έχθρα πικρή δε μὄχουν στην καρδιά τους.
Καλόγνωμος, Λύκειε Απόλλωνα, άκου
αυτές μου τις ευχές και δώσε σ᾽ όλους
εμάς καθώς σου τα παρακαλούμε.
Όσο για τ᾽ άλλα, είσαι Θεός και πρέπει,
κι αν τα σωπαίνω εγώ, να καταλάβεις·
φυσικά, βλέπουν όλα οι γιοι του Δία.
|